DictionaryForumContacts

Terms containing perform | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
med.ability to perform the sexual actσεξουαλική ικανότης
gen.to be physically fit to perform the dutiesέχω την απαιτούμενη σωματική ικανότητα για την άσκηση των καθηκόντων μου
gen.be physically fit to perform the duties, toπληρώ τους όρους υγείας που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων
gen.capacity to perform legal actsδικαιοπρακτική ικανότητα
lawdamages for failure to perform a contractαποζημίωση για τη μη εκτέλεση συμβάσεως
lawjudgment given for failure to perform obligationsαπόφαση λόγω παράβασης υποχρέωσης
lawnotice to pay or performκλήση προς συμμόρφωση
lawnotice to pay or performόχληση
fin.to perform acts and formalitiesδιεκπεραίωση των πράξεων και των διατυπώσεων
polit., lawperform duties loyally, discreetly and conscientiouslyασκώ τα καθήκοντα με πίστη,εχεμύθεια και ευσυνειδησία
gov.to perform functionsασκώ καθήκοντα
gen.perform functions, toασκώ αρμοδιότητες
fin.to perform missions for the Bankεκτελώ αποστολές για λογαριασμό της Τράπεζας
econ.to perform stronglyτηρώ στάση σθεναρή
econ.to perform stronglyαντιδρώ δυναμικά
econ.to perform stronglyεπιδεικνύω δυναμισμό
econ.to perform stronglyεπιτυγχάνω αξιόλογες επιδόσεις
lawto perform the duties impartially and conscientiouslyάσκηση των καθηκόντων με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία
gov.report on the ability to perform the duties pertaining to a postέκθεση για την ικανότητα του ενδιαφερόμενου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του
gen.report on the ability to perform the duties pertaining to a postέκθεση για την ικανότητα εκπλήρωσης των καθηκόντων που ανάγονται σε μια θέση
environ.substance which no longer performs satisfactorilyουσία ακατάλληλη προς χρήση

Get short URL