Subject | English | Greek |
social.sc. | Committee set up to implement the medium-term programme on equal opportunities for men and women | Επιτροπή για την εφαρμογή του μεσοπρόθεσμου προγράμματος για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών 1996-2000 |
law | Given that this INSTRUMENT builds upon the Schengen acquis, Denmark shall, in accordance with Article 4 of that Protocol, decide within a period of six months after the Council has decided on this INSTRUMENT whether it will implement it in its national law. | Δεδομένου ότι η παρούσα πράξη αποσκοπεί στην ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου, θα αποφασίσει, εντός εξαμήνου από την έκδοση της παρούσας πράξης από το Συμβούλιο, εάν θα την εφαρμόσει στο εθνικό της δίκαιο. |
commun. | implement a circuit,to | υλοποίηση κυκλώματος |
transp. | implement carrier | ρυμούλκα μεταφοράς μηχανών |
nat.sc., agric. | implement hoist | ανυψωτήρας εργαλείων |
mech.eng. | implement linkage | σύνδεση εργαλείου |
agric., mech.eng. | implement reaction | αντιστάσεις κατά την εργασία του αρότρου |
agric. | implement shed | μηχανοστάσιο |
agric. | implement shed | αποθήκη μηχανημάτων |
fin. | to implement the budget | εκτελώ τον προϋπολογισμό |
law | to implement the invention | υλοποιώ την εφεύρεση |
nat.sc., agric. | implement trailer | ρυμούλκα για την μεταφορά μηχανών |
gen. | implement tyre | ελαστικό επίσωτρο γεωργικού μηχανήματος |
gen. | Management Committee on support to bodies set up by the international community after conflicts either to take charge of the interim civilian administration of certain regions or to implement peace agreements | Επιτροπή διαχείρισης για την υποστήριξη ορισμένων οντοτήτων που συστάθηκαν από τη διεθνή κοινότητα μετά τις συγκρούσεις για την εξασφάλιση τόσο της προσωρινής πολιτικής διοίκησης ορισμένων περιοχών όσο και της εφαρμογής των ειρηνευτικών συμφωνιών |
IT | optional for operators to implement for their aim | προαιρετικό για τους φορείς εκμετάλλευσης για επίτευξη σκοπών τους |
fin. | powers to implement the budget | εκτελεστικές αρμοδιότητες |
gen. | the Commission shall implement the budget | η Eπιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό |
law | the provisions shall not preclude the possibility for any Party to prepare, adopt and implement measures independently | οι διατάξεις δεν αποκλείουν τη δυνατότητα κάθε συμβαλλόμενου μέρους να προετοιμάζει, να εγκρίνει και να εκτελεί μέτρα, ανεξάρτητα από τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη |
law | the provisions to implement this Article | οι διατάξεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου |
agric. | the tandem disc harrow is an implement for intensive crop cultivations | η δισκοβάρνα,με τη μία σειρά δίσκων όπισθεν της άλλης είναι ένα εργαλείο της εντατικής καλλιέργειας |