Subject | English | Greek |
econ. | calculation of the stock of fixed capital goods at constant prices | υπολογισμός των υφιστάμενων αγαθών πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές |
econ. | estimation of the consumption of fixed capital at current prices | εκτίμηση της απόσβεσης πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές |
econ., fin. | financial instrument reference price-fixing scheme | σύστημα καθορισμού τιμών αναφοράς |
econ. | to fix purchase or selling prices or any other trading conditions | καθορισμός των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής |
market. | to fix target prices | καθορισμός τιμών-στόχου |
econ., commer., market. | fixed external reference price | πάγια εξωτερική τιμή αναφοράς |
market. | fixed price | σταθερή τιμή |
market. | fixed price | συμβατική τιμή |
market. | fixed price | συμβολαιική τιμή |
market. | fixed price | συμφωνημένη τιμή |
agric., construct. | fixed price | κατ'αποκοπήν τιμή |
account. | fixed price contract | σύμβαση σταθερού τιμήματος |
obs., fin. | fixed price offer system | συνήθης διαδικασία |
obs., fin. | fixed price offer system | τακτική διαδικασία |
fin. | fixed price offer system | σύστημα σταθερών τιμών |
fin. | fixed price offer system | εισαγωγή με σταθερή τιμή |
obs., fin. | fixed price offer system | κοινή διαδικασία |
econ. | fixed weighted price index | σταθμισμένος δείκτης τιμών με σταθερές σταθμίσεις |
law | fixed-price contract with escalation | συμβόλαιο κατ'αποκοπή με μεταβλητή ρήτρα |
comp., MS | fixed-price project | έργο με προκαθορισμένη τιμή (A type of project in which the customer pays a predetermined amount for the entire project) |
fin. | fixing of a maximum sale price | καθορισμός μέγιστης τιμής διάθεσης |
econ. | fixing of prices | καθορισμός των τιμών |
gen. | fixing of prices | καθορισμό των τιμών |
econ. | gross fixed capital formation at basic prices | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε βασικές τιμές |
tax. | gross fixed capital formation at producers'prices excluding deductible VAT | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε τιμές παραγωγού χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ |
econ. | gross fixed capital formation at purchasers'prices excluding deductible VAT | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε τιμές αγοραστή χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ |
fin., agric. | price fixed at a standard rate in advance | προκαθορισμένη κατ'αποκοπή τιμή |
econ., stat. | price fixed by the government | τιμή καθορισμένη από το κράτος |
econ. | price fixed in advance | προκαθορισμένη τιμή |
fin. | price fixed with reference to importation into the Community | τιμή που καθορίζεται προκειμένου τα εμπορεύματα να εισαχθούν στην Kοινότητα |
econ., fin. | price fixing | καθορισμός τιμών |
commer. | price fixing | συμφωνία τήρησης τιμών |
fin., transp. | price-fixing agreement | συμφωνία καθορισμού των τιμών |
commer. | price-fixing agreement | συμφωνία τήρησης τιμών |
fin. | price-fixing and market-sharing cartel | οριζόντια συμφωνία |
econ. | price-fixing cartel | καρτέλ με σκοπό τον καθορισμό τιμών |
law | price-fixing clause | ρήτρα σχετική με τον καθορισμό των τιμών |
econ. | prices established or fixed at regular intervals | τιμές που θεσπίζονται ή καθορίζονται σε κανονικά διαστήματα |
forestr. | to fix the price of | σταθεροποίηση τιμών |
forestr. | to fix the price of | καθορισμός |