Subject | English | Greek |
law | administrative cost of forwarding the application | διοικητικά έξοδα της διαβίβασης της αίτησης |
transp. | advice of forwarding | προειδοποίηση των σταθμών προορισμού |
transp. | advice of forwarding | προαγγελία προς τους σταθμούς προορισμού |
commun., IT | auto-forwarding | αυτοπροώθηση |
commun. | automatic call forwarding | αυτόματη προώθηση κλήσης |
commun. | automatic forwarding of interpersonal voice messages | αυτόματη διαβίβαση φωνητικών μηνυμάτων μεταξύ προσώπων |
IT, dat.proc. | back-and forwards search | αμφίδρομη αναζήτηση |
commun., IT | busy line call forwarding | προώθηση κλήσης κατειλημμένης γραμμής |
fin. | to buy forward | αγοράζω επί προθεσμία |
commun., IT | call forwarding | μεταφορά σε άλλο αριθμό |
commun. | call forwarding | προώθηση κλίσεων |
commun. | call forwarding | προώθηση κλήσεων |
IT | call forwarding | προώθηση κλήσης |
commun. | call forwarding | υπηρεσία εκτροπής κλήσεων |
commun. | call forwarding | εκτροπή κλήσεων |
comp., MS | Call forwarding | Προώθηση κλήσεων (A group of options in the Options dialog box, on the Phone tabs, that controls the automatic forwarding of incoming phone calls) |
commun., IT | call forwarding-busy line | προώθηση κλήσης-κατειλημμένη γραμμή |
commun., IT | call forwarding-busy station override | προώθηση κλήσης με επισύνδεση σε κατειλημμένο χρήστη |
commun., IT | call forwarding destination display | συσκευή οπτικής παρουσίασης προορισμού προώθησης κλήσης |
commun. | call forwarding destination display | συσκευή οπτικής παρουσίασης προορισμού προώθησης κλήσης |
IT | call forwarding destination display | συσκευή παρουσίασης προορισμού προώθησης κλήσης |
commun., IT | call forwarding-don't answer | προώθηση κλήσης-μην απαντάτε |
commun., IT | call forwarding entitlement | δικαίωμα προώθησης κλήσης |
commun., IT | call forwarding facility | προώθηση κλήσης |
commun., IT | call forwarding facility | μεταφορά σε άλλο αριθμό |
IT | call forwarding mobile subscriber busy | προώθηση κλήσης σε περίπτωση κατειλημμένου κινητού συνδρομητή |
comp., MS | Call Forwarding Off | Απενεργοποίηση προώθησης κλήσεων (The menu item that turns off the automatic forwarding of incoming calls) |
comp., MS | Call Forwarding On | Ενεργοποίηση προώθησης κλήσεων (The menu item that displays a menu of options that the user can select to turn on the automatic forwarding of incoming calls) |
commun. | call forwarding on busy | προώθηση κλίσεων σε περιπτώσεις κατειλημμένης γραμμής |
commun. | call forwarding on busy | προώθηση κλήσεων σε περίπτωση κατειλημμένης γραμμής |
commun. | call forwarding on mobile subscriber not reachable | προώθηση κλήσης σε περίπτωση μη προσιτού συνδρομητή |
commun. | call forwarding on no reply | προώθηση κλήσεων σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει απάντηση |
commun. | call forwarding on no reply | προώθηση κλήσεων σε περίπτωση που δεν υπάρχει απάντηση |
IT | call forwarding on no reply | προώθηση κλήσης απουσία απάντησης |
commun. | call forwarding services | υπηρεσίες προώθησης κλήσεων |
IT | call forwarding supplementary service | συμπληρωματική υπηρεσία προώθησης κλήσης |
commun., IT | call forwarding to idle station with conversation | προώθηση κλήσης σε ελεύθερο συνδρομητή με παρουσίαση |
commun. | call forwarding unconditional | προώθηση κλήσεων σε κάθε περίπτωση |
IT | call forwarding unconditional | προώθηση κλήσης χωρίς συνθήκες |
IT | change auto-forwarding | αλλαγή αυτοπροώθησης |
forestr. | combined forwarding method | συνδυασμένη μέθοδος μεταφοράς ξμλείας |
transp. | Committee of North Sea Ports Forwarding Agents | Επιτροπή πρακτόρων διαμετακόμισης λιμένων Βόρειας Θάλασσας |
fin. | currency of forwarding country | νόμισμα χώρας προέλευσης |
fin. | currency of forwarding country | νόμισμα χώρας αποστολής |
el. | data forwarding signals | σήματα προώθησης δεδομένων |
law | delivery via a forwarding agent | παράδοση που πραγματοποιείται με τη μεσολάβηση μεταφορέα |
transp. | European Organisation for Forwarding and Logistics | ευρωπαϊκός σύνδεσμος μεταφορέων της κοινής αγοράς |
med. | feed-forward stimulation | πρόδρομη διέγερση |
fin. | forward buying | πρoθεσμιακή αγoρά |
transp. | forward driving cab | θάλαμος οδήγησης πρόσω |
transp. | forward eccentric | έκκεντρο για την πορεία προς τα εμπρός |
transp. | forward freight hold door | εμπρός πόρτα διαμερίσματος φορτίου |
commun. | forward hold | συγκράτηση |
el. | forward input signal | εμπροσθόδοτο σήμα εισόδου |
fin. | forward-looking long run average incremental cost | μελλοντοστραφές μακροπρόθεσμο μέσο οριακό κόστος |
market., commun. | forward-looking long-run average incremental cost | μελλοντοστραφής μακροπρόθεσμη μέση οριακή δαπάνη |
market., commun. | forward-looking long-run average incremental cost | μελλοντοστραφές μακροπρόθεσμο μέσο οριακό κόστος |
med. | forward mutation | πρόσθια μετάλλαξη |
el. | forward overshoot voltage | μεταβατική υπέρταση ορθής φοράς |
transp., mech.eng. | forward speed | πρόσω ταχύτητα κίνησης |
gen. | forwarding administration | υπηρεσία αποστολής |
transp. | forwarding agent | διαμεταφορέας |
fin., transp. | forwarding agent | πράκτορας διαμετακόμισης |
insur., transp., nautic. | forwarding agent | διαμετακομιστικός οίκος |
environ. | forwarding agent | πράκτορας μεταφορών διαμετακόμισης |
environ. | forwarding agent A person or business that specializes in the shipment and receiving of goods | πράκτορας μεταφορών |
fin., lab.law. | forwarding agent | διεκπεραιωτής |
transp. | forwarding agent | εταιρία εντεταλμένη για αποστολή και μεταφορά εμπορευμάτων |
transp. | forwarding agent | υπηρεσία ομαδοποίησης εμπορευμάτων για μεταφορά |
transp. | forwarding agent | εταιρία ομαδοποίησης εμπορευμάτων για μεταφορά |
gen. | forwarding agent | πράκτορας μεταφορών |
transp., agric. | forwarding agents | πρακτορείο αποστολών εμπορευμάτων |
transp., agric. | forwarding agents | μεταφορική εταιρία αποστολής εμπορευμάτων |
transp. | forwarding bay | υπόστεγο αποστολών |
transp. | forwarding bay | αποθήκη αποστολών |
transp. | forwarding book | βιβλίο καταχώρησης των αποστολών |
insur. | forwarding charges | έξοδα προώθησης των εμπορευμάτων |
econ., commer., polit. | forwarding costs | έξοδα διοχέτευσης ή δαπάνες διοχέτευσης στην αγορά ή στη χώρα προορισμού 2. έξοδα μεταφοράς 3. έξοδα προσεγγίσεως μέχρι τις χώρες προορισμού 4. έξοδα τοποθετήσεως των προϊόντων στη διεθνή αγορά 5. έξοδα αποστολής |
fin. | forwarding declaration | δήλωση αποστολής |
transp. | forwarding distance | απόσταση μεταφοράς |
forestr. | forwarding distance | απόσταση μετατόπισης |
econ., transp. | forwarding imported goods beyond the c.i.f.valuation point | διακίνηση των εισαγομένων αγαθών πέρα από το σημείο αποτίμησης cif |
agric., mech.eng. | forwarding machine | μεταφορεύς ξυλείας |
fin. | forwarding note rail,road | δήλωση αποστολής |
transp. | forwarding of baggage | αποστολή των αποσκευών |
transp. | forwarding of luggage | αποστολή των αποσκευών |
transp. | forwarding of merchandise | αποστολή εμπορευμάτων |
commun. | forwarding of postal items | διαβίβαση των ταχυδρομικών αντικειμένων |
commun. | forwarding of traffic | διοχέτευση της κίνησης |
transp. | forwarding office | γραφείο αποστολών |
transp. | forwarding office | γραφείο αναχωρήσεων |
market. | forwarding period | προθεσμία αποστολής |
transp. | forwarding railway | σιδηροδρομικό δίκτυο αποστολής |
transp. | forwarding railway | σιδηροδρομικό δίκτυο "αποστολέας" |
commun. | forwarding route of a mail | οδός διαβίβασης ταχυδρομικής αποστολής |
transp. | forwarding station | εμπορευματικός σταθμός αναχώρησης |
transp. | forwarding station | σταθμός αποστολής |
IT, dat.proc. | forwards search | προς τα εμπρός αναζήτηση |
fin., transp. | free forwarding station | παραδοτέος "ελεύθερος στο σταθμό αποστολής" |
transp. | head of forwarding section | προϊστάμενος του γραφείου αποστολών |
transp. | head of forwarding section | προϊστάμενος της υπηρεσίας αποστολών |
gen. | Interinstitutional Agreement of 12 March 2014 between the European Parliament and the Council concerning the forwarding to and handling by the European Parliament of classified information held by the Council on matters other than those in the area of the common foreign and security policy | Διοργανική συμφωνία της 12ης Μαρτίου 2014 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διαβίβαση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον χειρισμό από αυτό διαβαθμισμένων πληροφοριών του Συμβουλίου σε θέματα πλην εκείνων του τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας |
market., fin. | liability arising from fixed forward transactions in securities and precious metals | οφειλές από προθεσμιακές συναλλαγές χρεογράφων και πολυτίμων μετάλλων |
agric. | live poultry forwarding | μεταφορά ζωντανών πουλερικών |
comp., MS | location-based forwarding | προώθηση ανάλογα με τη θέση (An option in the Options dialog box, on the Phones tab, that forwards incoming phone calls based on the user's current location) |
mech.eng. | manual forward motion with mechanical assistance | προς τα εμπρός κίνηση χειροκίνητη με μηχανική βοήθεια |
transp. | method of forwarding | τρόπος αποστολής |
transp. | method of forwarding | μέθοδος αποστολής |
el. | MFC-R2 forward receiver | εμπροσθόφορος δέκτης MFC-R2 |
gen. | naval forward logistic site | ναυτική προωθημένη βάση διοικητικής μέριμνας |
commun., IT | pre-set call forwarding | προρρυθμιζόμενη προώθηση κλήσης |
IT | pre-set call forwarding | προρυθμιζόμενη προώθηση κλήσης |
law | put forward its point of view | υποστηρίζω την άποψή μου |
nat.sc., agric. | ratio shaking frequence:forward speed | σχέση συχνότητας τινάγματος:ταχύτητα προώθησης |
health., life.sc., agric. | re-forwarding phytosanitary certificate | πιστοποιητικό φυτοϋγειονομικού ελέγχου για επαναποστολή |
patents. | receiving and forwarding the application | παραλαβή και διαβίβαση της αίτησης |
transp. | record of forwardings | βιβλίο καταχώρησης των αποστολών |
transp. | return to forwarding station | επιστροφή στο σταθμό αποστολής |
gen. | safety glazing material requisite for the driver's forward field of vision | υλικό υαλοπίνακα ασφαλείας απαιτούμενο για το εμπρός οπτικό πεδίο του οδηγού |
fin. | security bought forward | προθεσμιακή αγορά τίτλων |
fin. | security sold forward | προθεσμιακή πώληση τίτλων |
transp. | semi-forward driving cab | θάλαμος οδήγησης ημιπρόσω |
transp. | shipping forwarding agent | πράκτορας διαμετακόμισης |
commun., IT | temporary call forwarding | προσωρινή προώθηση κλήσης |
commun., IT | temporary installation forwarding | προσωρινή παραπομπή σε άλλη θέση εγκατάστασης |
commun. | temporary terminal forwarding | προσωρινή αποσύνδεση σταθμού |
commun., IT | temporary terminal forwarding | προσωρινή παραπομπή σε άλλο τερματικό |
transp. | Uniform provisions concerning the approval of commercial vehicles with regard to their external projections forward of the cab's rear panel | ομοιόμορφες διατάξεις για την έγκριση εμπορικών οχημάτων όσον αφορά τις εξωτερικές προεξοχές τους προσθίως του οπίσθιου φατνώματος του θαλάμου οδήγησης |
fin., lab.law. | White Paper on "Growth, competitiveness and employment - the challenges and ways forward into the 21st century" | Λευκή Βίβλος "Ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα και απασχόληση - οι προκλήσεις και η αντιμετώπισή τους, για μετάβαση στον 21ο αιώνα" |