Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms containing
normalized
|
all forms
|
exact matches only
Subject
English
Greek
met.
flame
normalizing
ανόπτηση για εξομάλυνση με φλόγα καυσίμου αερίου
el.
immittance matrix of a polyphase element in
normalized
components
μήτρα συνθέτων αντιστάσεων ή αγωγιμοτήτων ενός πολυφασικού στοιχείου σε κανονικοποιημένες συνιστώσες
earth.sc.
laboratory
normalized
impact sound pressure level
εργαστηριακή κανονικοποιημένη στάθμη ηχητικής πίεσης
el.
normalized
admittance
ανηγμένη σύνθετη αγωγιμότητα
el.
normalized
angle
κανονικοποιημένη γωνία
el.
normalized
carrier-to-noise power ratio
κανονικοποιημένος λόγος ισχύος φέρουσας προς θόρυβο
el.
normalized
complex wave amplitude
ανοιγμένο μιγαδικό πλάτος κύματος
el.
normalized
complex wave amplitude
κανονικοποιημένο μιγαδικό πλάτος κύματος
el.
normalized
components
κανονικοποιημένες συνιστώσες
el.
normalized
frequency
παράμετρος V
el.
normalized
frequency
τιμή V
el.
normalized
frequency
κανονικοποιημένη συχνότητα
el.
normalized
frequency departure
κανονικοποιημένη απορρύθμιση συχνότητας
el.
normalized
frequency difference
κανονικοποιημένη διαφορά συχνότητας
el.
normalized
frequency drift
κανονικοποιημένη ολίσθηση συχνότητας
el.
normalized
frequency fluctuation
κανονικοποιημένη διακύμανση συχνότητας
el.
normalized
frequency instability
κανονικοποιημένη αστάθεια συχνότητας
el.
normalized
Gaussian distribution
κανονικοποιημένη κατανομή Γκάους
IT, el.
normalized
impedance
κανονικοποιημένη σύνθετη αντίσταση
el.
normalized
impedance
ανηγμένη σύνθετη αντίσταση
el.
normalized
off-axis angle
κανονικοποιημένη γωνία αναφορικά με τον άξονα
el.
normalized
offset
κανονικοποιημένη απόσταση
el.
normalized
offset
κανονικοποιημένη μετατόπιση
el.
normalized
on-axis field strength
κανονικοποιημένη αξονική ένταση πεδίου
el.
normalized
power spectral density
κανονικοποιημένη φασματική πυκνότητα
el.
normalized
power spectrum
κανονικοποιημένο φάσμα ισχύος
el.
normalized
signal-to-noise ratio
κανονικοποιημένος λόγος σήματος προς θόρυβο
met.
normalized
state
κατάσταση εξομάλυνσης
met.
normalized
state
κανονικοποιημένη κατάσταση
el.
normalized
test signal level
κανονικοποιημένη στάθμη σήματος δοκιμής
el.
normalized
transmission loss
κανονικοποιημένη απώλεια μετάδοσης
el.
normalized
vestigial carrier power
κανονικοποιημένη παραμένουσα ισχύς φέρουσας
IT, el.
normalized
waveguide width
κανονικοποιημένο πλάτος κυματοδηγού
met.
normalizing
furnace
κάμινος εξομάλυνσης
market., fin.
normalizing
method
μέθοδος ομαλοποίησης
stat.
normalizing
transformation
μετασχηματισμός κανονικοποίησης
el.
signal-to-noise ratio
normalized
to the modulation rate
λόγος σήματος προς θόρυβο κανονικοποιημένος ως προς την ταχύτητα διαμόρφωσης
el.
symmetrical
normalized
components
συμμετρικές κανονικοποιημένες συνιστώσες
Get short URL