Subject | English | Greek |
med. | arithmetic overflow | αριθμητική υπερχείλιση |
commun. | attendant overflow facility | διευκόλυνση υπερροής για τηλεφωνήτρια |
comp., MS | buffer overflow | υπερχείλιση buffer (A condition that results from adding more information to a buffer than it was designed to hold. An attacker may exploit this vulnerability to take over a system) |
construct. | canal overflow spillway | τεχνικόν έργον εκκενώσεως διώρυγος τύπου εκχειλιστού |
tech., construct. | clear overflow weir | ελεύθερος εκχειλιστής |
construct. | combined overflow spillway and culvert | τεχνικόν έργον εκκενώσεως τύπου φρέατος συνδεδυασμένον με υπόγειον υδαταγωγόν |
IT, dat.proc. | data overflow onto a neighboring cell | υπερχείλιση δεδομένων σε γειτονικό κελί |
IT, dat.proc. | field overflow | υπερχείλιση πεδίου |
chem. | flash overflow mold | καλούπι "μαχαίρι" με διάταξη αποκοπής φύρας |
chem. | flash overflow mould | καλούπι "μαχαίρι" με διάταξη αποκοπής φύρας |
construct. | non-overflow dam | μη εκχειλιζόμενον φράγμα |
IT | order N overflow prohibition | απαγόρευση υπερχείλισης τάξης N |
el. | overflow alarm bit | μπιτ υπερχείλισης |
el. | overflow alarm bit | δυφίο ειδοποίησης υπερχείλισης |
el. | overflow alarm bit | δυαδικό ψηφίο υπερχείλισης |
IT, dat.proc. | overflow area | περιοχή υπερχείλισης |
comp., MS | overflow area | περιοχή υπερχείλισης (An area that holds overflow text and is not visible on the screen) |
industr., construct., met. | overflow capacity | χωρητικότητα μέχρι χείλους |
IT, dat.proc. | overflow check | έλεγχος υπερχείλισης |
IT | overflow check indicator | ενδείκτης υπερχείλισης |
comp., MS | overflow chevron | διάσημα υπερχείλισης (The double angle bracket denoting an overflow button control) |
IT | overflow counter | απαριθμητής υπερχείλισης |
construct. | overflow dam | υπερχειλιζόμενο φράγμα |
life.sc. | overflow density currents | ρεύματα πυκνότητος διερχόμενα άνωθεν |
construct. | overflow diversion dam | εκχειλιζόμενον φράγμα εκτροπής |
mech.eng., construct. | overflow funnel | παροχετευτικός βραχίων σωληνώσεως |
industr., construct., mech.eng. | overflow groove | αύλαξ διαφυγής |
earth.sc., mech.eng. | overflow head | μανομετρικό υπερχείλισης |
earth.sc., mech.eng. | overflow height | μανομετρικό υπερχείλισης |
med. | overflow incontinence | ακράτεια από υπερχείλιση |
med. | overflow incontinence | παράδοξη ακράτεια |
med. | overflow incontinence | παθητική ακράτεια |
IT | overflow indication | ένδειξη υπερχείλισης |
IT, el. | overflow indicator | δείκτης υπερχείλισης |
agric. | overflow line | σωλήνωση επιστροφής στο δοχείο |
commun. | overflow meter | μετρητής εκστροφών |
commun. | overflow metre | μετρητής εκστροφών |
IT | overflow operation | λειτουργία υπερχείλισης |
transp. | overflow permit | άδεια υπέρβασης |
mech.eng. | overflow pipe | "επιστρεφόμενα" |
mech.eng. | overflow pipe | αγωγός επιστροφής |
chem. | overflow pipe | αγωγός καθόδου |
agric. | overflow pipe | σωλήνωση επιστροφής στο δοχείο |
transp., chem. | overflow pipe | σωλήνας υπερπλήρωσης |
mech.eng. | overflow pipe | αγωγός υπερχείλισης |
agric. | overflow pipe | σωλήνας υπερχείλισης |
transp., chem. | overflow port | στόμιο υπερπλήρωσης |
el. | overflow position | θέση υπερροής |
industr., construct., met. | overflow process | μέθοδος τροφοδοσίας με υπερχείλιση |
IT | overflow register | καταχωρητής υπερχείλισης |
polit., construct. | overflow room | αίθουσα ακρόασης |
environ. | overflow safety device for oil tanks | ασφαλιστική βαλβίδα υπερχείλισης πετρελαιοδεξαμενών |
construct. | overflow shaft | φρέατα υπερχειλίσεως |
met. | overflow spout | κανάλι ανάγκης |
met. | overflow spout | κανάλι υπερχείλισης |
transp. | overflow system | σύστημα υπέρβασης |
commun. | overflow traffic | κίνηση υπερροής |
earth.sc., life.sc. | overflow turbidity currents | θολά ρεύματα διερχόμενα άνωθεν |
mech.eng. | overflow valve | ανακουφιστική βαλβίδα |
mech.eng. | overflow valve | βαλβίδα υπερχείλισης |
forestr. | overflow valve | βαλβίδες υπερχείλισης |
mech.eng. | overflow valve | βαλβίδα υπερπλήρωσης |
forestr. | overflow valve | βαλβίδα ανακούφισης |
met., mech.eng. | overflow well | φρεάτιο εξαερισμού |
met., mech.eng. | overflow well | υπερχείλιση |
met., mech.eng. | overflow well | φρεάτιο υπερχείλισης |
commun. | percentage overflow | ποσοστιαία υπερροή |
environ. | sewer overflow | υπερχειλιστής ομβρίων υδάτων |
environ. | storm overflow | διάταξη υπερχείλισης ομβρίων |
environ. | storm-overflow | υπερχειλιστής ομβρίων υδάτων |
environ. | storm-water overflow | υπερχειλιστής ομβρίων υδάτων |
environ. | stormwater overflow chamber | δεξαμενή υπερχείλισης ομβρίων |