Subject | English | Greek |
patents. | Act revising Article 63 of the Convention on the grant of European Patents European Patent Convention of 5 October 1973 | Πράξη αναθεώρησης του άρθρου 63 της Σύμβασης για τη χορήγηση Ευρωπαϊκών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της 5ης Οκτωβρίου 1973 |
patents. | Act revising the Convention on the Grant of European Patents | Πράξη αναθεώρησης της Σύμβασης για τη χορήγηση των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | Administrative Council of the European Patent Organisation | Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
patents. | agreement concerning the acquisition of a patent | συμφωνία απόκτησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | agreement concerning the assignment of a patent | συμφωνία εκχώρησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
patents. | Agreement for the Mutual Safeguarding of Secrecy of Inventions relating to Defence and for which Applications for Patents have been made | Συμφωνία "περί της αμοιβαίας διαφυλάξεως του απορρήτου των εφευρέσεων των αφορωσών εις την άμυναν και αίτινες έχουν αποτελέσει αντικείμενον αιτήσεων διπλώματος ευρεσιτεχνίας" |
law, patents. | Agreement on a Unified Patent Court | Συμφωνία για Ενιαίο Δικαστήριο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
patents. | Agreement on the application of Article 65 of the Convention on the Grant of European Patents | Συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου 65 της σύμβασης για το ΕυρωπαϊκόΔίπλωμα Ευρεσιτεχνίας |
law, patents. | Agreement relating to Community Patents | Συμφωνία για τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
met. | air patenting | θέρμανση στους 850-1100° C και κατόπιν απόψυξη σε ατμοσφαιρικό αέρα |
met. | air patenting | αεροπατεντίωση |
law, econ. | applicant for a patent | πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση για την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
gen. | to apply for a patent | ζητώ δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
gen. | apply for a patent, to | ζητώ δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law, agric. | basic patent | κύριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
met. | bath patenting | πατεντίωση εμβαπτισμού |
chem., met. | bath patenting | θέρμανση στους 850-1100° C και κατόπιν ψύξη σε λουτρό |
law | blocking patent | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας δεσμευτικού χαρακτήρα |
law, patents. | Board of Appeal of the European Patent Office | Συμβούλιο προσφυγών του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
interntl.trade. | bought-in research, technical knowledge, patents | υπηρεσίες έρευνας, τεχνικές γνώσεις, ευρεσιτεχνίες |
patents. | Budapest Treaty on the International Recognition of the Deposit of Micro-organisms for the Purposes of Patent Procedure | Συνθήκη της Βουδαπέστης για τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης των μικροοργανισμών στα πλαίσια της διαδικασίας για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
law, nat.sc. | Budapest Treaty on the International Recognition of the Deposit of Micro-organisms for the purposes of Patent Procedures | συνθήκη της Βουδαπέστης σχετικά με τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικροοργανισμών στο πλαίσιο διαδικασιών για την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law, nat.sc. | Budapest Treaty on the International Recognition of the Deposit of Micro-organisms for the purposes of Patent Procedures | Συνθήκη της Βουδαπέστης όσον αφορά τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικροοργανισμών για τις διαδικασίες των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law, mech.eng. | Cedervall's patent sterntube gland | στυπειοθλίπτης πρωραίου άκρου ελικοφόρου ατράκτου τύπου CEDERVALL |
law, patents. | central chamber of the Community Patent Court | κεντρικό τμήμα του δικαστηρίου για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | centralized examination of patent applications | συγκεντρωτική εξέταση των αιτήσεων ευρεσιτεχνίας |
law | to challenge the validity of the patent | αμφισβητώ την εγκυρότητα του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας |
industr. | change of proprietorship of a patent | αλλαγή κυριότητας σε ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | Chinese Patent Office | Κινέζικο Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
met. | coil patenting | πατεντίωση ρόλλων |
law, nat.sc. | combined patent and know-how licensing agreement | μεικτή συμφωνία αδειών εκμετάλλευσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και αδειών εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας |
gen. | Committee for issues relating to fees and to the rules for implementation of the Regulation on the Community patent | Επιτροπή για θέματα που αφορούν τα τέλη και τους εκτελεστικούς κανονισμούς του κανονισμού για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
patents. | Committee of National Institutes of Patent Agents | Επιτροπή Εθνικών Ινστιτούτων Πρακτόρων Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
patents. | Committee of the Whole of the Luxembourg Conference on the Community Patent | Επιτροπή της Oλομέλειας |
law | Common Appeal Court for Community Patents | Κοινό Εφετείο κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιρεχνίας |
law, patents. | Common Appeal Court for Community Patents | Κοινό Εφετείο κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
obs., patents. | Community patent | κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law, patents. | Community Patent Appeal Court | Κοινό Εφετείο |
law, patents. | Community Patent Appeal Court | Εφετείο Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
industr. | Community Patent Bulletin | Δελτίο κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | Community Patent Convention | Σύμβαση του Λουξεμβούργου |
patents. | Community Patent Convention | Σύμβαση ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την Κοινή Αγορά |
polit., law, patents. | Community Patent Court | Δικαστήριο Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας |
patents. | compulsory licence in respect of dependent patents | υποχρεωτική άδεια υπέρ εξαρτημένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ; υποχρεωτική άδεια λόγω αλληλεξάρτησης |
interntl.trade. | compulsory patent licence | υποχρεωτικές άδειες εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
patents. | Convention for the European Patent for the Common Market | Σύμβαση ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την Κοινή Αγορά |
patents. | Convention for the European Patent for the Common Market | Σύμβαση του Λουξεμβούργου |
law, fin. | Convention on the Community patent | συμφωνία σχετικά με τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
law | Convention on the Grant of European Patent | Σύμβαση για το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας |
patents. | Convention on the Grant of European Patents | Σύμβαση του Μονάχου |
law | Convention on the Grant of European Patents | Σύμβαση σχετικά με τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | Convention on the Grant of European Patents | σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | Convention on the Grant of European Patents | σύμβαση για τη χορήγηση των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | Convention on the Grant of European Patents | Σύμβαση για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law, patents. | Convention on the Unification of Certain Points of Substantive Law of Patents for Invention | Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων στοιχείων του Δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
tech., industr., construct. | cotton patent type machine | πλεκτομηχανή cotton |
lab.law. | Cotton's patent machine knitter | πλέκτης βαμβακερών |
industr., construct. | crinkled patent | δέρμα βερνικωτό,ρυτιδωμένο |
industr., construct. | crushed patent | δέρμα βερνικωτό,ρυτιδωμένο |
law | Declaration by the Government of the French Republic on applications for patents covering information to be kept secret for defence reasons | Δήλωση της κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας περί των αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που καλύπτουν γνώσεις απόρρητες για λόγους αμύνης |
patents. | dependent patent | εξαρτημένο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
tech., industr., construct. | double needle bed cotton patent type machine | μηχανή τύπου βαμβακιού με διπλό στρώμα |
tech., industr., construct. | double needle bed cotton patent type machine | δίπλακη μηχανή cotton |
patents. | entries made in the Register of Community Patents | καταχωρήσεις στο Μητρώο των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
obs., patents. | EU patent | κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
gen. | European Convention on the International Classification of Patents for Inventions | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη διεθνή ταξινόμηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | European Convention relating to the Formalities Required for Patent Applications | Eυρωπαϊκή Σύμβαση "επί των απαιτουμένων διατυπώσεών δια τας αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας" |
econ. | European patent | ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
patents. | European patent application | αίτηση χορήγησης ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
patents. | European Patent Bulletin | Ευρωπαϊκό Δελτίο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | European Patent Convention | Σύμβαση σχετικά με τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | European Patent Convention | Σύμβαση για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | European Patent Convention | σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | European Patent Convention | Σύμβαση για το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας |
law | European Patent Convention | σύμβαση για τη χορήγηση των ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | European Patent Convention | Σύμβαση του Μονάχου |
law | European patent law | ευρωπαϊκό δίκαιο ευρεσιτεχνίας |
patents. | European Patent Litigation Protocol | Προαιρετικό Πρωτόκολλο για την επίλυση των διαφορών σχετικά με το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας |
econ. | European Patent Office | Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
law, industr., polit. | European Patent Organisation | Ευρωπαϊκή Οργάνωση Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
patents. | European Patent Organisation | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
patents. | European patent with unitary effect | ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
obs., patents. | European Union patent | κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
polit., law, patents. | European Union Patent Court | Δικαστήριο Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας |
law | examination law makes the grant of a patent subject to the results of an examination | εξέταση |
econ., market. | exception to rights conferred by a patent | εξαίρεση για τα δικαίωματα που απορρέουν από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | exchange of patents | ανταλλαγή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | exclusive patent licence | αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | exclusive rights to filed patents | αποκλειστικά δικαιώματα επί κατατεθειμένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | to exercise the rights conferred by a patent | ασκώ τα δικαιώματα που μου έχουν χορηγηθεί από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
patents. | exhaustion of the rights conferred by the Community patent | ανάλωση των δικαιωμάτων που παρέχονται από το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
coal. | extraction of hard coal,including manufacture of patent fuel | εξόρυξη και συσσωμάτωση λιθάνθρακα |
law | first filing of a Community patent | κοινοτική "πρώτη κατάθεση" |
law | four years have elapsed since the filing of the patent application | έχει παρέλθει προθεσμία τεσσάρων ετών από της καταθέσεως της αιτήσεως διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
patents. | grant of a national patent | χορήγηση εθνικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | grant of patents subject to temporary prohibition of publication | χορήγηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συνοδευομένων από προσωρινή απαγόρευση δημοσιεύσεως |
law | granting of licences for using patents | έκδοση αδειών εκμεταλλεύσεως |
law | Green Paper on the Community patent and the patent system in Europe | Πράσινο βιβλίο για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και το σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην Ευρώπη |
met. | immersion patenting | πατεντίωση εμβαπτισμού |
law, patents. | Implementing Regulations to the European Patent Convention | εκτελεστικός κανονισμός σχετικά με τη Σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | indigenous patent | εγχώριο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
industr. | infringement of a Community patent | παραβίαση κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | infringement of a patent | προσβολή των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | infringement of a patent | προσβολή των εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δικαιωμάτων |
law | infringement of the licensed patent | παραποίηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για το οποίο χορηγείται άδεια εκμετάλλευσης |
patents. | Institute of Professional Representatives before the European Patent Office | Ινστιτούτο Επαγγελματικών Αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
patents. | International Federation of Patent Agents | Διεθνής Ομοσπονδία Συμβούλων για θέματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας |
patents. | International Federation of Patent Agents | Διεθνής Ομοσπονδία Πρακτόρων Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
patents. | International Patent Classification | διεθνής κατάταξη των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | International Patent Institute | Διεθνές Ινστιτούτο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
law | international patent law | διεθνές δίκαιο περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
interntl.trade., patents. | invention claimed in the first patent | εφεύρεση που κατοχυρώνεται με το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
interntl.trade. | invention claimed in the second patent | εφεύρεση που κατοχυρώνεται με το δεύτερο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
patents. | joint proprietorship of a patent | συγκυριότητα διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | know-how ancillary to patent | τεχνογνωσία που συνδέεται με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
industr. | lapse of a Community patent | έκπτωση του κοινοτικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | Law on Patents | νόμος περί θεμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | licensing of national patent | άδεια εκμετάλλευσης εθνικού διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
patents. | licensing of patent rights | άδειες εκμετάλλευσης ευρεσιτεχνίας |
law | Luxembourg Community Patent Convention | Σύμβαση του Λουξεμβούργου για το Κοινοτικό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας |
med. | malaria patent period | περίοδος εξέλιξης του παράσιτου της ελονοσίας |
law | management of the patents portfolio | διαχείριση του συνόλου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
interntl.trade. | manufacturing data related to patented, licensed or undisclosed processes, or to processes for which a patent is pending | στοιχεία κατασκευής που αφορούν μεθόδους για τις οποίες υπάρχει δικαίωμα ευρεσιτεχνίας, υποχρέωση μη αποκάλυψης ή έχει εκδοθεί άδεια, ή μεθόδους για τις οποίες εκκρεμεί η αναγνώριση δικαιώματος ευρεσιτεχνίας |
energ.ind. | mine-owned patent fuel plant | μονάδα παραγωγής συσσωματωμάτων σε ορυχεία |
law | mixed know-how and patent licensing agreement | μικτή συμφωνία παροχής αδειών εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | mixed know-how and patent licensing agreements | μεικτές συμφωνίες εκμετάλλευσης τεχνογνωσίας και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
industr. | national patent | εθνικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | national patent law | εθνικό δίκτυο περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | national patent office | εθνικό γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | necessary patent | βασικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
econ., market. | normal exploitation of the patent | κανονική εκμετάλλευσης της ευρεσιτεχνίας |
pharma. | off-patent drug | φάρμακο εκτός πατέντας |
pharma. | off-patent drug | πρωτότυπo φάρμακo για το οποίο έχει λήξει η πατέντα |
pharma. | off-patent medicinal product | πρωτότυπo φάρμακo για το οποίο έχει λήξει η πατέντα |
pharma. | off-patent medicinal product | φάρμακο εκτός πατέντας |
patents. | Optional Protocol on the Settlement of Litigation Concerning European Patents full title | Προαιρετικό Πρωτόκολλο για την επίλυση των διαφορών σχετικά με το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας |
law | parallel patent | παράλληλο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
industr. | Patent Administration Division | τμήμα διαχείρισης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | patent agent | σύμβουλος σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ; πράκτορας διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law, industr. | Patent and Registration Office | γραφείο ευρεσιτεχνιών και μητρώων |
patents. | patent appeal chamber | αναιρετικό τμήμα αρμόδιο για θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law, patents. | patent application | αίτηση χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
patents. | patent application pending | εκκρεμούσα αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
food.ind., chem. | patent blue | μπλε πατεντέ |
chem. | 2.1 patent blue | μπλε πατεντέ V ; Ε 131 |
chem. | Patent Blue V | μπλε πατεντέ V ; Ε 131 |
chem. | patent blue V | μπλέ πατεντέ V |
gen. | patent box | φορολογικό καθεστώς ευνοϊκό προς τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
tech., industr., construct. | patent-coated paper | χαρτί δύο στρωμάτων |
tech., industr., construct. | patent-coated paper | χαρτί ντούμπλεξ |
law | Patent Cooperation Treaty | συνθήκη για τη συνεργασία στον τομέα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | Patent Cooperation Treaty | συνθήκη συνεργασίας ευρεσιτεχνίας |
patents. | Patent Cooperation Treaty | Συνθήκη συνεργασίας για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
int. law. | Patent cooperation Treaty opened for signature at Washington on 19 June 1970 | συνθήκη συνεργασίας σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας,η οποία συνομολογήθηκε στην Ουάσιγκτον στις 19 Ιουνίου 1970 |
law | patent culture | ευρεσιτεχνικό πνεύμα |
law, work.fl. | patent document | ευρεσιτεχνία |
law, work.fl. | patent document | προδιαγραφή ευρεσιτεχνίας |
law, work.fl. | patent document | έγγραφο ευρεσιτεχνίας |
patents. | patent document | προδιαγραφές του διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
med. | patent ductus arteriosus | ανοιχτός αρτηριακός πόρος |
industr., construct. | patent flannel | ελαφριά φανέλλα από φίνο μαλλί Ουαλίας |
met. | patent flattening | ολκή επιπεδοποίησης |
energ.ind., industr. | patent fuel | μπρικέτα |
energ.ind., industr. | patent fuel | πλίνθος άνθρακα |
stat., coal., chem. | patent fuel | συσσωματώματα |
energ.ind., industr. | patent fuel | συσσωμάτωμα λιθάνθρακα |
energ.ind., coal. | patent hard-coal fuel | συσσωματώματα λιθάνθρακα |
patents. | patent holder | κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
patents. | patent holder | δικαιούχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law, mech.eng. | patent hook | κόρακας με ευρεσιτεχνία |
law, mech.eng. | patent hook | πατενταρισμένος γάντζος |
law, mech.eng. | patent hook | πατενταρισμένος κόρακας |
law, mech.eng. | patent hook | γάντζος με ευρεσιτεχνία |
nat.sc., agric. | patent in the biotechnology field | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στον τομέα της βιοτεχνολογίας |
industr., construct. | patent laminated leather | δέρμα με στιλπνή επικάλυψη |
busin., patents. | patent landscaping | χαρτογράφηση ευρεσιτεχνιών |
econ. | patent law | δίκαιο ευρεσιτεχνίας |
law, patents. | patent law | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
industr., construct. | patent leather | λουστρίνι |
industr., construct. | patent leather | βερνικωμένο δέρμα |
gen. | patent leather and metallised leather | δέρματα βερνικωτά λουστρίνια ή επιμεταλλωμένα |
patents. | patent licensing | άδειες εκμετάλλευσης ευρεσιτεχνίας |
law, nat.sc. | patent licensing agreement | συμφωνία παραχώρησης της άδειας εκμετάλλευσης της άδειας ευρεσιτεχνίας |
econ., patents. | patent licensing agreement | συμφωνία που αφορά την άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας ; συμφωνία για την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law, nat.sc. | patent licensing agreement | άδεια εκμετάλλευσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law, nat.sc. | patent licensing arrangement | άδεια εκμετάλλευσης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law, nat.sc. | patent licensing arrangement | συμφωνία παραχώρησης της άδειας εκμετάλλευσης της άδειας ευρεσιτεχνίας |
commun., transp. | patent log | δρομόμετρο με έλικα |
busin., patents. | patent mapping | χαρτογράφηση ευρεσιτεχνιών |
patents. | patent office | γραφείο ευρεσιτεχνιών |
law | patent on a biological material | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για βιολογικό υλικό |
law | patent on living organisms | απόκτηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για τους ζώντες οργανισμούς |
med. | patent part umbilical artery | αποφραγμένη μοίρα ομφαλικής αρτηρίας (pars occlusa arteriae umbilicalis) |
patents. | patent pending | εκκρεμούσα αίτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law, industr. | patent pool | κοινοπραξία εκμετάλλευσης ευρεσιτεχνιών |
patents. | patent proprietor | δικαιούχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
patents. | patent proprietor | κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
econ., market. | patent right | δικαίωμα που απορρέει από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law, transp. | patent rudder | πηδάλιο με ευρεσιτεχνία |
law, transp. | patent rudder | πατενταρισμένο πηδάλιο |
econ., market. | patent search | έρευνα για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
transp. | patent slip | σχάρα |
law, work.fl. | patent specification | προδιαγραφή ευρεσιτεχνίας |
fin. | patent specification | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law, work.fl. | patent specification | έγγραφο ευρεσιτεχνίας |
law, work.fl. | patent specification | ευρεσιτεχνία |
patents. | patent specification | προδιαγραφές του διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | patent system without examination | σύστημα ευρεσιτεχνίας χωρίς εξέταση |
law | patent term | περίοδος ισχύος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
econ. | patents licence | άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
patents. | patents, utility models, designs or trademarks | διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πρότυπα χρήσεων, σχέδια ή σήματα |
law | pharmaceutical patent | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στο φαρμακευτικό τομέα |
industr., construct. | printed patent | έκτυπο βερνικωτό δέρμα |
law | product covered by the patent | προϊόν που καλύπτεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | product patent | δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για ένα προϊόν |
patents. | protection afforded by patent | προστασία παρεχόμενη από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
patents. | protection system complementary to the patent | σύστημα προστασίας που συμπληρώνει την άδεια ευρεσιτεχνίας |
law | Protocol Conferring Powers in respect of Community Patents on Certain Institutions of the European Communities | Πρωτόκολλο για την απονομή αρμοδιοτήτων σε ορισμένα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για θέματα κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | Protocol on a possible modification of the conditions of entry into force of the Agreement relating to Community patents | Πρωτόκολλο σχετικό με ενδεχόμενη τροποποίηση των όρων θέσεως σε ισχύ της συμφωνίας για τα κοινοτικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
law, patents. | Protocol on Amendments to the Community Patent Convention | Πρωτόκολλο σχετικά με τις τροποποιήσεις της Σύμβασης για το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law, patents. | Protocol on the centralisation of the European patent system and on its introduction | Πρωτόκολλο "συγκέντρωση"' Πρωτόκολλο για τη συγκέντρωση και την εισαγωγή του ευρωπαϊκού συστήματος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | Protocol on the Settlement of Litigation concerning the Infringement and Validity of Community Patents Protocol on Litigation | Πρωτόκολλο για την επίλυση των διαφορών σχετικά με την παραβίαση και το κύρος των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας' Πρωτόκολλο για τις διαφορές |
nucl.phys. | provisionally protected patent right | τίτλος προσωρινής προστασίας |
law | publication of the patent application | δημοσίευση της αίτησης για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
industr. | publication of the specification of the patent | δημοσίευση εντύπου προδιαγραφών του διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | pure patent license | αμιγής άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | pure patent licensing agreement | αμιγής συμφωνία άδειας εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law, patents. | Regional Chamber of the Community Patent Court | Περιφερειακό Τμήμα του Δικαστηρίου Κοινοτικού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας |
patents. | Register for unitary patent protection | μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών |
industr. | Register of Community Patents | μητρώο των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | Register of European Patents | ευρωπαϊκό μητρώο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | register of unitary patents | μητρώο για το ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών |
law | "registration" patent | ευρεσιτεχνία καταγραφής |
patents. | Regulations under the Patent Cooperation Treaty | Εκτελεστικός Κανονισμός της Συνθήκης Συνεργασίας για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
law | research exemption for patent | εξαίρεση της έρευνας από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law, fin. | right relating to patents | δικαίωμα που αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
law | rights in patents | δικαιώματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
econ. | royalties from patents | ποσοστά από ευρεσιτεχνίες |
met. | salt bath patenting | πατεντίωση αλατόλουτρου |
law, industr. | short-term patent | υπόδειγμα χρησιμότητας |
law | short-term patent | ευρεσιτεχνία σύντομης διάρκειας |
tech., industr., construct. | single needle bed cotton patent type machine | μονόπλακη πλεκτομηχανή cotton |
tech., industr., construct. | single needle bed cotton patent type machine with intarsia patterning | μηχανή cotton intarsia |
tech., industr., construct. | single needle bed cotton patent type machine with lacing point patterning | μονόπλακη δαντελομηχανή cotton |
tech., industr., construct. | single needle bed cotton patent type machine with plating patterning | μηχανή cotton για σχέδια βανιζέ |
tech., industr., construct. | single needle bed cotton patent type machine with tuck patterning | μηχανή cotton με δυνατότητα facon |
gen. | Strasbourg Agreement concerning the International Patent Classification | Διακανονισμός του Στρασβούργου που αφορά τη διεθνή ταξινόμηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law | sub-licences under patents | περαιτέρω άδειες εκμεταλλεύσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law, patents. | substantive patent law | δίκαιο ευρεσιτεχνίας |
industr. | surrender of a patent | παραίτηση από ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | term during which the patent is in force | διάρκεια ισχύος των αποτελεσμάτων του διπλώματος ευρεσιτεχνίας |
law | territory which's not covered by parallel patents | περιοχή μη καλυπτόμενη από αντίστοιχες ευρεσιτεχνίες |
patents. | the extent of protection conferred by the patent | έκταση της προστασίας που παρέχει ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
law | the granting of licences under patents | η παραχώρηση των αδειών εκμεταλλεύσεως διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
law, nat.sc. | Treaty on the international recognition of the deposit of micro-organisms for the purposes of patent procedures | συνθήκη για τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικρο-οργανισμών με στόχο τις διαδικασίες ευρεσιτεχνίας |
polit., law, patents. | Unified Patent Court | Ενοποιημένο σύστημα επιλύσεως των διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
polit., law, patents. | Unified Patent Court | Ενιαίο Δικαστήριο για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
polit., law, patents. | Unified Patent Court | Δικαστήριο Ευρωπαϊκών και Κοινοτικών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
commer., polit., patents. | Unified Patent Litigation System | ενοποιημένο σύστημα επίλυσης των διαφορών για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας |
patents. | Union for the international recognition of the deposit of microorganisms for the purposes of patent procedures | Ενωση για τη διεθνή αναγνώριση της κατάθεσης μικροοργανισμών για τους σκοπούς της διαδικασίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
patents. | unitary patent | ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
patents. | unitary patent protection | ενιαίο καθεστώς προστασίας των ευρεσιτεχνιών |
law | validity of a patent | κύρος των κοινοτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |