Subject | English | Greek |
earth.sc. | ability to fix fission products | ικανότης συγκρατήσεως προϊόντων σχάσεως |
agric. | advance fixing | προκαθορισμός |
fin., polit., agric. | advance-fixing certificate | πιστοποιητικό προκαθορισμού |
fin., polit., agric. | advance fixing certificate | πιστοποιητικό προκαθορισμού |
fin., polit., agric. | advance-fixing licence | πιστοποιητικό προκαθορισμού |
fin., IT | advance fixing of the levy | προκαθορισμός της εισφοράς |
agric. | advance fixing of the refund | προκαθορισμός της επιστροφής |
mech.eng., construct. | boss fixing | στερέωση του μουαγιέ |
mech.eng., construct. | boss fixing | στερέωση της πλήμνης |
IT | bug fix | διόρθωση μικρολαθών |
IT | bug fix | διόρθωση μικροβλαβών |
IT, el. | cable fixing saddle | κολάρο στερέωσης καλωδίου |
fin. | certificate for the advance-fixing of the export refund | πιστοποιητικό προκαθορισμού της επιστροφής κατά την εξαγωγή |
construct. | clips and fixing brackets | σφιγκτήρες και στερεωτικοί βραχίονες |
agric. | colour-fixing | σταθεροποίηση του χρωματισμού |
agric., industr. | colour-fixing | σταθεροποίηση του χρωματισμου |
agric. | Committee on the fixing of maximum levels for pesticide residues in and on cereals | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα σιτηρά |
gen. | Committee on the fixing of maximum levels for pesticide residues in and on certain products of plant origin, including fruit and vegetables | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα σε ορισμένα προϊόντα φυτικής προέλευσης, σημπεριλαμβανομένων των οπωροκηπευτικών |
gen. | Committee on the fixing of maximum levels for pesticide residues in and on foodstuffs of animal origin | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης |
gen. | Committee on the fixing of maximum levels for pesticide residues in and on fruit and vegetables | Επιτροπή για τον καθορισμό της μέγιστης περιεκτικότητας για τα κατάλοιπα φυτοφαρμάκων πάνω και μέσα στα οπωροκηπευτικά |
comp., MS | compatibility fix | επιδιόρθωση συμβατότητας (A small piece of code that intercepts API calls from applications, transforming them so that Windows Vista will provide the same product support for the application as previous versions of the operating system) |
health. | complement fixing antibody | αντιγόνο που συνδέει το συμπλήρωμα |
mech.eng., construct. | concealed fixing | μη ορατή στερέωση |
mech.eng., construct. | concealed fixing | καλυμμένη στερέωση |
law | concerted fixing of fees | από κοινού καθορισμός των αμοιβών |
gen. | Convention Fixing the Minimum Age for Admission of Children to Employment at Sea | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εν τη ναυτική εργασία" |
gen. | Convention Fixing the Minimum Age for Admission of Children to Industrial Employment | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εις τας βιομηχανικάς εργασίας" |
gen. | Convention Fixing the Minimum Age for the Admission of Children to Employment at Sea Revised 1936 | Σύμβαση "περί ελαχίστου ορίου ηλικίας παραδοχής παίδων εν τη ναυτική υπηρεσία" αναθεωρημένη |
gen. | Convention Fixing the Minimum Age for the Admission of Young Persons to Employment as Trimmers or Stokers | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως" |
commer., transp., avia. | DME fix | στίγμα DME |
commer., transp., avia. | DME fix | ραδιοτηλεμετρικό στίγμα |
agric. | drinking bowl for rail fixing | ποτίστρα σταύλου |
chem. | dye carrier to accelerate fixing dyestuff | επιταχυντικό στερέωσης χρωστικών ουσιών |
industr., construct. | dye-fixing agent | προϊόν σταθεροποίησης βαφής |
earth.sc. | end-fixing moment | ροπή πάκτωσης |
law | enforcement of decisions fixing the amount of costs | εκτέλεση των αποφάσεων καθορισμού των εξόδων |
commer., transp., avia. | final approach fix or point | σημείο ή θέση τελικής προσέγγισης |
econ., fin. | financial instrument reference price-fixing scheme | σύστημα καθορισμού τιμών αναφοράς |
IT, dat.proc. | to fix a graphic | σταθεροποιώ ένα γράφημα |
law, fin. | to fix a lower minimum holding | ορίζω χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής |
IT, dat.proc. | to fix a text block | ορίζω τη θέση μιας περιοχής κειμένου |
el. | fix accuracy | σταθερή θέση ακρίβειας |
fin. | to fix and apply standard average values | καθορισμός και εφαρμογή των μέσων κατ'αποκοπή τιμών |
comp., MS | Fix pane | τμήμα παραθύρου επιδιόρθωσης (An area in Windows Photo Gallery that includes an assortment of picture editing tools for common editing tasks. The Fix pane is opened by clicking the Fix button on the toolbar in Photo Gallery) |
econ. | to fix purchase or selling prices or any other trading conditions | καθορισμός των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής |
market. | to fix target prices | καθορισμός τιμών-στόχου |
fin. | fixing A | καθορισμός τιμών A |
agric. | fixing agent | προσκολλητικό |
med. | fixing agent | στερεωτικό |
med. | fixing agent | μονιμοποιητικός παράγοντας |
med. | fixing agent | μονιμοποιητής |
commun., transp. | fixing aids | βοηθήματα καθορισμού στίγματος |
mech.eng. | fixing area | επιφάνεια στερέωσης |
fin. | fixing B | καθορισμός τιμών B |
IT, el. | fixing bar | ράβδος στερέωσης |
earth.sc., life.sc. | fixing bath | χημικό διάλυμμα στερέωσης |
earth.sc., life.sc. | fixing bath | μπάνιο στερέωσης |
mech.eng. | fixing bolt | βύσμα πρόσδεσης |
mech.eng. | fixing bolt | κοχλίας πρόσδεσης |
mech.eng. | fixing bolt | βίδα πρόσδεσης |
life.sc. | fixing bolt | μεταλλικό μπουλόνι το οποίο,είτε οριζόντια είτε κατακόρυφα τοποθετείται σ'ένα οικοδομικό έργο |
mech.eng. | fixing brake | φρένο ακινητοποίησης |
mech.eng. | fixing brake | πέδη ακινητοποίησης |
met. | fixing collar | δακτύλιος στήριξης |
industr., construct., mech.eng. | fixing device | μηχανισμός στερέωσης |
el. | fixing device | σύστημα στήριξης |
mech.eng. | fixing device | σφιγκτήρας |
mech.eng. | fixing device | εξάρτημα στερέωσης |
transp. | fixing fares | τιμολόγηση |
chem. | fixing in which the mortar covers the whole tile back | συγκόλληση κατά την οποία το κονίαμα καλύπτει ολικά την πίσω πλευρά των πλακιδίων |
transp., construct. | fixing lug | ράβδος σφραγιστική |
construct. | fixing main girders to columns | στερέωση κυρίων δοκών σε κολώνες |
construct. | fixing-mortar | στερεωτική κονία |
fin. | fixing of a maximum sale price | καθορισμός μέγιστης τιμής διάθεσης |
earth.sc. | fixing of contamination | σταθεροποίηση της μόλυνσης |
cultur. | fixing of films | στερεοποίηση ταινίας |
econ. | fixing of prices | καθορισμός των τιμών |
gen. | fixing of prices | καθορισμό των τιμών |
transp. | fixing of rates for the carriage of goods by road | καθορισμός των κομίστρων για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές 2. διαμόρφωση τιμών για τις οδικές μεταφορές εμπορευμάτων |
transp. | fixing of the rail to the sleeper | στερέωση της σιδηροτροχιάς στο στρωτήρα |
mech.eng. | fixing of the rope | πρόσδεση συρματόσχοινου |
mech.eng. | fixing of the rope | ανάρτηση συρματόσχοινου |
transp. | fixing of the route | προσδιορισμός του δρομολογίου |
transp. | fixing of the route | καθορισμός του δρομολογίου |
construct. | fixing panels to portal frames | στερέωση πλαισίων σε εισόδους |
mech.eng. | fixing plate | πλάκα πρόσδεσης |
mech.eng. | fixing plate | βάση πρόσδεσης |
transp. | fixing rates | τιμολόγηση |
IT, el. | fixing ring | δακτύλιος στερέωσης |
industr., construct., chem. | fixing-salt | στερεωτικό άλας |
mech.eng. | fixing screw | βίδα στερέωσης |
mech.eng. | fixing sleeve | σωληνωτό περίβλημα στερέωσης |
IT | fixing slot | σχισμή σύνδεσης |
mech.eng., construct. | fixing span | βήμα στερεώσεως |
mech.eng., construct. | fixing span | άνοιγμα στερεώσεως |
gen. | Fixing station | Σταθμός/στερέωση |
transp., construct. | fixing strap | ράβδος σφραγιστική |
agric. | fixing the colour | σταθεροποίηση του χρωματισμού |
agric., industr. | fixing the colour | σταθεροποίηση του χρωματισμου |
fin. | fixing up quotas | αναλογικό σύστημα |
fin. | fixing up quotas | αναλογικά |
mech.eng., construct. | flange fixing | στερέωση με φλάντζα |
fin. | floating rate note with variable coupon fix | γραμμάτιο κυμαινόμενου επιτοκίου με μεταβλητή τιμή τοκομεριδίου |
industr., construct. | floor-fixing | πόδι στήριξης |
industr., construct. | form setting and fixing machine | μηχανή σχηματοποίησης και προσδιορισμού του σχήματος |
transp. | government procedure with respect to the fixing of tariffs | κυβερνητικές διαδικασίες καθορισμού των κομίστρων |
mech.eng., construct. | gussetted fixing | στερέωση με λαπάτσεςκοιν. |
mech.eng., construct. | gussetted fixing | στερέωση με κομβοελάσματα |
mater.sc., mech.eng. | heat-fix tape | θερμοκολλητική ταινία |
commer., transp., avia. | holding fix | στίγμα αναμονής |
commun. | hot fixing | θερμή διόρθωση εκχώρησης |
law | irrevocable fixing of exchange rates | αμετάκλητος καθορισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών |
law | irrevocable fixing of exchange rates | αμετάκλητος καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών |
commun. | machine for fixing the stitched volumes of books into the covers | μηχανή κατασκευής των tops |
commun. | machine for fixing the stitched volumes of books into the covers | μηχανή επικάλυψης των χαρτόδετων βιβλίων |
hobby | match fixing | στημένο παιχνίδι |
hobby | match fixing | προσυνεννοημένος αγώνας |
lab.law. | method of fixing wages | μηχανισμός καθορισμού των αμοιβών |
fin. | next interest-fixing date | ημερομηνία επανακαθορισμού του επιτοκίου |
environ. | nitrogen fixing | δέσμευση αζώτου |
nat.sc. | nitrogen-fixing bacteria | αζωτοβακτήρια |
environ. | nitrogen-fixing bacteria | βακτήριο που δεσμεύει το άζωτο |
environ. | nitrogen-fixing bacteria | αζωτοβακτήριο |
health. | nitrogen-fixing plant | αζωτοδεσμευτικό φυτό |
nat.sc., agric. | nitrogen fixing plant | αζωτοδεσμευτικό φυτό |
nat.sc. | nitrogen-fixing Rhizobium | ριζόβιο με ικανότητα δέσμευσης αζώτου |
agric. | nitrogen fixing species | οργανισμός που δεσμεύει το άζωτο |
nat.sc. | nitrogen-fixing symbiosis | αζωτούχος συμβίωση |
transp. | obligation to fix rates | υποχρέωση τιμολόγησης |
commer., transp., avia. | outer fix | εξωτερικό στίγμα |
transp., mech.eng. | pin fixing | στερέωση με πείρο |
gen. | plumb-bob fixing apparatus | συσκευή νήματος στάθμης |
transp. | position fixing | προσδιορισμός θέσης |
commun., IT | position-fixing process | διαδικασία προσδιορισμού θέσης |
tax., agric. | pre-fixing | προκαθορισμός |
econ., fin. | price fixing | καθορισμός τιμών |
commer. | price fixing | συμφωνία τήρησης τιμών |
fin., transp. | price-fixing agreement | συμφωνία καθορισμού των τιμών |
commer. | price-fixing agreement | συμφωνία τήρησης τιμών |
fin. | price-fixing and market-sharing cartel | οριζόντια συμφωνία |
econ. | price-fixing cartel | καρτέλ με σκοπό τον καθορισμό τιμών |
law | price-fixing clause | ρήτρα σχετική με τον καθορισμό των τιμών |
law | proceeding for the fixing of the place of arbitration | διαδικασία καθορισμού του τόπου διαιτησίας |
econ. | quick fix | προφανής λύση |
econ. | quick fix | μαγική λύση |
commer., transp., avia. | reference fix | στίγμα αναφοράς |
commer., transp., avia. | running fix | στίγμα διά διαδοχικών διοπτεύσεων |
earth.sc., life.sc. | sferics fix | εντοπισμός σφαιρικών |
hobby | spot-fixing | στήσιμο ειδικού στοιχήματος |
IT, el. | stripper fixing pillar | άξονας στερέωσης απογυμνωτήρα |
nat.sc. | symbiotical fixing of nitrogen | συμβιωτική δέσμευση του αζώτου |
min.prod. | tariff fixing | καθορισμός τελών και δικαιωμάτων |
mech.eng. | tension frame fixing | έδραση πλαισίου τάνυσης |
coal. | tests are carried out on the dust-fixing power of the salines pastes | δοκιμές επί της ικανότητας συγκράτησης κόνεως των αλατούχων πολτών |
forestr. | to fix the price of | σταθεροποίηση τιμών |
forestr. | to fix the price of | καθορισμός |
earth.sc. | transition fix | μέσον πρόκλησης τύρβης |
coal., chem. | use of saline pastes and powders which fix the deposited dust | χρήση αλατούχων πολτών και σκόνεων οι οποίες συγκρατούν τον αποτιθέμενο κονιορτό |
mech.eng. | vertical plane of fixing point | κατακόρυφο επίπεδο του σημείου πρόσδεσης |