Subject | English | Greek |
stat., tech. | continuous multi-level sampling plan | σχέδιο συνεχούς δειγματοληψίας πολλαπλού επιπέδου |
commun., IT | digital multi-level frequency hopping technique | τεχνική ψηφιακής συχνότητας πολλαπλών επιπέδων |
commun. | FSK multi-level modulation | διαμόρφωση FSK πολλών καταστάσεων |
dat.proc., life.sc. | multi-level biometrics | πολυτροπικά στοιχεία βιομετρίας |
el. | multi-level carrier trap | παγίδα φορέων πολλαπλής στάθμης |
IT | multi-level code | πολυεπίπεδος κώδικας |
stat., scient. | multi-level continuous sampling plans | σχέδια δειγματοληψίας πολλών επιπέδων συνεχούς διαδικασίας |
stat. | multi-level continuous sampling plans | πολυεπίπεδα συνεχή δειγματοληπτικά σχέδια |
IT, dat.proc. | multi-level database | βάση δεδομένων πολυιεραρχικής δομής |
work.fl. | multi-level description | διεπίπεδος περιγραφή |
el. | multi-level digital signal | πολυσταθμικό ψηφιακό σήμα |
el. | multi-level error coding | πολυσταθμική κωδικοποίηση σφάλματος |
market. | multi-level franchise | πολυδικαιοδόχος |
el. | multi-level gating | πύλες σε σειρά |
el. | multi-level gating | σύνδεση πυλών πολλαπλών επιπέδων |
el. | multi-level gating | διαδοχικές πύλες πολλαπλών επιπέδων |
gen. | multi-level governance | πολυεπίπεδη διακυβέρνηση |
IT, dat.proc. | multi-level index | ευρετήριο πολλαπλών κριτηρίων |
IT, dat.proc. | multi-level indexation | ευρετηριασμός βάσει πολλαπλών κριτηρίων |
IT, dat.proc. | multi-level macro | μακροεντολή πολλών επιπέδων |
transp. | multi-level marshalling yard | σταθμός με γραμμές σε διάφορες στάθμες |
transp. | multi-level marshalling yard | σταθμός με γραμμές σε διάφορα επίπεδα |
IT | multi-level priority | προτεραιότητα πολλαπλών επιπέδων |
IT, dat.proc. | multi-level program | πρόγραμμα πολλών επιπέδων |
el. | multi-level PSK modulation | σταθμική διαμόρφωση PSK |
IT | multi-level security | πολυεπίπεδη ασφάλεια |
IT | multi-level security mode | κατάλληλη εφαρμογή προγραμμάτων |
IT | multi-level security mode | κατάσταση πολυεπίπεδης διασφάλισης |
IT, dat.proc. | multi-level sort | ταξινόμηση βάσει πολλαπλών κριτηρίων |
transp. | multi-level station | πολυόροφος σταθμός |
transp. | multi-level station | σταθμός με γραμμές σε διάφορα επίπεδα |
transp. | multi-level station | σταθμός με γραμμές σε διάφορες στάθμες |
el. | orthogonal multi-level system | ορθογώνιο πολυσταθμικό σύστημα |