Subject | English | Greek |
astronaut., transp. | chemical oxygen generator | Γεννήτρια χημικού οξυγόνου μία συσκευή η οποία παράγει οξυγόνο με χημική αντίδραση |
med. | first aid oxygen generator | γεννήτρια θεραπευτικού οξυγόνου |
mech.eng. | oxygen generator | συσκευή παραγωγής οξυγόνου |