Subject | English | Greek |
fin., econ. | at parity | σε πλήρη ισοτιμία |
el. | binary parity check | έλεγχος δυαδικής ισοτιμίας |
IT | block parity system | σύστημα ισοτιμίας σε ομάδες |
fin. | change in parity | μεταβολή στην ισοτιμία |
el. | character parity check | έλεγχος ισοτιμίας χαρακτήρα |
IT, el. | clock distribution and parity card | κάρτα CDP |
IT, el. | clock distribution and parity card | κάρτα κατανομής ρολογιού και ισοτιμίας |
IT | column parity check | διαμήκης έλεγχος ισοτιμίας |
fin. | conversion parity price | τιμή μετατροπής συναλλαγματικών ισοτιμιών |
fin. | conversion parity price | αγοραία τιμή μετατροπής |
fin. | currency parity | συναλλαγματική ισοτιμία |
fin. | currency parity | νομισματική ισοτιμία |
IT, earth.sc. | data parity decoder | αποκωδικοποιητής ισοτιμίας δεδομένων |
gen. | discount on the parity rate | έκπτωση |
fin. | economic parity | οικονομική ισοτιμία |
gen. | essential parity | ουσιώδης ισοδυναμία |
econ. | to establish purchasing power parities PPP | πρόγραμμα καθορισμού ισοτιμιών αγοραστικών δυνάμεων |
fin. | establishment of fixed parities | καθορισμός σταθερής ισοτιμίας |
IT, el. | even parity | άρτια ισοτιμία |
el. | even parity check | έλεγχος δυαδικής ισοτιμίας |
fin. | exchange rate parity | συναλλαγματική ισοτιμία |
econ. | exchange parity | συναλλαγματική ισοτιμία |
fin. | exchange rates and GDP purchasing power parities | τιμές συναλλάγματος και ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης ΑΕγχΠ |
fin. | fixed but adjustable parities | σταθερές αλλά προσαρμοζόμενες ισοτιμίες |
fin. | gliding parity | ολισθαίνουσα ισοτιμία |
fin. | gold parity | ισοτιμία σε χρυσό |
fin. | Gold parity unit of account | λογιστική μονάδα ισοτιμίας σε χρυσό |
commun. | inbound voice sample parity | εισερχόμενη ισοτιμία δείγματος φωνής |
stat. | index of GDP purchasing power parities | δείκτης ισοτιμιών αγοραστικής δύναμης ΑΕγχΠ |
IT | longitudinal parity check | διαμήκης έλεγχος ισοτιμίας |
fin. | margins around parity | περιθώρια γύρω από την ισοτιμία |
fin. | nominal parity | ονομαστική ισοτιμία |
gen. | nuclear parity | πυρηνική ισορροπία |
gen. | nuclear parity | πυρηνική ισοπλία |
gen. | nuclear parity | πυρηνική ισοδυναμία |
IT, el. | odd parity | μονή ισοτιμία |
el. | odd parity check | έλεγχος περιττής ισοτιμίας |
fin. | official parity | επίσημη ισοτιμία |
stat., social.sc. | one parity woman | μονότεκνη γυναίκα |
stat., social.sc. | one parity woman | γυναίκα μιας τεκνοποιίας |
commun. | outbound voice sample parity | εξερχόμενη ισοτιμία δείγματος φωνής |
commun. | parity alarm | συναγερμός ισοτιμίας |
el. | parity bit | BIT ισοτιμίας |
el. | parity bit | δυαδικό ψηφίο ισοτιμίας |
el. | parity bit | ψηφίο ισοτιμίας |
comp., MS | parity bit | bit ισοτιμίας (In asynchronous communications, an extra bit used in checking for errors in groups of data bits transferred within or between computer systems. In modem-to-modem communications, a parity bit is often used to check the accuracy with which each character is transmitted) |
fin. | parity change | μεταβολή ισοτιμίας |
el. | parity check | έλεγχος ισοτιμίας |
el. | parity check bit | μπιτ ελέγχου ισοτιμίας |
IT | parity-check circuit | κύκλωμα ελέγχου ισοτιμίας |
el. | parity check code | κώδικας ελέγχου ισοτιμίας |
el. | parity check coding | κωδικοποίηση ελέγχου ισοτιμίας |
el. | parity check element | στοιχείο ελέγχου ισοτιμίας |
el. | parity check symbol | σύμβολο ελέγχου ισοτιμίας |
IT | parity checker | κύκλωμα ελέγχου ισοτιμίας |
el. | parity checker | ελεγκτής ισοτιμίας |
IT, earth.sc. | parity checker circuit | κύκλωμα επαλήθευσης της ισοτιμίας |
el. | parity checking | έλεγχος ισοτιμίας |
econ., fin. | parity communicated to and recognized by the IMF | ισοτιμία που έχει δηλωθεί στο ΔNT και έχει αναγνωρισθεί από αυτό |
social.sc. | parity democracy | ισομερής δημοκρατία |
social.sc. | parity democracy | δημοκρατία της πλήρους ισότητας |
el. | parity digit | BIT ισοτιμίας |
el. | parity digit | δυαδικό ψηφίο ισοτιμίας |
el. | parity digit | ψηφίο ισοτιμίας |
stat., social.sc. | parity distribution | κατανομή κατά αριθμό γεννηθέντων τέκνων |
IT, el. | Parity Error | σφάλμα ισοτιμίας |
IT, dat.proc. | parity flag | ενδείκτης ισοτιμίας |
IT | parity generator | γεννήτρια ισοτιμίας |
IT | parity generator | γεννήτρια επαλήθευσης |
IT, earth.sc. | parity generator circuit | κύκλωμα δημιουργίας της ισοτιμίας |
econ., fin. | parity grid unit | μονάδα βασιζόμενη σε μια δέσμη ισοτιμιών |
IT, dat.proc. | parity interrupt | διακοπή σφάλματος ισοτιμίας |
transp. | parity of charges | ισοτιμία τελών |
econ., stat. | parity of consumer prices | ισοτιμία τιμών καταναλωτή |
stat., fin. | parity of purchasing power | ισοτιμία αγοραστικής δύναμης |
fin. | parity of the currency of a Member State in relation to the unit of account | ισοτιμíα του νομíσματος ενóς κράτους μέλους έναντι της λογιστικής μονάδας |
stat. | parity progression rate | αναλογία προοδευτικής ικανότητας προς τεκνοποιία |
fin. | parity relation | σχέση ισοτιμίας |
stat., social.sc. | parity-specific birth rate | ειδικό ποσοστό γεννήσεων κατά ικανότητα προς τεκνοποιία |
stat., social.sc. | parity-specific fertility rate | ειδικό ποσοστό γονιμότητας κατά ικανότητα προς τεκνοποιΐα |
el. | parity unit | μονάδα ισοτιμίας |
fin. | parity value | ονομαστική αξία |
fin. | parity value | μαθηματική αξία μετοχής |
fin. | parity value | θεωρητική αξία μετοχής |
account. | purchasing power parities | μονάδες αγοραστικής δύναμης |
econ., fin. | purchasing power parity | ισοτιμία της αγοραστικής δύναμης |
econ. | purchasing power parity | ισοτιμία αγοραστικής δύναμης |
fin., econ. | Purchasing Power Parity exchange rate | ισοτιμία αγοραστικής δύναμης |
fin. | put-call parity relationship | σχέση τιμήματος μεταξύ δικαιωμάτων πώλησης-αγοράς |
fin. | repayment parity | ισοτιμία αποπληρωμής |
IT, tech. | row parity check | εγκάρσιος έλεγχος ισοτιμίας |
fin. | sliding parity | διολισθαίνουσα ισοτιμία |
fin. | sliding parity | έρπουσα ισοτιμία |
fin. | sliding parity | μεταβλητή ισοτιμία |
IT | storage parity | Ισοτιμία μνήμης |
IT | storage parity error | Σφάλμα ισοτιμίας μνήμης. |
IT | storage parity protection | Προστασία ισοτιμίας μνήμης |
fin. | the value corresponding to the parity in relation to the unit account | η αξία που αντιστοιχεί στην ισοτιμία σε σχέση προς τη λογιστική μονάδα |
econ., fin. | total and irreversible convertibility, at irrevocable parities | πλήρης και ανέκκλητη μετατρεψιμότητα με αμετάκλητη τιμή συναλλάγματος |
IT, tech. | transverse parity check | εγκάρσιος έλεγχος ισοτιμίας |
stat., social.sc. | zero parity woman | άτεκνη γυναίκα |
stat., social.sc. | zero parity woman | άτοκος |