Subject | English | Greek |
commun., IT | block payload | ωφέλιμο φορτίο ομάδας δεδομένων |
commun. | block payload | ωφέλιμο φορτίο ομάδας δεδομένων |
commun., IT | block payload | ωφέλιμο φορτίο ομάδας |
transp. | common payload support equipment | κοινός εξοπλισμός υποστήριξης για το ωφέλιμο φορτίο |
transp. | effective payload | πραγματικό ωφέλιμο φορτίο |
environ., agric. | external payload | μέγιστο εξωτερικό χρήσιμο φορτίο |
transp. | maximum structural payload | δομικά μέγιστο ωφέλιμο φορτίο |
transp. | payload assist module | βοηθητικό προωθητικό σύστημα του ωφέλιμου φορτίου |
transp., avia. | payload capability | χωρητικότητα ωφέλιμου φορτίου |
stat., transp. | payload capacity | χωρητικότητα ωφέλιμου φορτίου |
transp., avia. | payload console | θέση ελέγχου φόρτωσης |
transp., avia. | payload fraction | λόγος ωφέλιμου προς ολικό φορτίο |
commun. | payload module | δομοστοιχείο ωφέλιμου φορτίου |
transp. | payload organization | διαρύθμιση ωφέλιμου φορτίου |
earth.sc. | payload/range | ωφέλιμο φορτίο/εμβέλεια |
gen. | payload ratio | αναλογία ωφελίμου φορτίου |
transp. | payload retrieval | επαναφορά ωφέλιμου φορτίου στη γή |
transp. | payload specialist | επιμελητής φορτίων |
transp. | payload specialist | επιμελητής βαρών |
astronaut., transp. | payload-support equipment | εξοπλισμός υποστήρηξης ωφέλιμου φορτίου |
IT, astronaut., tech. | payload telemetry mode | τρόπος μεταδόσεως των δεδομένων |
commun. | payload type indicator field | πεδίο PTI |
commun. | payload type indicator field | πεδίο ενδείκτη τύπου ωφέλιμου φόρτου |
gen. | payload weight | βάρος του ωφελίμου φορτίου |
transp., el. | permitted payload | επιτρεπόμενο ωφέλιμο φορτίο |
IT | relay payload | ωφέλιμο φορτίο αναμεταδότη |
transp. | scientific payload | φορτίο επιστημονικού εξοπλισμού |
transp., avia. | weight limited payload | φορτίο περιορισμένο κατά βάρος |