Subject | English | Greek |
met. | a fine lamellar pearlite in the initial condition acts in the same way | μια αρχική δομή από λεπτές λωρίδες προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμα |
IT | administrative initial program load | διοικητική αρχική φόρτωση προγράμματος |
transp., avia. | airport of initial departure | αεροδρόμιο αρχικής αναχωρήσεως |
econ. | an initial series of loans | μια πρώτη σειρά χορηγουμένων δανείων |
IT, dat.proc. | ascending initial | υπερυψωμένο αρχικό γράμμα |
nat.sc. | cambial initial | Αρχικό κύτταρο καμβίου |
nat.sc. | cambium initial | Αρχικό κύτταρο καμβίου |
gen. | Committee for implementation of the directive on the initial qualification and periodic training of drivers of certain road vehicles for the carriage of goods or passengers | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών |
tech., industr., construct. | cops wound on initial cones | μασούρια τυλιγμένα σε κώνους για έναρξη επεξεργασίας |
fin. | country of initial marketing | χώρα της πρώτης διαθέσεως του προϊόντος |
IT, dat.proc. | decorative initial | διακοσμητικά πλάγια γράμματα |
gen. | deuterium oxide initial inventory | αρχικό απόθεμα D2O |
gen. | deuterium oxide initial inventory | αρχική περιεχομένη ποσότης D2O |
gen. | deuterium oxide initial inventory | αρχική περιεχομένη ποσότης βαρέος ύδατος |
gen. | deuterium oxide initial inventory | αρχικό απόθεμα βαρέος ύδατος |
gen. | D2O initial inventory | αρχικό απόθεμα D2O |
gen. | D2O initial inventory | αρχική περιεχομένη ποσότης βαρέος ύδατος |
gen. | D2O initial inventory | αρχικό απόθεμα βαρέος ύδατος |
gen. | D2O initial inventory | αρχική περιεχομένη ποσότης D2O |
IT | drop initial | υποεκτεταμένο αρχικό |
med. | duplication time of initial weight | περίοδος διπλασιασμού του βάρους γεννήσεως |
tech. | EC attestation of initial type-testing | βεβαίωση "EK" αρχικής δοκιμής τύπου |
law | EEC initial verification | αρχικός έλεγχος ΕΟΚ |
law | EEC initial verification mark | σήμα αρχικού ελέγχου ΕΟΚ |
law | EEC initial verification tests | δοκιμές αρχικού ελέγχου ΕΟΚ |
law | EEC pattern approval sign for instruments exempt from initial verification | σήμα έγκρισης προτύπου ΕΟΚ σε περίπτωση απαλλαγής από τον αρχικό έλεγχο |
el. | effective initial voltage | αρχική τάση σε ενέργεια |
gen. | European initiative on the exchange of young officers during their initial training inspired by Erasmus | ευρωπαϊκό Erasmus |
gen. | European initiative on the exchange of young officers during their initial training inspired by Erasmus | ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για την ανταλλαγή νέων αξιωματικών |
law | for an initial period of five years after the entry into force of this Treaty | κατά τη διάρκεια μιας πρώτης περιόδου πέντε ετών από την έναρξη της ισχύος της παρούσης συνθήκης |
commer., invest. | franchisee initial investment | αρχική επένδυση του δικαιοδόχου |
market. | franchisee initial training | αρχικό στάδιο εκπαίδευσης του δικαιοδόχου |
nat.sc. | fusiform cambial initial | αρχικά αγωγών στοιχεία καμβίου |
nat.sc. | fusiform initial | αρχικά αγωγών στοιχεία καμβίου |
econ. | group of durable goods needed for an initial installation | αγορά μιας ομάδας διαρκών αγαθών που απαιτούνται για την αρχική εγκατάσταση |
fin. | heading to which the initial expenditure was charged | κονδύλι το οποίο επιβαρύνθηκε με την αρχική δαπάνη |
fin. | heading to which the initial expenditure was charged | γραμμή η οποία επιβαρύνθηκε με την αρχική δαπάνη |
IT, dat.proc. | illuminated initial | διακοσμητικά πλάγια γράμματα |
industr., construct. | initial absorption | αρχική απορρόφησις |
life.sc. | initial abstraction | αρχική υφαίρεσις |
life.sc. | initial-abstraction retention | συγκράτησις αρχικής υφαιρέσεως |
commun. | initial address | αρχική διεύθυνση |
IT | initial address buffer | ενδιάμεση μνήμη αρχικών διευθύνσεων |
IT | initial address confirmation pointer | δείκτης επιβεβαίωσης αρχικής διεύθυνσης |
el. | initial address information | πληροφορία αρχικής διεύθυνσης |
el. | initial address message | μήνυμα αρχικής διεύθυνσης |
IT | initial address service pointer | δείκτης υπηρεσίας αρχικής διεύθυνσης |
stat., social.sc. | initial age distribution | αρχική κατά ηλικία κατανομή |
agric., fish.farm. | initial aid | ενίσχυση εκκίνησης |
fin., econ., account. | initial allocation | αρχικό κονδύλιο |
fin. | initial allocation entered in the budget | αρχικό κονδύλιο που εγγράφεται στον προϋπολογισμό |
ed. | initial and continuing training | αρχική και συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση |
ed. | initial and continuing training of teachers | αρχική και συνεχής εκπαίδευση των εκπαιδευτικών ; αρχική και συνεχής κατάρτιση των εκπαιδευτικών |
law | initial and continuing vocational training | αρχική επαγγελματική εκπαίδευση και συνεχής κατάρτιση |
ed. | initial and in-service training | αρχική και συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση |
gen. | initial announcement | προκαταρκτική ανακοίνωση |
gen. | initial announcement | πρώτη ανακοίνωση |
gen. | initial application | αρχική αίτηση |
commun., transp. | initial approach | αρχική προσέγγιση |
transp., avia. | initial approach segment | τμήμα αρχικής προσέγγισης |
transp., avia. | initial approach segment | αρχικό τμήμα προσέγγισης |
fin. | initial appropriations | αρχικές πιστώσεις |
el. | initial approximations to the eigen values | αρχική προσέγγιση των ιδιοτιμών |
chem. | initial boiling point | αρχικό σημείο βρασμού |
chem. | initial boiling point of a fraction | αρχικό σημείo ζέσεως κλάσματoς |
fin., insur. | initial capital | ιδρυτικό κεφάλαιο |
insur. | initial capital | εγγυητικό κεφάλαιο |
fin., insur. | initial capital | αρχικό κεφάλαιο |
fin. | initial capital of the ECB | αρχικό κεφάλαιο της ΕΚΤ |
fin., tax. | initial capital tax | φόρος εισφοράς |
med. | initial cell | αρχικό κύτταρο |
med. | initial cell | αρχέγονο κύτταρο |
el. | initial charge | αρχικό φορτίο |
commun. | initial charge | αρχικό τέλος |
earth.sc., mech.eng. | initial charge | αρχική πλήρωση |
gen. | initial classification | αρχική κατάταξη |
transp., avia. | initial climb | αρχικό στάδιο ανόδου |
transp., avia. | initial climb | Αρχική άνοδος |
astronaut., transp. | initial climb-out speed | Αρχική ταχύτητα ανόδου |
industr., construct. | initial coating | αρχικό επίστρωμα |
el. | initial collector-emitter breakdown voltage | τάση αρχική διάσπασης συλλέκτη-εκπομπού |
market. | initial commitment to liberalize trade | αρχική ανάληψη υποχρεώσεων για την απελευθέρωση του εμπορίου |
comp., MS | initial communication | αρχική επικοινωνία (The first contact, for example by email or telephone, with a lead or customer) |
transp., construct. | initial compaction | αρχική συμπύκνωση |
med. | initial complex | εναρκτήριο σύμπλοκο |
med. | initial complex | αρχικό σύμπλεγμα |
IT, dat.proc. | initial condition | συνθήκη εισόδου |
commun. | initial condition | αρχική συνθήκη |
el. | initial condition | αρχική κατάσταση |
tech., industr., construct. | initial cone for rocket bobbins | αρχικό τμήμα της μπομπίνας για τροφοδοσία υφαδιού ασάιτων αργαλειών |
tech., industr., construct. | initial cone for supercops | αρχικό τμήμα περιέλιξης του μασουριού για σαΐτα αργαλειού |
commun. | initial connection | αρχική σύνδεση |
fin., commun. | initial connection charge | αρχικό τέλος |
earth.sc., mech.eng. | initial contamination | αρχική ρύπανση |
earth.sc. | initial conversion ratio | αρχική σχέση μετατροπής |
gen. | initial core | αρχικό φορτίο πυρήνα αντιδραστήρα |
nucl.pow. | initial core enrichment | αρχικός εμπλουτισμός του πυρήνα% %BE BTL |
econ. | initial cost | αρχική τιμή |
econ. | initial cost | αρχικό κόστος |
transp. | initial costs | αρχικό εκτημητέο κόστος |
transp. | initial costs | αρχικό κόστος |
law, account., commer. | initial costs | έξοδα εκκίνησης |
gen. | initial criticality | πρώτη κρισιμότης |
gen. | initial criticality | αρχική κρισιμότης |
earth.sc., mater.sc. | initial cross-section | αρχική διατομή |
med. | initial cry | επιληπτική κραυγή |
met., el. | initial current | αρχικό ρεύμα |
IT | initial cycle error | σφάλμα αρχικού κύκλου |
mater.sc., met. | initial deflection | αρχική εκτροπή |
med. | initial delirium | αρχικό πυρετικό παραλήρημα |
insur. | initial derogation | αρχική παρέκκλιση |
life.sc. | initial detention | αρχική υδατοσυγκράτησις |
met., el. | initial die opening | αρχική απόσταση άκρων ηλεκτροδίων |
account. | initial direct costs | αρχικό άμεσο κόστος |
mech.eng. | initial disassembly | αρχική αποσυναρμολόγηση |
fin. | initial dividend | πρώτο μέρισμα |
el. | initial doping level | Στάθμη αρχικής νόθευσης |
med. | initial dose | αρχική δόση |
el. | initial downward inclination of the cut-off | αρχική προς τα κάτω κλίση της αποκοπής |
ed. | initial education | επίσημη τυπική εκπαίδευση |
fin. | initial equity | αρχική επιχορήγηση |
health., pharma. | initial evaluation | αρχική αξιολόγηση |
med. | initial evaluation of formulations | αρχική ανάλυση των συνθέσεων |
astronaut., transp. | initial excitation | αρχική διέγερση |
mech.eng., el. | initial excitation system response | αρχική απόκριση συστήματος διέγερσης |
fin. | initial expenditure | αρχική δαπάνη |
el. | initial failure period | περίοδος πρόωρης φθοράς |
agric. | initial fattening | αρχική πάχυνση |
med. | initial fever | αρχικός πυρετός |
med. | initial fibril convulsion | αρχικός πυρετικός σπασμός |
mater.sc. | initial fire | αρχική πυρκαγιά |
agric. | initial fire-control | αρχική περίοδος |
life.sc. | initial flood | αρχική πλημμύρα |
nat.sc., life.sc. | initial foliage storage | αρχική αποθήκευσις επί φυλλώματος |
tech., el. | initial footcandles | αρχικός φωτισμός |
tech., el. | initial footcandles | αρχικός αριθμός λούμεν ανά τετραγωνικό πόδι |
met. | initial force | αρχική δύναμη |
agric., mech.eng. | initial freezing temperature | θερμοκρασία έναρξης σχηματισμού πάγου |
industr., construct., mech.eng. | initial front bevel | αρχική εμπροσθία λοξοτομία |
insur. | initial fund | αρχικό κεφάλαιο |
fin., insur. | initial fund | ιδρυτικό κεφάλαιο |
agric., mech.eng. | initial fusion temperature | θερμοκρασία έναρξης της τήξης |
met. | initial gap | αρχικό άνοιγμα |
chem., el. | initial gas-in-place | αρχικό αέριο στο κοίτασμα |
met. | initial gauge length | αρχικό μήκος μέτρησης |
lab.law. | initial grade | βαθμός εισαγωγικός |
lab.law. | initial grade | εισαγωγικός βαθμός |
lab.law. | initial grade | αρχικός βαθμός |
agric. | initial grain moisture | αρχική υγρασία των κόκκων |
agric. | initial grain moisture | αρχική υγρασία του σπόρου |
IT | initial graphic exchange specifications | προδιαγραφές iges |
med. | initial heat | αρχική θερμότητα |
med. | initial hernia | αρχόμενη βουβωνοκήλη |
lab.law., transp., construct. | initial incapacity | αρχική ανικανότητα |
gen. | initial in-pile restructuring | αρχική αναδιάταξη εντός της πυρηνικής στήλης |
transp., nautic. | initial inspection | αρχική επιθεώρηση |
market., fin. | initial inventory | απόθεμα αρχής χρήσης |
gen. | initial inventory | αρχική απογραφή |
fin. | initial investment | αρχική επένδυση |
commer., invest. | initial investment in an industrial franchise | αρχική επένδυση σε σύστημα ενοποιημένης βιομηχανικής παρουσίας |
earth.sc. | initial ionization | προϊονισμός |
transp., avia. | initial issue of an AOC | αρχική έκδοση Πιστοποιητικού Αερομεταφορέα |
environ. | initial level of water pollution | αρχικό επίπεδο ρύπανσης των υδάτων |
industr., construct. | initial loading | αρχική απορρόφησις |
el. | initial magnetization curve | αρχική καμπύλη μαγνήτισης |
law | initial manufacturing know-how | αρχική τεχνολογία κατασκευής |
fin. | initial margin | αρχικό περιθώριο |
fin. | initial margin | αρχική κατάθεση |
fin. | initial margin | αρχική εγγύηση |
fin. | initial margin requirement | αρχική απαίτηση περιθωρίου |
fin. | initial margins | αρχικά περιθώρια |
health., pharma. | initial marketing authorisation application | αιτήσεις για χορήγηση αρχικής άδειας κυκλοφορίας |
gen. | initial mass | αρχική μάζα |
comp., MS | Initial master | αρχικός πρωτεύων φάκελος (A shared folder whose existing files and folders are replicated to other shared folders when replication is initially configured. After replication is complete, there is no initial master, since any of the replicas can accept changes and propagate them to the other replicas. The initial master then becomes another replica) |
fin. | initial maturity | αρχική προθεσμία λήξης |
fin. | initial maturity | αρχική διάρκεια |
chem. | initial monomer | αρχικό μονομερές |
agric. | initial month | αρχικός μήνας |
econ., market. | initial negotiating right | αρχικό διαπραγματευτικό δικαίωμα |
health. | initial noise | αρχικός θόρυβος |
fin. | initial note rate | αρχικό επιτόκιο υποθήκης |
fin. | initial offering price | αρχική τιμή προσφοράς |
fish.farm. | initial on-growing basin | δεξαμενή προπάχυνσης |
gen. | initial operating capability | αρχική επιχειρησιακή δυνατότητα |
gen. | initial operational capability | αρχική επιχειρησιακή δυνατότητα |
transp. | initial or final road leg of combined transport operations | αρχική ή τελική οδική διαδρομή συνδυασμένων μεταφορών |
fin., busin., labor.org. | initial or original margin | ελάχιστη κατάθεση εγγύησης; περιθώριο εγγύησης; περιθώριο ασφάλισης |
earth.sc. | initial oscillation | ταλάντωση αρχική |
el. | initial output test | αρχική δοκιμή εκφόρτισης |
met. | initial overhang | αρχική προεξοχή |
comp., MS | Initial page | αρχική σελίδα (The page that is initially displayed in a frame when a site visitor browses to a frames page containing the frame) |
med. | initial pain | διάττων πόνος |
med. | initial pain | αστραπιαίος πόνος |
nat.sc. | initial parenchyma | αρχικόν οριακόν παρέγχυμα |
patents. | initial payment | αρχική καταβολή |
tax. | initial payment | αρχική πληρωμή |
gen. | initial period | αρχική περίοδος |
el. | initial permeability | αρχική διαπερατότητα |
med. | initial phase | εισαγωγή |
med. | initial phase | αρχική φάση |
gen. | Initial Planning Conference | Αρχική σύσκεψη σχεδίασης |
gen. | Initial Planning Guidance | αρχικοί προσανατολισμοί σχεδιασμού |
gen. | Initial Planning Meeting | συνεδρίαση αρχικού σχεδιασμού |
life.sc. | initial point | σημείο αφετηρίας |
life.sc. | initial point | αρχικό σημείο |
earth.sc., mech.eng. | initial position | αρχική θέση |
lab.law. | initial post | αρχικός βαθμός |
lab.law. | initial post | εισαγωγικός βαθμός |
med. | initial potency | αρχική ισχύς |
gen. | initial power raising | θέση υπό ισχύ για πρώτη φορά |
insur. | initial premium | αρχικό ασφάλιστρο |
met. | initial pressure | αρχική πίεση |
earth.sc., mech.eng. | initial pressure in a vessel | αρχική πίεση σε ένα δοχείο |
econ. | initial price | αρχικό κόστος |
econ. | initial price | αρχική τιμή |
IT | initial program | αρχικό πρόγραμμα |
IT | initial program load | αρχικός φόρτος προγράμματος |
fin. | initial public offering | Αρχική δημόσια προσφορά |
fin. | initial public offering | άμεση διαπραγμάτευση |
fin. | initial public offering | εισαγωγή στο χρηματιστήριο |
el. | initial pulse indication | ένδειξη αρχικού παλμού |
fin. | initial quota | αρχική ποσόστωση |
life.sc. | initial rainfall | αρχική βροχόπτωσις |
el. | initial request message | μήνυμα αρχικής αίτησης |
transp. | initial road haulage | αρχική οδική διαδρομή |
med. | initial segment | αρχικό τμήμα |
fin. | initial series of loans | μια πρώτη σειρά δανείων |
transp., mater.sc. | initial series unit | κεφαλή σειράς παραγωγής |
chem., construct. | initial set | αρχή πήξεως |
agric., industr., construct. | initial set | αρχική κατάστασις |
mech.eng. | initial set of a spring | αρχική τάση ελατηρίου |
met., mech.eng. | initial setting motion | γρήγορη κίνηση εργαλείου |
mater.sc., construct. | initial setting time | διάρκεια αρχής πήξεως |
fin. | initial settlement date | αρχική ημερομηνία λήξης |
fin. | initial share | μετοχή αμοιβής |
fin. | initial share | μετοχή σε αντάλλαγμα εισφοράς |
fin. | initial share | μετοχή έναντι εισφοράς σε είδος |
agric. | initial shift | αρχική περίοδος |
el. | initial signal unit | οδηγούσα μονάδα σήματος |
el. | initial signal unit | μονάδα αρχικής σηματοδότησης |
lab.law. | initial skill adaptation training | μύηση στην εργασία |
comp., MS | initial snapshot | αρχικό στιγμιότυπο (Files that include schema and data, constraints, extended properties, indexes, triggers, and system tables that are necessary for replication) |
life.sc. | initial soil of storage | αρχική αποθήκευσις εντός εδάφους |
earth.sc., mech.eng. | initial starting | διαδικασία θέσεως σε λειτουργία |
IT | initial state | αρχική κατάσταση |
market., fin. | initial stock | απόθεμα αρχής χρήσης |
life.sc. | initial storage | αρχική υδαταποθήκευσις |
earth.sc., construct. | initial stress method | μέθοδος αρχικών τάσεων |
met. | initial structure | αρχική δομή |
law, commer. | initial support contract | σύμβαση αρχικής υποστήριξης |
transp. | initial survey | αρχική επιθεώρηση |
el. | initial susceptibility | αρχική επιδεκτικότητα |
mech.eng., el. | initial symmetrical short-circuit current | αρχικό συμμετρικό ρεύμα βραχυκύκλωσης |
med. | initial symptom | αρχικό σύμπτωμα |
med. | initial synchrome | αρχικό σύνδρομο |
chem., el. | initial system design pressure | ονομαστική πίεση εν ψυχρώ |
ed. | initial teacher training | αρχική κατάρτιση των εκπαιδευτικών; βασική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών |
econ., agric., chem. | initial temperature | αρχική θερμοκρασία |
mech.eng. | initial tension of a spring | αρχική τάση ελατηρίου |
el. | initial test temperature | αρχική θερμοκρασία |
transp., mater.sc. | initial torque | αρχική σύσφιγξη |
transp., mater.sc. | initial torque | αρχική ροπή |
environ. | initial training Any education, instruction or discipline occurring at the beginning of an activity, task, occupation or life span | αρχική κατάρτιση |
transp., avia. | initial training | αρχική εκπαίδευση |
ed. | initial training | αρχική επαγγελματική εκπαίδευση |
ed. | initial training | αρχική κατάρτιση |
lab.law. | initial training programme | πρόγραμμα βασικής εκπαιδεύσεως |
med. | initial tuberculous focus | πρωτοπαθές σύμπλεγμα φυματίωσης |
industr., construct. | initial twist | αρχική στρίψη |
earth.sc., mech.eng. | initial unbalance | αζυγοσταθμία ακατέργαστου λειαντικού τροχού |
industr., construct. | initial uptake | αρχική απορρόφησις |
comp., MS | initial usage time | αρχικός χρόνος χρήσης (The amount of time a FlexGo computer can be used before downloading its first packet (adding time)) |
market., fin. | initial value | τιμή κτήσεως |
market., fin. | initial value | τιμή αγοράς |
law | initial variety | αρχική ποικιλία |
met. | initial velocity | αρχική ταχύτητα |
ed., lab.law. | initial vocational training | αρχική επαγγελματική κατάρτιση |
law | initial vocational training | αρχική επαγγελματική εκπαίδευση |
chem. | initial voltage | αρχικό δυναμικό |
IT, el. | initial voltage tolerance | αρχική ανοχή τάσης |
med. | initial weight | βάρος γέννησης |
agric. | initial weight | αρχικό βάρος |
med. | initial weight | βάρος στη γέννηση |
industr., construct. | initial wet strength | αρχική αντοχή σε υγρή κατάσταση |
ed. | initial work experience | πρώτη επαγγελματική εμπειρία |
IT, dat.proc. | initial work specification | αρχική προδιαγραφή εργασίας |
law | initialled by President and Registrar | μονογραφή του προέδρου και του γραμματέα |
law | maximum permissible errors on EEC initial verification | μέγιστα ανεκτά σφάλματα στον αρχικό έλεγχο ΕΟΚ |
IT, dat.proc., el. | measured initial inclination | μετρούμενη αρχική κλίση |
fin. | minimum initial purchase | ελάχιστη αρχική αγορά |
IT | number of initial address | αριθμός αρχικής διεύθυνσης |
immigr. | official responsible for the initial check | υπάλληλος επιφορτισμένος με τον πρώτο έλεγχο στα σύνορα |
commun. | ornamental initial | διακοσμητικό γράμμα |
commun. | ornamental initial | κεφαλαίο γράμμα στην αρχή στήλης |
commun. | ornamental initial | διακοσμητικό αρχικό γράμμα |
tech., industr., construct. | package on initial cone | συσκευασία σε κώνο έναρξης |
law | place of EEC initial verification | τόπος του αρχικού ελέγχου ΕΟΚ |
law | position of EEC initial verification mark | θέση του σήματος αρχικού ελέγχου ΕΟΚ |
gen. | Pre-Initial Planning Conference | Προπαρασκευαστική σύσκεψη σχεδίασης |
gen. | Pre-Initial Planning Meeting | Προπαρασκευαστική σύσκεψη σχεδίασης |
IT, dat.proc. | raised initial | υπερεκτεταμένο αρχικό |
commun. | raised initial | υπερεκτεταμένο αρχικό' υπερυψωμένο αρχικό |
IT | raised initial | υπερυψωμένο αρχικό |
nat.sc. | ray cambial initial | αρχικά ακτίνων στοιχεία καμβίου |
nat.sc. | ray initial | αρχικά ακτίνων στοιχεία καμβίου |
law | refusal to carry out EEC initial verification | άρνηση για την διεξαγωγή αρχικού ελέγχου ΕΟΚ |
earth.sc., life.sc. | relative initial depth of hydraulic jump | σχετικόν βάθος ανάντη άλματος |
comp., MS | remote initial program load | απομακρυσμένη έναρξη φόρτωσης προγράμματος (The ability to start a computer from elsewhere on a network) |
med. | reproduction by way of initial bodies | αρχικά ενδοκυττάρια σωμάτια |
med. | request for initial treatment | αίτηση για θεραπεία πρώτου βαθμού |
el. | to return to initial position | επαναφέρω στην αρχική θέση |
tech., industr., construct. | rocket package on initial cone | μονοκωνική συσκευασία έναρξης |
chem. | SIDS Initial Assessment Profile | αρχικό προφίλ αξιολόγησης SIDS |
chem. | SIDS Initial Assessment Report | αρχική έκθεση αξιολόγησης SIDS |
IT, dat.proc., el. | stated initial inclination | δεδηλωμένη αρχική κλίση |
transp., mil., grnd.forc., tech. | steady initial road speed | αρχική σταθεροποιημένη ταχύτητα |
el. | system initial program load | συστημικός αρχικός φόρτος προγράμματος |
el. | system initial programme load | συστημικός αρχικός φόρτος προγράμματος |
agric., mech.eng. | temperature of initial ice formation | θερμοκρασία έναρξης σχηματισμού πάγου |
met. | the acicular structure, originating from the initial martensitic structure, can also be seen | η βελονοειδής μορφή,η οποία προέρχεται από την αρχική μαρτενσιτική δομή,παραμένει ακόμη ευκρινής |
gen. | the initial and transitional measures | τα αρχικά και μεταβατικά μέτρα |