Subject | English | Greek |
gen. | ad hoc vulnerability FLEX mechanism | ad hoc μηχανισμός FLEX για τις ευάλωτες χώρες |
el. | electric flex and plugs | καλώδιο με φις |
lab.law. | extended flex-time | μεταβλητό ωράριο ανά βάρδια |
IT, el. | flex circuit | ευέλικτο τυπωμένο κύκλωμα |
IT, el. | flex circuit | εύκαμπτα τυπωμένα κυκλώματα |
industr., construct. | flex cracking | σπάσιμο |
industr., construct. | flex cracking | ράγισμα από κάμψη |
industr., construct. | flex cracking | ράγισμα |
industr., construct. | flex cure | μαλακό ψήσιμο |
industr., construct. | flex cure | βουλκανισμός με εύκαμπτο καλούπι |
transp., energ.ind., mech.eng. | flex fuel vehicle | πλειοκαύσιμο όχημα |
fin. | Flex instrument | αντισταθμιστικό μέσον FLEX |
met. | flex levelling | εναλλασόμενη κάμψη ελασμάτων |
mater.sc., industr., construct. | flex life | αντοχή σε αλλεπάλληλες κάμψεις |
fin. | Flex mechanism | αντισταθμιστικό μέσον FLEX |
lab.law. | flex-period | όρια ελαστικού ωραρίου |
commun. | flex phone | ευέλικτο τηλέφωνο |
social.sc., lab.law. | flex-security | ευελιξία-ασφάλεια |
social.sc., lab.law. | flex-security | ευελιξία με ασφάλεια |
social.sc., lab.law. | flex-security | συνδυασμός ευελιξίας και ασφάλειας |
social.sc., lab.law. | flex-security | ευελιξία και ασφάλεια στην απασχόληση |
el. | flex system | σύστημα φλεξ |
mater.sc., industr., construct. | flex tester | συσκευή που χρησιμοποιείται για δοκιμές κάμψεως |
social.sc., empl. | flex-worker | ευέλικτος εργαζόμενος |
industr., construct. | flexing area | ζώνη κάμψης |
mater.sc., industr., construct. | flexing test | δοκιμή κάμψεως |
mech.eng. | flexing valve | εύκαμπτη βαλβίδα |
mech.eng. | flexing valve | βαλβίδα μονής ροής |
gen. | vulnerability FLEX mechanism | ad hoc μηχανισμός FLEX για τις ευάλωτες χώρες |