Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms containing
multiplying
|
all forms
|
exact matches only
Subject
English
Greek
el.
emitter-
multiplied
avalanche breakdown voltage
τάση διάσπασης συλλέκτη-εκπομπού
tech., chem.
exponential
multiplying
factor
συντελεστής εκθετικού πολλαπλασιασμού
agric.
multiplied
seed
σπόροι προς σπορά που έχουν υποστεί πολλαπλασιασμό
transp., mech.eng.
multiplied
speed
πολλαπλασιασμένος αριθμός στροφών
transp., mech.eng.
multiplied
speed
πολλαπλασιασμένη ταχύτητα
tech., industr., construct.
multiply
board
πολυστρωματικό χαρτόνι
chem.
multiplying
factor
πολλαπλασιαστικός συντελεστής
agric.
multiplying
farm
εκτροφή για αναπαραγωγή
agric.
multiplying
farmer
αγρότης που ασχολείται με τον πολλαπλασιασμό
gen.
multiplying
medium
μέσο ικανό για τον πολλαπλασιασμό των νετρονίων
IT
multiplying
punch
υπολογιστική διατρητική
econ.
quantities
multiplied
by prices
ποσότητες πολλαπλασιασμένες επί τις τιμές
health.
voltage-
multiplying
generator
γεννήτρια πολλαπλασιασμού τάσης
health.
voltage-
multiplying
generator
γεννήτρια καταιγισμού
Get short URL