Subject | English | Greek |
met., mech.eng. | frame spring | ελαστική παραμόρφωση πρέσας |
industr., construct. | spring frame for opera hats | σκελετός καπέλου εφοδιασμένος με ελατήρια |
gen. | spring frames for opera hats | σκελετοί με ελατήρια για καπέλα που διπλώνουν, γείσα και υποσάγωνα, για την πιλοποιία |
tech., industr., construct. | spring piece of a ring doubling and twisting frame | ράγα στήριξης τραβηκτικού συστήματος αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι |
tech., industr., construct. | spring piece of a ring spinning frame | ράγα τραβηκτικών συστημάτων δακτυλιοφόρου κλώστριας |
tech., industr., construct. | spring piece of a speed frame | ράγα στήριξης τραβηκτικού συστήματος προγνέστριας |