Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms containing
if inhaled
|
all forms
|
exact matches only
|
in specified order only
Subject
English
Greek
chem.
Fatal
if inhaled
.
Θανατηφόρο σε περίπτωση εισπνοής.
chem.
Harmful
if inhaled
.
Επιβλαβές σε περίπτωση εισπνοής.
gen.
harmful
if inhaled
βλαβερό όταν εισπνέεται
gen.
harmful
if inhaled
and if swallowed
βλαβερό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως
gen.
harmful
if inhaled
and in contact with skin
βλαβερό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
gen.
harmful
if inhaled
,in contact with skin and if swallowed
βλαβερό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
gen.
harmful:possible risk of irreversible effects
if inhaled
βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται
gen.
harmful:possible risk of irreversible effects
if inhaled
and if swallowed
βλαβερό:πιθανοί κίνδυνοι μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως
chem.
IF INHALED
:
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΠΝΟΗΣ:
chem.
IF INHALED
: If breathing is difficult, remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing.
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΠΝΟΗΣ: Εάν ο παθών έχει δύσπνοια, μεταφέρετέ τον στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή.
chem.
IF INHALED
: Remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing.
ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΙΣΠΝΟΗΣ: Μεταφέρετε τον παθόντα στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή.
chem.
May cause allergy or asthma symptoms or breathing difficulties
if inhaled
.
Μπορεί να προκαλέσει αλλεργία ή συμπτώματα άσθματος ή δύσπνοια σε περίπτωση εισπνοής.
gen.
may cause cancer
if inhaled
μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται
gen.
may cause sensitization
if inhaled
δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της εισπνοής
gen.
may cause sensitization
if inhaled
and in contact with the skin
δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της εισπνοής και επαφής με το δέρμα
chem.
Toxic
if inhaled
.
Τοξικό σε περίπτωση εισπνοής.
gen.
toxic
if inhaled
τοξικό όταν εισπνέεται
commer., health.
toxic
if inhaled
and if swallowed
τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως
gen.
toxic
if inhaled
and in contact with skin
τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
gen.
toxic
if inhaled
,in contact with skin and if swallowed
τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
gen.
toxic:danger of very serious irreversible effects
if inhaled
τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται
gen.
toxic:danger of very serious irreversible effects
if inhaled
and if swallowed
τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως
gen.
toxic:danger of very serious irreversible effects
if inhaled
and in contact with skin
τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
gen.
very toxic
if inhaled
πολύ τοξικό όταν εισπνέεται
gen.
very toxic
if inhaled
and if swallowed
πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως
gen.
very toxic
if inhaled
and in contact with skin
πολύ τοξικό όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
gen.
very toxic
if inhaled
,in contact with skin and if swallowed
πολύ τοξικό όταν εισπνέεται,σε επαφή με το δέρμα και σε περίπτωση καταπόσεως
gen.
very toxic:danger of very serious irreversible effects
if inhaled
πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται
gen.
very toxic:danger of very serious irreversible effects
if inhaled
and if swallowed
πολύ τοξικό:κίνδυνος πολύ σοβαρών μόνιμων επιδράσεων όταν εισπνέεται και σε περίπτωση καταπόσεως
Get short URL