Subject | English | Greek |
demogr. | accession to ownership | κτήση κυριότητας |
construct. | apartment ownership | οριζόντια ιδιοκτησία |
construct. | apartment ownership | ιδιοκτησία διαμερίσματος |
law | bare ownership | ψιλή κυριότητα |
fin. | capital in public ownership | κεφάλαιο που ανήκει στο κράτος |
econ. | capital ownership | σύσταση ιδιοκτησίας |
transp. | car ownership model | πρότυπο δείκτη ιδιοκτησίας αυτοκινήτου |
transp. | car ownership model | μοντέλο δείκτη ιδιοκτησίας αυτοκινήτου |
law | change in the ownership of a registration | αλλαγή δικαιούχου της καταχωρήσεως |
law | change of ownership | μεταβίβαση της ιδιοκτησίας |
law | change of ownership | αλλαγή ιδιοκήτη |
account. | changes of ownership | μεταβολές ιδιοκτησίας |
proced.law., busin. | co-ownership | κοινή περιουσία |
gen. | co-ownership | κοινή ευθύνη |
law, agric. | co-ownership group | ομάδα συνιδιοκτησίας |
demogr. | coming into home ownership | κτήση κυριότητας |
fin. | computerized entry of ownership | αποϋλοποίηση |
relig. | Convention on the Means of Prohibiting and Preventing the Illicit Import, Export and Transfer of Ownership of Cultural Property | Σύμβαση "αφορώσα εις τα ληφθησόμενα μέτρα διά την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως κυριότητος των πολιτιστικών αγαθών" |
el. | cost of ownership | κόστος ιδιοκτησίας |
account. | costs of ownership transfer | κόστη μεταβίβασης ιδιοκτησίας |
account. | costs of ownership transfer on non-produced non-financial assets | κόστη μεταβίβασης ιδιοκτησίας μη παραχθέντων μη χρηματωπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων |
law, demogr. | deed of ownership | πράξη κυριότητας |
fin., social.sc., lab.law. | employee ownership scheme | καθεστώς συμμετοχής των εργαζομένων στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων |
law | employee share ownership | απόκτηση μετοχών εκ μέρους των μισθωτών |
social.sc., busin., labor.org. | employee share-ownership | συμμετοχή των εργαζομένων στο μετοχικό κεφάλαιο |
empl. | employee share ownership plan | πρόγραμμα συμμετοχής στο κεφάλαιο |
social.sc., busin., labor.org. | employee share ownership plan | σχέδιο κυριότητας μετοχών από τους εργαζόμενους |
empl. | employee share ownership scheme | πρόγραμμα συμμετοχής στο κεφάλαιο |
fin. | employee stock ownership plan | πρόγραμμα αγοράς μετοχών από εργαζομένους |
fin., lab.law. | Employee Stock Ownership Plan | σύστημα ιδιοκτησίας τίτλων από τους εργαζομένους |
social.sc., busin., labor.org. | employee stock ownership plan | σχέδιο κυριότητας μετοχών από τους εργαζόμενους |
gen. | to exercise the right of ownership with respect to special fissile materials | ασκεί το δικαίωμα κυριότητος επί των ειδικών σχασίμων υλικών |
account. | existence and ownership | ύπαρξη και κυριότητα |
fin., transp. | Flag and Ownership/Management | σημαία και ιδιοκτησία/διαχείριση |
construct. | flat ownership | ιδιοκτησία διαμερίσματος |
construct. | flat ownership | οριζόντια ιδιοκτησία |
fin. | foreign ownership restrictions | περιορισμοί στην ξένη ιδιοκτησία |
forestr. | forest in common ownership | κοινόκτητο δάσος |
law, demogr. | fragmented pattern of ownership | μεγάλος κατακερματισμός των ιδιοκτησιών |
econ. | gross fixed capital formation by branch of ownership | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά κλάδο κτήσης |
econ. | gross fixed capital formation by product and by branch of ownership | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά προϊόν και κλάδο κτήσης |
econ. | income from the ownership of intangible assets | εισόδημα που προέρχεται από την κατοχή άυλων αγαθών |
fin. | International Foundation for Capital Market Development and Ownership Change in the Republic of Poland | διεθνές ίδρυμα για την ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίου και την αλλαγή ιδιοκτησίας στη δημοκρατία της Πολωνίας |
fin. | it must be possible for ownership of goods placed in free zones to be transferred | τα εμπορεÙματα που τοποθετοÙνται σε ελεÙθερες ζώνες πρέπει να μποροÙν να γíνονται αντικεíμενο μ |
econ. | joint ownership | συνιδιοκτησία |
stat., construct. | joint ownership | συγκυριότητα μεσοτοιχίας-μάνδρας |
proced.law., busin. | joint ownership | κοινή περιουσία |
gen. | joint ownership | κοινή ευθύνη |
law | joint ownership agreement | σύμβαση συνιδιοκτησίας |
law, market. | joint ownership of a ship | συνπλοιοκτησία |
law | joint ownership of all property | καθολική κοινοκτημοσύνη |
law | joint ownership of movable property and all property acquired during wedlock | κοινοκτημοσύνη κινητών και αποκτημάτων |
proced.law. | joint ownership of the increase in capital value of assets | κοινοκτημοσύνη των μετά το γάμο προσκτηθέντων αποκτημάτων |
law, proced.law. | joint ownership with a right of survivorship | συνιδιοκτησία πλειόνων με συμφωνία ότι σε περίπτωση θανάτου του το μερίδιο του προαποβιώσαντος περιέρχεται στον επιζώντα συγκύριο |
interntl.trade. | local ownership | τοπική συμμετοχή |
econ. | main standard legal forms of ownership | τυποποιημένες κύριες νομικές μορφές ιδιοκτησίας |
fin. | Ministry of Ownership Transformation | υπουργείο αλλαγών ιδιοκτησίας |
fin. | Ministry of Ownership Transformation | Υπουργείο Μετατροπής της Κυριότητας |
econ. | mixed-ownership company | εταιρεία μεικτής οικονομίας |
law, IT | ownership authorisation | εξουσιοδότηση ιδιοκτήτη |
law, IT | ownership authorization | εξουσιοδότηση ιδιοκτήτη |
market. | ownership concentration | κλείσιμο κεφαλαίου |
fin. | ownership interest | ιδιοκτησιακό συμφέρον |
commun. | ownership marks | ενδείξεις ιδιοκτησίας |
commun. | ownership marks | αναφορικά σημάδια ιδιοκτησίας |
econ. | ownership of goods and services | ιδιοκτησία των αγαθών και υπηρεσιών |
law | ownership of human being | δικαίωμα ιδιοποίησης επί της ανθρώπινης ύπαρξης |
ed. | ownership of the housing | δικαίωμα κτήσεως της κυριότητος της κατοικίας |
commer., account. | ownership reservation | επιφύλαξη δικαιώματος ιδιοκτησίας |
account. | ownership transfer | μεταβίβαση ιδιοκτησίας |
law, energ.ind. | ownership unbundling | ιδιοκτησιακός διαχωρισμός |
law, energ.ind. | ownership unbundling | αποσύνδεση των ιδιοκτησιακών σχέσεων |
account. | ownership withholding clauses | ρήτρες παρακράτησης κυριότητας |
law | ownership without usufruct | ψιλή κυριότητα |
law | private ownership | ατομική ιδιοκτησία |
demogr. | property ownership | ακίνητη ιδιοκτησία |
law, agric. | property ownership | ιδιοκτησιακό καθεστώς |
proced.law. | property ownership of spouses | περιουσιακές σχέσεις των συζύγων |
proced.law. | property ownership of spouses | περιουσιακές συζυγικές σχέσεις |
demogr. | real estate ownership | ακίνητη ιδιοκτησία |
gen. | regional ownership | περιφερειακή αυτοδυναμία |
econ. | rights of ownership of the net assets | δικαιώματα ιδιοκτησίας επί των καθαρών περιουσιακών στοιχείων |
law | shared ownership | συνιδιοκτησία |
gen. | social approach to home ownership in Europe | κοινωνική προσέγγιση της πρόσβασης σε ιδιόκτητη στέγη στην Ευρώπη |
fin. | State ownership | κρατική ιδιοκτησία |
fin. | State ownership | κοινωνική ιδιοκτησία |
busin., labor.org. | structure of ownership and control | διάρθρωση του καθεστώτος ιδιοκτησίας και ελέγχου |
agric. | system of land ownership | σύστημα εκμετάλλευσης |
econ., market. | tax on the ownership of real property | φόρος επί της ακινήτου περιουσίας |
law | the rules governing the system of property ownership | το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη |
law | the system of ownership | καθεστώς ιδιοκτησίας |
econ. | time of transfer of ownership | χρονική στιγμή που γίνεται η μεταβίβαση κυριότητας |
law | transfer of ownership | αλλαγή ιδιοκήτη |
law | transfer of ownership | μεταβίβαση της ιδιοκτησίας |
law, fin. | transfer of ownership | μεταβίβαση της κυριότητας |
econ. | transfer of ownership from non-resident to resident units | μεταβίβαση της κυριότητας από μονάδες μη μόνιμους κατοίκους σε μονάδες μόνιμους κατοίκους |
econ. | transfer of ownership from resident to non-resident units | μεταβίβαση της κυριότητας από μονάδες μόνιμους κατοίκους σε μονάδες μη μόνιμους κατοίκους |
fin. | transfer of the full ownership | μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας |
immigr., transp. | vehicle ownership certificate | Πιστοποιητικό Ιδιοκτησίας Οχήματος |
econ. | workers' stock ownership | εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης |