Subject | English | Greek |
work.fl. | allocation of indexing terms | καταχώριση όρων ευρετηρίασης |
gen. | Association indexing | Συσχέτιση με χρήση δεικτών |
work.fl., IT | associative indexing | συσχετιστική ευρετηρίαση |
life.sc. | automatic vertical-circle indexing | αυτόματος δείκτης υψών |
commun., IT | block indexing | κατάταξη κατά ομάδες |
fin. | bond indexing | κατάταξη ομολογιών |
met. | brazing or soldering machine with an indexing rotating table | διάταξη συγκόλλησης με διακεκομμένη περιστροφή τραπεζιού |
IT, dat.proc. | card indexing | δεικτοδότηση δελτίου |
industr., construct. | card indexing tag | προεξέχουσα ετικέττα καρτέλλας ταξινόμησης |
work.fl. | catchword indexing | συνθηματική ευρετηρίαση |
work.fl. | chain indexing | αλυσωτή ευρετηρίαση |
work.fl., IT | citation indexing | ευρετηρίαση βάσει παραπομπών |
fin. | commodity-indexed bond | ομολογία καταχωρημένη επί βασικών προϊόντων |
gen. | Computer assisted indexing | Υπολογιστικά υποβοηθούμενη ευρετηρίαση |
gen. | Concept indexing | Επιλογή εννοιών |
work.fl., IT | consistency of indexing | συνέπεια ευρετηρίασης |
work.fl. | co-ordinate indexing | παρατακτική ευρετηρίαση |
work.fl., IT | coordinate indexing | παρατακτική ευρετηρίαση |
gen. | coordinate indexing | συνδυασμένη ευρετηρίαση ή υστεροσυνδυασμένη |
gen. | Coordinate indexing | Απόλυτη ταξινόμηση |
gen. | Correlative indexing | Συντονισμένη δεικτοδότηση |
gen. | Cumulative indexing | επισωρευτική ευρετηριοθέτηση |
work.fl., IT | depth of indexing | βάθος ευρετηρίασης |
met., mech.eng. | differential indexing | διαφορική διαίρεση |
met., mech.eng. | direct indexing | άμεση διαίρεση |
econ. | document indexing | ευρετηρίαση τεκμηρίων |
fin. | enhanced indexing | στρατηγική στάθμισης και αξιολόγησης ενός δείκτη τιμών |
work.fl., IT | free indexing | ευρετηρίαση βάσει ελεύθερων θεματικών επικεφαλίδων |
work.fl., IT | free indexing | ελεύθερη ευρετηρίαση |
fin. | fully indexed note rate | πλήρως τιμαριθμοποιημένος δείκτης δανείου με υπογραφή γραμματίου |
met., mech.eng. | generating grinding with indexing | βηματική λείανση με κύλιση |
math. | index number | δείκτης |
math. | index number | αριθμοδείκτης |
math. | index of Pareto | δείκτης Pareto |
IT, dat.proc. | indexed address | δεικτοδοτημένη διεύθυνση |
gen. | Indexed address | Προσδιορισμένη με δείκτη διεύθυνση |
IT, el. | indexed addressing | δεικτοδοτημένη διευθυνσιοδότηση |
insur. | indexed annuity | τιμαριθμοποιημένη πρόσοδος |
IT | indexed component | συνιστώσα με δείκτη θέσης |
fin. | indexed currency borrowings | δάνεια σε καταχωρημένο συνάλλαγμα |
fin. | indexed currency option note ICON | νόμισμα επιλογής "ICON" |
IT | indexed file | Δεικτοδοτημένο αρχείο |
fin. | indexed investment management | διαχείριση βάσει δεικτών |
fin. | indexed loan | τιμαριθμοποιημένο δάνειο |
fin. | indexed management | διαχείριση βάσει δεικτών |
IT | indexed sequential | Σειριακή με δείκτη |
comp., MS | indexed sequential access method | μέθοδος σειριακής πρόσβασης με ευρετήριο (A technique for indexing database records that allows sequential or random access of records. When records are accessed sequentially they are accessed in the order in which they were entered in the database, and when records are accessed randomly, the records are accessed through an index) |
gen. | Indexed sequential access method | Μέθοδος προσπέλασης σειριακή με δείκτη |
IT, dat.proc. | indexed sequential file | σειριακό αρχείο με ευρετήριο |
IT, dat.proc. | indexed sequential file | δεικτοδοτούμενο σειριακό αρχείο |
mech.eng. | indexing attachment | διαιρέτης |
work.fl., IT | indexing by free subject headings | ευρετηρίαση βάσει ελεύθερων θεματικών επικεφαλίδων |
work.fl., IT | indexing by key-phrases | ευρετηρίαση βάσει φράσεων-κλειδιών |
work.fl., IT | indexing by subject headings | ευρετηρίαση βάσει θεματικών επικεφαλίδων |
work.fl., IT | indexing by uniterms | ευρετηρίαση βάσει μονοόρων |
work.fl., IT | indexing by uniterms | ευρετηρίαση βάσει μονολεκτικών όρων |
work.fl., IT | indexing by weights | σταθμισμένη ευρετηρίαση |
mech.eng. | indexing center | διαιρέτης |
commun. | indexing desk | διάταξη αναγραφής κώδικα |
mech.eng. | indexing disc | δίσκος διαίρεσης |
mech.eng. | indexing disk | δίσκος διαίρεσης |
mech.eng. | indexing drum diameter | διάμετρος κυλινδρικού,βηματικά περιστρεφομένου,εργαλειοφορέα. |
mech.eng. | indexing head | κεφαλή διαίρεσης |
mech.eng. | indexing hole | οπή |
work.fl., IT | indexing language | γλώσσα ευρετηρίασης |
el. | indexing mechanism | μηχανισμός κατάληψης θέσης |
chem. | indexing mould | καλούπι για περιστροφική πρέσα |
econ., IT | indexing of costs | κωδικοποίηση κόστους |
environ. | indexing of documentation A service which creates a special contents list, containing titles, authors, abstracts, subject headings and other information, to describe a large number of publications and to be used in searchable, machine-readable (or printed) look-up tables | ευρετηρίαση εγγράφων |
environ. | indexing of documentation | ευρετηρίαση εγγράφων υλικού τεκμηρίωσης |
IT, scient. | indexing of stations | κωδικοποίηση σταθμών |
work.fl., IT | indexing phrase | φράση ευρετηρίασης |
industr., construct., chem. | indexing pip | Oδηγός συμπτώσεωςεσοχή |
mech.eng. | indexing plate | δίσκος διαίρεσης |
mech.eng. | indexing plunger | πείρος διαιρέτη |
fin. | indexing plus | στρατηγική στάθμισης και αξιολόγησης ενός δείκτη τιμών |
industr., construct., chem. | indexing press | Πρέσσα μαρκαρίσματος |
el. | indexing slot | σχισμή πόλωσης |
el. | indexing slot | πολική εγκοπή |
work.fl. | indexing system | σύστημα ευρετηρίασης |
work.fl., IT | indexing technique | τεχνική ευρετηρίασης |
met. | indexing template | σύνολο μιας κομματιαστής αντιγραφής και του φορείου της |
met. | indexing template holder | φορείο μιας κομματιαστής αντιγραφής |
work.fl. | indexing test | δοκιμή ευρετηρίασης |
work.fl. | indexing with descriptors | ευρετηρίαση με περιγραφείς |
met., mech.eng. | indexing with gear cutting attachment | έμμεση διαίρεση |
work.fl., IT | indexing with links | ευρετηρίαση με συνδέσμους |
work.fl. | indexing with notations | ευρετηρίαση με συμβολισμούς |
work.fl. | indexing with preferred terms | ευρετηρίαση με προτιμώμενους όρους |
work.fl. | indexing with prescribed vocabulary | ευρετηρίαση με προκαθορισμένο λεξιλόγιο |
work.fl. | indexing without preferred terms | ευρετηρίαση χωρίς προτιμώμενους όρους |
met., mech.eng. | indirect indexing | έμμεση διαίρεση |
work.fl., IT | intellectual indexing | διανοητική ταξινόμηση |
work.fl., IT | keyword indexing | ευρετηρίαση με λέξεις-κλειδιά |
work.fl., IT | keyword indexing | ευρετηρίαση βάσει λέξεων-κλειδιών |
work.fl., IT | keyword indexing by character strings | ευρετηρίαση με λέξεις-κλειδιά βάσει στοιχειοσειρών χαρακτήρων |
work.fl., IT | keyword indexing by roots | ευρετηρίαση βάσει ρίζών λέξεων-κλειδιών |
work.fl., IT | machine-aided indexing | πληροφορικοποιημένη ευρετηρίαση |
work.fl., IT | multilevel indexing | πολυσταθμική ευρετηρίαση |
fin. | optimisation approach to indexing | προσέγγιση βελτιστοποίησης με βάση την αξιολόγηση δεικτών |
fin. | optimization approach to indexing | προσέγγιση βελτιστοποίησης με βάση την αξιολόγηση δεικτών |
work.fl. | pre-natal indexing | ευρετηρίαση στην πηγή |
econ. | price indexing | τιμαριθμική αναπροσαρμογή |
work.fl., IT | prospective citation indexing | προβλεπτική ευρετηρίαση βάσει παραπομπών |
gen. | Queued indexed sequential access method | Μέθοδος προσπέλασης σειριακή με δείκτη σε ουρές αναμονής |
commun., IT | Random access document indexing retrieval | ανεύρεση τυχαίας πρόσβασης για κωδικοποίηση εγγράφων |
work.fl., IT | relational indexing | σχεσιακή ευρετηρίαση |
work.fl., IT | retrospective citation indexing | αναδρομική ευρετηρίαση βάσει παραπομπών |
mech.eng. | rotary indexing table drilling machine | δράπανο με κυκλικό τραπέζι |
insur. | share-indexed fund | κεφάλαιο που συνδέεται με δείκτη μετοχών |
work.fl. | specificity of indexing | ειδιότητα ευρετηρίασης |
fin. | stratified equity indexing | στρωματοποιημένη διαμόρφωση χαρτοφυλακίου με βάση την αξιολόγηση δεικτών |
fin. | stratified equity indexing | διαμόρφωση χαρτοφυλακίου κατά στρώματα με βάση την αξιολόγηση δεικτών |
fin. | stratified sampling approach to indexing | προσέγγιση στρωματοποιημένης δειγματοληψίας στη διαμόρφωση δεικτών |
fin. | stratified sampling bond indexing | διαμόρφωση δεικτών ομολόγων με στρωματοποιημένη δειγματοληψία |
work.fl., IT | text keyword indexing | ευρετηρίαση βάσει λέξεων-κλειδιών του κειμένου |
work.fl., IT | title keyword indexing | ευρετηρίαση βάσει λέξεων-κλειδιών του τίτλου |
mech.eng. | universal indexing head,universal dividing head | διαιρέτης universal |
econ. | wage indexing | τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών |
work.fl., IT | weighted indexing | σταθμισμένη ευρετηρίαση |