Subject | English | Greek |
environ. | a diagnostic test which enables the limits of collective security to be fixed | μια διαγνωστική εξέταση η οποία επιτρέπει να καθορισθούν τα όρια της συλλογικής ασφάλειας |
account. | acquisitions less disposals of intangible fixed assets | αγορές μείον πωλήσεις άυλων παγίων περιουσιακών στοιχείων |
account. | acquisitions less disposals of tangible fixed assets | αγορές μείον πωλήσεις υλικών παγίων περιουσιακών στοιχείων |
account. | acquisitions of existing intangible fixed assets | αγορές υπαρχόντων άυλων παγίων περιουσιακών στοιχείων |
account. | acquisitions of existing tangible fixed assets | αγορές υπαρχόντων υλικών παγίων περιουσιακών στοιχείων |
account. | acquisitions of new intangible fixed assets | αγορές νέων άυλων παγίων περιουσιακών στοιχείων |
account. | acquisitions of new tangible fixed assets | αγορές νέων υλικών παγίων περιουσιακών στοιχείων |
agric. | adjustable fixed sieve | σταθερό ρυθμιζόμενο κόσκινο |
fin., agric. | agricultural conversion rate fixed in advance | προκαθορισμένη γεωργική ισοτιμία |
fin. | aid fixed by tendering procedure | ύψος ενίσχυσης που καθορίζεται με δημόσιο διαγωνισμό |
busin., labor.org., account. | amount of the fixed assets | αξία των παγίων στοιχείων |
econ., construct. | annual fixed charges | σταθεραί ετήσιοι επιβαρύνσεις |
gen. | automatic fixed sequence manipulator | αυτόματος χειριστής σταθερής ακολουθίας |
earth.sc., transp. | axis of a fixed lens | άξονας ενός φακού ορίζοντος |
earth.sc., transp. | belt of a fixed lens | κεντρικός δακτύλιος |
fin. | bond issue without fixed maturity | ομολογιακό δάνειο χωρίς τακτή λήξη |
fin. | bond issue without fixed maturity | ατέρμων ράντα |
econ. | breakdown of gross fixed capital formation by branch | ανάλυση των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά κλάδο κτήσης |
econ. | calculation of the stock of fixed capital goods at constant prices | υπολογισμός των υφιστάμενων αγαθών πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές |
med. | Chayes fixed-movable bridge | μηχανισμός συγκράτησης κινητής γέφυρας CHAYES |
fin. | collection of fixed-term deposits | αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας |
account. | consumption of fixed capital | ανάλωση παγίου κεφαλαίου |
econ., market. | consumption of fixed capital | αποσβέσεις πάγιου κεφαλαίου |
fin., econ. | conversion rates at which the currencies shall be irrevocably fixed | συναλλαγματικές ισοτιμίες που καθορίζονται αμετάκλητα για τα νομίσματα |
law | conversion rates at which the currencies shall be irrevocably fixed | συναλλαγματικές ισοτιμίες που καθορίζονται αμετάκλητα για τα νομίσματa |
econ., fin., polit. | costs both fixed and variable | κόστος, τόσο πάγιο όσο και μεταβλητό |
agric., mech.eng. | coupling for fixed pipe installation | κοχλιωτός σύνδεσμος |
agric. | cubing machine with fixed die and rotating rollers | πιεστική μηχανή με δακτυλιοειδή σταθερά δίκτυα και περιστρεφόμενους κυλίνδρους |
agric. | cubing machine with fixed rollers and rotating die | πιεστική μηχανή με δακτυλιοειδή περιστρεφόμενα δίκτυα και σταθερούς κυλίνδρους |
insur. | deadline fixed for the receipt of tenders | προθεσμία εκδήλωσης ενδιαφέροντος |
insur. | deadline fixed for the receipt of tenders | προθεσμία παραλαβής προσφορών |
insur. | deadline fixed for the receipt of tenders | προθεσμία υποβολής προσφορών |
busin., labor.org., account. | debt securities and other fixed-income securities | ομολογίες και άλλα χρεώγραφα σταθερής απόδοσης |
busin., labor.org., account. | debt securities including fixed-income securities issued by public bodies | ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως του δημοσίου |
nat.sc., life.sc. | decalcified fixed dune | απασβεστωμένη σταθεροποιημένη θίνα |
account. | depreciation and amortisation of fixed assets | αποσβέσεις πάγιων στοιχείων ενσωματωμένες στο λειτουργικό κόστος |
account. | depreciation and amortisation of fixed assets | αποσβέσεις πάγιων στοιχείων |
tech., industr., construct. | depth of cut-out of an outer serrated fixed bar | βάθος εγκοπής εξωτερικά αυλακωτής σταθερής ράβδου |
tech., industr., construct. | depth of groove of an outer serrated fixed bar | βάθος αυλάκωσης εξωτερικά αυλακωτής σταθερής ράβδου |
gen. | Determination of contrast ratio opacity of light coloured paints at a fixed spreading rate using black and white charts | Προσδιορισμός του λόγου αντιθέσεως αδιαφάνεια ανοικτών χρωμάτων σε καθορισμένη επιφανειακή απόδοση χρήση ασπρόμαυρων καρτών |
environ. | device equipped with a fixed filter for the continuous sampling of airborne atmospheric dust | διάταξη εφοδιασμένη με φίλτρο για τη συνεχή δειγματοληψία του ατμοσφαιρικού κονιορτού |
account. | disposals of existing intangible fixed assets | πωλήσεις υπαρχόντων άυλων περιουσιακών στοιχείων |
account. | disposals of existing tangible fixed assets | πωλήσεις υπαρχόντων υλικών περιουσιακών στοιχείων |
stat., market. | disposals of fixed assets | εξαγωγή ακινητοποιήσεων |
econ., stat. | domestic fixed asset formation | σχηματισμός εσωτερικού παγίου κεφαλαίου |
fin. | establishment of fixed parities | καθορισμός σταθερής ισοτιμίας |
econ. | estimation of the consumption of fixed capital at current prices | εκτίμηση της απόσβεσης πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές |
fin. | financial fixed asset | χρηματοπιστωτική ακινητοποίηση |
phys.sc. | fixed acidity | μόνιμη οξύτητα |
agric. | fixed acidity | σταθερή οξύτητα |
tech., construct. | fixed action | σταθερή δράση |
nat.sc. | fixed algorithm | στεγανός αλγόριθμος |
gov. | fixed allowance | πάγια αποζημίωση |
chem., el. | fixed ammonia | δεσμευμένη αμμωνία |
insur. | fixed annuity | σταθερή πρόσοδος |
insur. | fixed annuity | σταθερή πρόσοδος σε δολάρια |
insur. | fixed annuity | εγγυημένη πρόσοδος σε δολάρια |
earth.sc. | fixed aperture flowmeter | μετρητής παροχής με σταθερή περίσφιξη |
mun.plan., transp. | fixed arm rest | σταθερό μπράτσο καθίσματος |
fin. | fixed asset | πάγιο ενεργητικό |
fin. | fixed asset | ακινητοποιημένο ενεργητικό |
fin. | fixed asset account | λογαριασμός παγίου |
fin. | fixed asset investment | επένδυση πάγιου ενεργητικού |
stat., market. | fixed asset unit costs | κόστος ίδρυσης |
stat., market. | fixed asset unit costs | ιδρυτικό κόστος |
econ., account. | fixed assets | πάγιο ενεργητικό |
econ., account. | fixed assets | πάγιες εγκαταστάσει |
account. | fixed assets | πάγια στοιχεία του ενεργητικού; πάγια στοιχεία; πάγιο κεφάλαιο; πάγιο ενεργητικό |
account. | fixed assets | πάγια περιουσιακά στοιχεία |
econ., account. | fixed assets | πάγιο κεφάλαιο |
stat., market. | fixed assets produced on own account | κεφαλαιουχικά αγαθά για ίδιο λογαριασμό |
construct. | fixed axle gate | κυλιόμενο θυρόφραγμα |
stat., scient. | fixed base index | δείκτης σταθερής βάσης |
stat. | fixed base index | σταθερός δείκτης βάσεων |
construct. | fixed bearing | σταθερόν εφέδρανον |
chem. | fixed-bed catalyst | καταλύτης σταθερού στρώματος |
chem. | fixed-bed catalyst | καταλύτης σταθερής κλίνης |
coal., chem. | fixed bed combustion | καύση σε σχάρα |
chem. | fixed-bed reactor | αντιδραστήρας στερεάς κλίνης |
chem. | fixed-bed reactor | αντιδραστήρας σταθερής κλίνης |
gen. | fixed blade | σταθερή λεπίδα |
tech., industr., construct. | fixed blade of a rag beater | σταθερό μαχαίρι χτυπητή κουρελιών |
industr., construct. | fixed blade plane | ροκανίζω με σταθερή πλάνη |
industr., construct. | fixed blade plane | πλάνη με σταθερό πτερύγιο |
agric. | fixed bladed propeller | έλικα σταθερού βήματος |
mun.plan. | fixed bracket | σταθερή κονσόλα |
fin. | fixed but adjustable parities | σταθερές αλλά προσαρμοζόμενες ισοτιμίες |
econ., account. | fixed capital | πάγιο ενεργητικό |
econ., account. | fixed capital | πάγιες εγκαταστάσει |
econ., account. | fixed capital | πάγια περιουσιακά στοιχεία |
econ., account. | fixed capital | πάγιο κεφάλαιο |
fin. | fixed capital accounts | λογαριασμοί μονίμων κεφαλαίων |
econ. | fixed capital goods produced on own account | αγαθά πάγιου κεφαλαίου που παράγονται για ίδιο λογαριασμό |
met. | fixed carbon | μόνιμος άνθρακας |
med. | fixed cecum | σταθερόν τυφλόν |
gen. | fixed cells | σταθερές κυψελίδες |
tax. | fixed charge | πάγιο τέλος |
econ. | fixed charge | πάγια επιβάρυνση |
mater.sc., el. | fixed charge | σύνολο αξίας ρεύματος |
mater.sc., el. | fixed charge | χρέωση ισχύος |
fin. | fixed charge on real estate | εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων |
fin. | fixed charges | πάγιες επιβαρύνσεις |
earth.sc., mech.eng. | Fixed clearance gear pump | γραναζωτή αντλία σταθερού διακένου |
construct. | fixed coffer-dam | σταθερό πέτασμα από πασσαλοσανίδες |
med. | fixed cohort | κλειστή κοόρτη |
med. | fixed cohort | σταθερή κοόρτη |
med. | fixed cohort | κλειστή ομάδα πληθυσμού |
med. | fixed cohort | σταθερή ομάδα πληθυσμού |
agric. | fixed-comb hive | κυψέλη με σταθερές κηρήθρες |
med. | fixed combination of drugs | σταθερός φαρμακευτικός συνδυασμός |
fin. | fixed component | σταθερό στοιχείο |
econ. | fixed component of remuneration | σταθερό στοιχείο των αποδοχών |
construct. | fixed condition | συνθήκη πάκτωσης |
econ., IT | fixed connection | σταθερή σύνδεση |
med. | fixed constricting ring | μέθοδος στερέωσης Collet |
fin. | fixed conversion factor | σταθερός συντελεστής μετατροπής |
relig., patents. | fixed copy | υλικό ενσωματωμένο αντίτυπο |
med. | fixed coronary artery occlusive disease | μόνιμη αποφρακτική στεφανιαία αρτηριοπάθεια |
comp., MS | fixed cost | σταθερό κόστος (A cost that does not vary with changes in product delivery throughput or output) |
mater.sc., el. | fixed cost | σταθερό κόστος |
econ., account., commer. | fixed costs | σταθερό κόστος |
forestr. | fixed costs | γενικά έξοδα |
fin. | fixed costs | πάγιες επιβαρύνσεις |
gen. | fixed costs | πάγια έξοδα |
fin. | fixed coupon position | θέση σε τοκομερίδιο σταθερού επιτοκίου |
industr. | fixed crane | γερανός περιστρεφόμενου βραχίονα |
construct. | fixed-crest weir | φράγμα εκτροπής με μόνιμη στέψη |
fin., IT | fixed data key | κλείδα ελέγχου |
comp., MS | fixed database role | σταθερός ρόλος βάσης δεδομένων (A predefined role that exists in each database. The scope of the role is limited to the database in which it is defined) |
fin., account. | fixed deposit | καταθέσεις τακτής προθεσμίας |
gen. | fixed deposits/time deposits | κατάθεση τακτής προθεσμίας |
gen. | fixed deposits/time deposits | κατάθεση προθεσμίας |
comp., MS | fixed dialing | επιτρεπόμενες κλήσεις (A feature that allows a user to restrict the device to dial only the numbers or area codes that are specified) |
comp., MS | Fixed Dialing Number | Aριθμός επιτρεπόμενων κλήσεων (A mode that restricts outgoing calls to a fixed set of numbers) |
met., mech.eng. | fixed die half | σταθερός μισός τύπος |
met., mech.eng. | fixed die half | σταθερό μισό καλούπι |
met. | fixed dimensions | σταθερές διαστάσεις |
earth.sc., mech.eng. | fixed displacement pump | αντλία σταθερού εκτοπίσματος |
comp., MS | fixed document | σταθερό έγγραφο (A document format that displays a page exactly as the author intended, independent of the viewer's screen size or window size, dots per inch (dpi), available fonts, or any other system-specific settings. The page renders the same on any compatible device, ensuring a consistent experience for all users) |
insur. | fixed dollar annuity | εγγυημένη πρόσοδος σε δολάρια |
insur. | fixed dollar annuity | σταθερή πρόσοδος |
insur. | fixed dollar annuity | σταθερή πρόσοδος σε δολάρια |
environ., chem. | fixed dose procedure | μέθοδος της σταθερής δόσης |
industr., construct. | fixed drum type dryer | στεγνωτήριο σταθερού τυμπάνου |
nat.sc., life.sc. | fixed dune with herbaceous vegetation | σταθεροποιημένη θίνα με ποώδη βλάστηση |
tax. | fixed duty | κατ'αποκοπή δασμός |
fin., polit. | fixed duty free amount | καθορισμένο ποσόν με δασμό μηδέν; καθορισμένο ποσόν με μηδενικό δασμό |
fin., polit. | fixed duty-free amount | καθορισμένο ποσόν με δασμό μηδέν; καθορισμένο ποσόν με μηδενικό δασμό |
fin., polit. | fixed duty-free amounts | καθορισμένο ποσόν με δασμό μηδέν; καθορισμένο ποσόν με μηδενικό δασμό |
stat. | fixed effects constants model | μοντέλο σταθερών επιδράσεων |
math. | fixed effects constants model | μοντέλο σταθερών επιδράσεων |
agric. | fixed electric fence | μόνιμα εγκαταστημένος ηλεκτροφόρος φράκτης |
earth.sc., mech.eng. | fixed end moment | ροπή πάκτωσης |
construct. | fixed ended arch | αμφίπακτο τόξο |
construct. | fixed-ended beam | αμφίπακτη δοκός |
construct. | fixed-ended column | μονόπακτος στύλος |
fin., lab.law. | fixed entertainment allowance | κατ΄ αποκοπή αποζημίωση καθηκόντων |
chem., mech.eng. | fixed equilibrium | σταθερή ισορροπία |
fin. | fixed exchange | σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία |
fin., econ. | fixed exchange rate | σταθερή τιμή συναλλάγματος |
fin. | fixed exchange rate | σταθερές τιμές συναλλάγματος |
fin. | fixed exchange rate regimes | καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών |
fin. | fixed exchange rate relations | σταθερές συναλλαγματικές σχέσεις |
fin. | fixed exchange rate relations | καθορισμένες συναλλαγματικές σχέσεις |
econ., fin. | fixed exchange rate relationships | καθορισμένη συναλλαγματική σχέση' σταθερή συναλλαγματική σχέση |
econ., account., commer. | fixed expenses | σταθερό κόστος |
econ., commer., market. | fixed external reference price | πάγια εξωτερική τιμή αναφοράς |
construct. | fixed facility | μόνιμη εγκατάσταση |
law | fixed fee | δασμός σταθερού ποσού |
work.fl., IT, EU. | 2. Fixed field | μορφότυπο δεδομένων σταθερού πεδίου |
work.fl., IT | fixed field coding | κωδικοποίηση σταθερού πεδίου |
work.fl., IT | fixed field data format | μορφότυπο δεδομένων σταθερού πεδίου |
comp., MS | fixed file location | απόλυτη θέση αρχείου (The full or absolute address of a file - for example, www.microsoft.com/location/sublocation/filename.htm) |
industr. | fixed fire-fighting product | μόνιμη εγκατάσταση πυρόσβεσης |
fin. | fixed/fixed currency swaps | συμφωνίες ανταλλαγής πληρωμών σταθερών επιτοκίων σε διαφορετικά νομίσματα |
construct. | fixed floor space ratio | μέγιστος συντελεστής πυκνότητας δόμησης |
met. | fixed generator | σταθερό αεριογόνο |
life.sc. | fixed ground water | αμετακίνητον υπόγειον ύδωρ |
environ. | fixed growth | σταθερή ανάπτυξη |
health. | fixed guard | σταθερή προστατευτική συσκευή |
met. | fixed head blowpipe | καυστήρας συγκολλήσεως σταθερής κεφαλής |
gen. | fixed headquarters | μόνιμο στρατηγείο |
agric. | fixed hopper | σταθερή χοάνη |
gen. | fixed HQ | μόνιμο στρατηγείο |
med. | fixed hypertension | εγκατεστημένη υπέρταση |
med. | fixed idea | έμμονη ιδέα |
fin. | fixed income arbitrage | αρμπιτράζ σταθερού εισοδήματος |
fin. | fixed-income bond | ομολογία με σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed-income bond | ομολογία με σταθερό επιτόκιο εισόδημα |
fin. | fixed-income bond | ομολογία με σταθερό εισόδημα |
fin. | fixed-income equivalent | ισοδύναμο σταθερού εισοδήματος |
fin. | fixed-income instruments | τίτλοι σταθερού εισοδήματος |
fin. | fixed-income market | αγορά σταθερού εισοδήματος |
fin., social.sc., lab.law. | fixed-income security | χρηματιστηριακή αξία καθορισμένου εισοδήματος |
fin. | fixed-income security | χρεόγραφο σταθερού εισοδήματος τίτλος σταθερού εισοδήματος |
earth.sc., mech.eng. | fixed installation | σταθερή εγκατάσταση |
earth.sc., mech.eng. | fixed installation | μόνιμη εγκατάσταση |
tech. | fixed instrument | σταθερό όργανο |
fin. | fixed interest | σταθερό επιτόκιο |
stat., fin. | fixed-interest bearing security | τίτλος σταθερού εισοδήματος |
stat., fin. | fixed-interest bearing security | τίτλος μερίσματος |
fin. | fixed-interest bond | ομολογία με σταθερό επιτόκιο; ομολογία με σταθερό εισόδημα |
fin. | fixed-interest bond | ομολογία με σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed-interest bond | ομολογία με σταθερό εισόδημα |
fin. | fixed-interest bond | ομολογία με σταθερό επιτόκιο εισόδημα |
fin. | fixed interest rate | σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed interest rate finance | δάνειο με σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed interest rate instrument | νομική πράξη με σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed interest rate loan | δάνειο με σταθερό επιτόκιο |
stat., fin. | fixed-interest security | τίτλος μερίσματος |
stat., fin. | fixed-interest security | τίτλος σταθερού εισοδήματος |
fin. | fixed-interest security | τίτλοι σταθερού εισοδήματος |
fin. | fixed-interest security | χρεόγραφα σταθερού εισοδήματος |
fin. | fixed-interest security | τίτλοι με σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed investment | επενδύσεις παγίου κεφαλαίου |
fin. | fixed investment | επενδύσεις σε πάγια στοιχεία |
fin. | fixed investment | επενδύσεις κεφαλαιουχικών αγαθών |
met. | fixed jaw | σιαγώνα μεταφοράς ρεύματος |
chem. | fixed knife | σταθερό μαχαίρι |
nat.sc., agric. | fixed knot | στερεωμένος κόμβος |
gen. | fixed launching pad | σταθερός εκτοξευτής |
gen. | fixed launching pad | σταθερή εξέδρα εκτόξευσης |
comp., MS | fixed layout | σταθερή διάταξη (A layout that does not change as the screen size, aspect ratio, app size, or orientation changes) |
met. | fixed length | σταθερό μήκος |
work.fl., IT | fixed length data format | μορφότυπο δεδομένων σταθερού μήκους |
earth.sc. | fixed lens | φακός ορίζοντος |
gen. | fixed light | σταθερός φάρος |
gen. | fixed light | σταθερό φως |
fin., lab.law. | fixed local travel allowance | κατ΄αποκοπή αποζημίωση για έξοδα κίνησης |
fin., lab.law. | fixed local travel allowance | κατ'αποκοπή αποζημίωση μετακινήσης |
gen. | fixed marks | σταθερά σημεία |
nat.sc., agric. | fixed mechanical recording thermometer | σταθερό μηχανικό καταγραφικό θερμόμετρο |
industr. | fixed metal comb | σταθερό αντιχτένι |
industr., construct., mech.eng. | fixed mould | στερεωμένη μήτρα |
insur. | fixed objects | σταθερά αντικείμενα |
chem. | fixed oil | μόνιμο λάδι |
agric. | fixed oil | σταθερό λάδι |
fin. | fixed or mobile look-out structure | μόνιμος ή κινητός εξοπλισμός επιτήρησης |
met. | fixed oxygen cutting machine | μηχανή φλογοκοπής σταθερή |
met. | fixed oxygen cutting machine | μηχανή κοπής με φλόγα οξυγόνου σταθερή |
econ. | fixed party list | ψήφος χωρίς εκδήλωση προτίμησης |
mater.sc., el. | fixed payment tariff | τιμολόγιο πάγιας επιβάρυνσης |
mater.sc., el. | fixed payment tariff | τιμολόγιο κατ΄αποκοπή |
comp., MS | Fixed PDF | προκαθορισμένο PDF (A view mode that previews the PDF content in its native page-by-page form. This mode corresponds to how other commonly known PDF viewers, such as Windows Reader and Reader, preview a PDF) |
insur., unions. | fixed pecuniary benefits | παροχές κατ'αποκοπή |
fin. | fixed penalty | πάγιο πρόστιμο |
fin., account. | fixed period deposit | καταθέσεις τακτής προθεσμίας |
law, immigr. | fixed-period residence entitlement | άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου |
obs., law, immigr. | fixed-period residence entitlement | άδεια παραμονής ορισμένου χρόνου |
agric. | fixed periodic block | τμήμα δάσους μονίμου προορισμού |
agric. | fixed pitch propeller | έλικα σταθερού βήματος |
med. | fixed plaster bandage | σταθερός γύψινος επίδεσμος |
met., mech.eng. | fixed platen | σταθερή πλάκα υποστήριξης |
gen. | Fixed Platform Protocol | Πρωτόκολλο για την καταστολή παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας των σταθερών εγκαταστάσεων στην υφαλοκρηπίδα |
earth.sc., el. | fixed plug | σταθερό βύσμα |
earth.sc., el. | fixed plug | αρσενικός σταθερός ρευματοδότης |
tech. | fixed point | σταθερό σημείο |
environ., agric. | fixed-point detection | σταθερά σημεία ανιχνεύσεως |
industr., construct., chem. | fixed point sampling | Δειγματοληψία από σταθερή θέση |
gen. | fixed points | σταθερά σημεία |
med. | fixed-position monitoring instrument | μόνιμα εγκατεστημένος μετρητής ραδιενέργειας |
med. | fixed-position monitoring instrument | μόνιμα εγκατεστημένος ανιχνευτής ραδιενέργειας |
med. | fixed-position monitoring instrument | μόνιμα εγκατεστημένη συσκευή παρακολούθησης ραδιενέργειας |
construct. | fixed-position scaffold | σταθερό ανεξάρτητο ικρίωμα |
insur. | fixed premium | σταθερό ασφάλιστρο |
econ., fin. | fixed premium for the risk accepted | πάγιο ασφάλιστρο κινδύνου |
agric., construct. | fixed price | κατ'αποκοπήν τιμή |
account. | fixed price contract | σύμβαση σταθερού τιμήματος |
law | fixed-price contract with escalation | συμβόλαιο κατ'αποκοπή με μεταβλητή ρήτρα |
fin. | fixed price offer system | σύστημα σταθερών τιμών |
obs., fin. | fixed price offer system | τακτική διαδικασία |
obs., fin. | fixed price offer system | συνήθης διαδικασία |
fin. | fixed price offer system | εισαγωγή με σταθερή τιμή |
obs., fin. | fixed price offer system | κοινή διαδικασία |
comp., MS | fixed-price project | έργο με προκαθορισμένη τιμή (A type of project in which the customer pays a predetermined amount for the entire project) |
mater.sc. | fixed radio station | μόνιμος σταθμός ραδιοεπικοινωνίας |
fin. | fixed range | περιθώρια διακύμανσης |
fin. | fixed rate | σταθερές τιμές συναλλάγματος |
fin. | fixed rate | σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed-rate bond | ομολογία με σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed-rate bond | ομολογία με σταθερό επιτόκιο εισόδημα |
fin. | fixed-rate bond | ομολογία με σταθερό εισόδημα |
insur. | fixed-rate finance | χρηματοδότηση με σταθερό επιτόκιο |
fin. | Fixed rate instrument | Δημοπρασία σταθερού επιτοκίου |
fin. | fixed-rate instrument | τίτλος σταθερού επιτοκίου |
econ. | fixed rate instrument | τίτλος σταθερού επιτοκίου |
fin. | fixed-rate interest | χρηματική ροή βάσει σταθερού επιτοκίου |
fin. | fixed-rate lender | εκδότης δανείων σταθερού επιτοκίου |
fin. | fixed-rate lender | δανειοδότης με σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed rate loan | δάνειο με σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed rate mortgage | ενυπόθηκο δάνειο σταθερού επιτοκίου |
fin. | fixed rate of interest | σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed-rate payer | αγοραστής της ανταλλαγής με σταθερό επιτόκιο |
fin. | fixed-rate position | θέση σταθερού επιτοκίου |
fin. | fixed-rate private placement | ιδιωτική τοποθέτηση με σταθερό επιτόκιο |
econ., fin. | fixed rate tender | δημοπρασία σταθερού επιτοκίου |
econ., fin. | fixed rate tender | δημοπρασία ποσού |
econ., fin. | fixed rate tender | δημοπρασία με καθορισμένο επιτόκιο |
fin. | fixed rate Treasury bill | έντοκο γραμμάτιο Δημόσιου σταθερού επιτοκίου |
insur. | fixed rate treaty | αντασφαλιστική σύμβαση σταθερού αντασφαλίστρου |
earth.sc., el. | fixed receptacle | σταθερός υποδοχέας |
earth.sc., el. | fixed receptacle | θηλυκός σταθερός ρευματοδότης |
earth.sc., mech.eng. | fixed restrictor | στραγγαλιστική βαλβίδα σταθερής διατομής |
industr., construct., met. | fixed roll | σταθερό ρολό |
industr., construct., met. | fixed roller | σταθερό ρολό |
construct. | fixed roller gate | κυλιόμενο θυρόφραγμα |
fin. | fixed sale | πάγια πώληση |
chem., el. | fixed salts | μη πτητικά άλατα |
stat. | fixed sample | σταθερό δείγμα |
environ. | fixed schedule of charges | σύστημα σταθερών τελών |
gen. | fixed seating | μόνιμα καθίσματα |
fin. | fixed-interest securities | χρεώγραφα σταθερού εισοδήματος; τίτλοι σταθερού εισοδήματος |
agric. | fixed self-aligning share | σταθερό ευθυγραμμιζόμενο υνί αρότρου |
gen. | fixed sequence manipulator | αυτόματος χειριστής σταθερής ακολουθίας |
agric. | fixed share | σταθερό υνί |
life.sc. | fixed ship | πλοίο καθορισμένης θέσης |
life.sc. | fixed ship station | σταθμός πάνω σε αγκυροβολημένο πλοίο |
gen. | fixed speed wind turbine | ανεμογεννήτρια σταθερής ταχύτητας |
met. | fixed spot welder | σταθερή συσκευή συγκόλλησης σημείου |
met. | fixed spot welding machine | σταθερή συσκευή συγκόλλησης σημείου |
insur. | fixed spread | σταθερό περιθώριο |
agric., construct. | fixed sprinkler system | μόνιμη εγκατάσταση |
agric., construct. | fixed sprinkler system | αμετακίνητη εγκατάσταση άρδευσης με τεχνητή βροχή |
gen. | fixed stations | σταθερά σημεία |
econ., commun. | fixed subscription costs | πάγιες δαπάνες συνδρομής' πάγια έξοδα συνδρομής |
insur. | fixed sum excess | αφαιρετέα απαλλαγή σταθερού ποσού |
tech., industr., construct. | fixed supply creel of a ring doubling and twisting frame | σταθερό ικρίωμα τροφοδοσίας αδελφωτικής και στριπτικής μηχανής με δακτυλίδι |
construct. | fixed support | πακτωμένο εφέδρανο |
construct. | fixed suspended scaffolding | σταθερό κρεμαστό ικρίωμα |
agric., construct. | fixed system | σύστημα διανομής κατά σταθεράν ημέραν |
chem. | fixed table | σταθερό τραπέζι |
chem. | fixed table | σταθερή πλάκα |
tech. | fixed tailstock | σταθερός κεντροφορέαςκουκουβάγια |
life.sc. | fixed target | σταθερός στόχος |
fin. | fixed term advance | προκαταβολή καθορισμένης διάρκειας |
fin., econ. | fixed-term advances rate | επιτόκιο προκαταβολών καθορισμένης διάρκειας |
gen. | fixed term assurance | ασφάλιση δήλης ημέρας terme fixe |
law, lab.law. | fixed-term contract | σύμβαση ορισμένου χρόνου |
law, lab.law. | fixed-term contract | σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου |
social.sc., empl. | fixed-term contract worker | εργαζόμενος ορισμένου χρόνου |
fin., account. | fixed-term deposit | καταθέσεις τακτής προθεσμίας |
fin. | fixed-term deposits | κατάθεση προθεσμίας |
social.sc., empl. | fixed-term work | εργασία ορισμένου χρόνου |
social.sc., empl. | fixed-term worker | εργαζόμενος ορισμένου χρόνου |
gen. | fixed theater | μόνιμα καθίσματα |
fin., lab.law. | fixed travel allowance | κατ΄αποκοπή αποζημίωση για έξοδα κίνησης |
fin., lab.law. | fixed travel allowance | κατ'αποκοπή αποζημίωση μετακινήσης |
insur. | fixed treaty | σταθερή αντασφαλιστική σύμβαση |
nat.sc. | fixed ultra-violet lamp | επιτραπέζια συσκευή υπεριώδους φωτός |
comp., MS | fixed value | σταθερή τιμή (A user-entered value or value from a static source that does not change unless manually altered by the user) |
tech., el. | fixed value | σταθερή τιμή |
math. | fixed variable | επεξηγηματική μεταβλητή |
math. | fixed variable | προβλεπόμενη μεταβλητή |
math. | fixed variable | μεταβλητή πρόβλεψης παλινδρομητής |
math. | fixed variable | ανεξάρτητη μεταβλητή |
math. | fixed variable | αιτιατή μεταβλητή |
chem. | fixed vegetable fats and oils,crude,refined or fractionated | σταθεροποιημένα έλαια και λίπη φυτικής προέλευσης,ακατέργαστα,εξευγενισμένα ή διαχωρισμένα |
comp., MS | fixed version | αμετάβλητη έκδοση (A file version that prohibits the viewer from making edits) |
tech. | fixed-volume enclosure | θάλαμος σταθερού όγκου |
tech., industr., construct. | fixed warping cone | σταθερός κώνος διασίματος |
tech., industr., construct. | fixed warping drum | σταθερό τύμπανο διάστρας |
life.sc. | fixed water | ύδωρ δεσμευμένου ύψους |
econ. | fixed weighted price index | σταθμισμένος δείκτης τιμών με σταθερές σταθμίσεις |
construct. | fixed wheel gate | κυλιόμενο θυρόφραγμα |
met. | fixed width | σταθερό πλάτος |
comp., MS | fixed-width text file | αρχείο κειμένου με πεδία σταθερού πλάτους (A file containing data, where each field has a fixed width) |
gen. | Fixed width type | Εκτύπωση σταθερού εύρους |
industr., construct. | fixed winding key | μόνιμο κλειδί για το κούρδισμα |
mun.plan., transp. | fixed window | παράθυρο με σταθερό τζάμι |
agric., mech.eng. | fixed-wire logging | εναέριος μεταφορά δια της βαρύτητος με σταθερόν συρματόσχοινον |
health. | fixed X-ray equipment | σταθερά X-rays |
health. | fixed X-ray generator | μόνιμα εγκαταστημένη γεννήτρια ακτίνων Χ |
econ. | fixed yield factor | σταθερός συντελεστής |
fin. | fixed-yield security | χρεόγραφο σταθερού εισοδήματος τίτλος σταθερού εισοδήματος |
account. | forfeit or fixed fee billing | καταπίπτω στέρηση σταθερού ποσού τιμολόγησης |
health., anim.husb. | formalin-fixed tissue | ιστός που μονιμοποιήθηκε με φορμόλη |
law, lab.law. | Framework Agreement on Fixed-term Work | Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου |
econ., fin. | gross fixed asset formation | δημιουργία ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου |
econ., fin. | gross fixed asset formation | ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου |
econ., fin. | gross fixed capital formation | ακαθάριστη επένδυση πάγιου κεφαλαίου; πάγια ακαθάριστη επένδυση; ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου |
econ., fin. | gross fixed capital formation | ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου |
fin. | gross fixed-capital formation | ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου |
fin. | gross fixed-capital formation | ακαθάριστη επένδυση παγίου κεφαλαίου |
econ., fin. | gross fixed capital formation | δημιουργία ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου |
econ. | gross fixed capital formation at basic prices | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε βασικές τιμές |
tax. | gross fixed capital formation at producers'prices excluding deductible VAT | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε τιμές παραγωγού χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ |
econ. | gross fixed capital formation at purchasers'prices excluding deductible VAT | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου σε τιμές αγοραστή χωρίς τον εκπεστέο ΦΠΑ |
econ. | gross fixed capital formation by branch of ownership | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά κλάδο κτήσης |
econ. | gross fixed capital formation by product branch producing capital goods | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά προϊόνκλάδος παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών |
econ. | gross fixed capital formation by product | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά προϊόν |
econ. | gross fixed capital formation by product and by branch of ownership | ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου κατά προϊόν και κλάδο κτήσης |
construct. | impermeable fixed weir | αδιαπέραστον αμετακίνητον φράγμα |
fin. | intangible fixed asset | άυλο στοιχείο πάγιου ενεργητικού |
account. | intangible fixed assets | άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία |
econ., account. | intangible fixed assets | άϋλα πάγια στοιχεία |
fin. | investment company with fixed capital | επενδυτικός οργανισμός κλειστού τύπου |
fin. | investment company with fixed capital | εταιρεία επενδύσεων κλειστού τύπου |
law | investment in fixed assets | επένδυση παγίου κεφαλαίου |
econ., fin. | investment in fixed capital | πάγια επένδυση |
econ., fin. | investment in fixed capital | επένδυση παγίου κεφαλαίου |
fin. | investments in fixed capital | επενδύσεις κεφαλαιουχικών αγαθών |
fin. | investments in fixed capital | επενδύσεις παγίου κεφαλαίου |
fin. | investments in fixed capital | επενδύσεις σε πάγια στοιχεία |
fin. | irrevocably fixed conversion rate | συναλλαγματική ισοτιμία που καθορίζεται αμετάκλητα |
law, fin. | irrevocably fixed exchange rate | αμετάκλητος καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών |
gen. | irrevocably fixed exchange rate | αμετάκλητα καθορισμένη ισοτιμία |
tech., industr., construct. | length of slot of an outer serrated fixed bar | μήκος αυλάκωσης εξωτερικά αυλακωτής σταθερής ράβδου |
industr., construct. | limit gauge with fixed jaws | καλίμπρα ορίων ανοχής με σταθερούς σιαγόνες |
fin. | loan with a fixed maturity | δάνειο με καθορισμένη διάρκεια |
fin. | loss on bonds and other fixed-income securities | ζημία από ομόλογα και άλλες χρηματιστηριακές αξίας καθορισμένου εισοδήματος |
agric., mech.eng. | low pressure fixed spray nozzle | εκτοξευτής με κεφαλή στην κορυφή |
agric., mech.eng. | low pressure fixed spray nozzle | ακροφύσιο χαμηλής πίεσης |
earth.sc., tech. | manoeuvre margin with stick fixed | περιθώριο ελιγμού με χειριστήριο δέσμιο |
earth.sc., tech. | manoeuvre margin with stick fixed | βασικό περιθώριο ελιγμού |
earth.sc., tech. | manoeuvre point with stick fixed | σημείο ελιγμού με χειριστήριο δέσμιο |
earth.sc., tech. | manoeuvre point with stick fixed | βασικό σημείο ελιγμού |
fin., account. | money lent for fixed period | καταθέσεις τακτής προθεσμίας |
insur. | mutual-type company with fixed subscription | αλληλασφαλιστική εταιρία με σταθερή συνδρομή |
fin. | negotiable debt securities including fixed-income securities | μεταβιβάσιμες ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως |
earth.sc., tech. | neutral point with stick fixed | ουδέτερο σημείο με χειριστήριο δέσμιο |
earth.sc., tech. | neutral point with stick fixed | βασικό ουδέτερο σημείο |
industr. | nozzle for fixed pressure water-spraying | ακροσωλήνιο ραντισμού |
law | obligations providing for fixed quantities | δεσμεύσεις για συγκεκριμένες ποσότητες |
insur. | official fixed interest rate financing | κρατική χρηματοδότηση με σταθερό επιτόκιο |
econ., market. | official fixed interest rate financing | δημόσια χρηματοδότηση με σταθερό επιτόκιο |
phys.sc. | optical filter with fixed air gap | οπτικό φίλτρο με σταθερό κενό αέρος |
fin. | original issue broken down into "pieces" with fixed nominal values | η αρχική έκδοση επιμερίζεται σε "τεμάχια" με σταθερές ονομαστικές αξίες 1 |
mater.sc., el. | other fixed works costs | σταθερό κόστος που εξαρτάται από την εγκατεστημένη ισχύ |
mater.sc., el. | other fixed works costs | λοιπές σταθερές δαπάνες παραγωγής |
mater.sc., el. | other fixed works costs | άλλο κόστος παγίων εργασιών |
account. | other intangible fixed assets | λοιπά άυλα πάγια περιουσιακά στοιχεία |
tech., industr., construct. | outer serrated fixed bar | σταθερή ράβδος με εξωτερική αυλάκωση |
tech., industr., construct. | overall length of outer serrated fixed bar | ολικό μήκος εξωτερικά αυλακωτής σταθερής ράβδου |
fin. | own-account fixed capital formation | επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου για ίδιο λογαριασμό |
fin. | payer of fixed rate swap | πληρωτής του σταθερού επιτοκίου ανταλλαγής |
law, transp., mater.sc. | permanently fixed | μόνιμα στερεωμένο |
industr. | permanently fixed light source | μόνιμη πηγή φωτισμού |
social.sc. | person of no fixed abode | περιπλανώμενος |
social.sc. | person of no fixed abode | άτομο χωρίς μόνιμη κατοικία |
social.sc. | person with no fixed abode | περιπλανώμενος |
social.sc. | person with no fixed abode | άτομο χωρίς μόνιμη κατοικία |
social.sc. | person with no fixed address | άτομο χωρίς μόνιμη κατοικία |
social.sc. | person with no fixed address | περιπλανώμενος |
social.sc. | person without fixed abode | περιπλανώμενος |
social.sc. | person without fixed abode | άτομο χωρίς μόνιμη κατοικία |
fin. | post-fixed coupon | εκ των υστέρων καθοριζόμενο τοκομερίδιο |
fin. | Post-fixed coupon | Εκ των υστέρων καθοριζόμενο τοκομερίδιο |
agric. | potato sorter with fixed screen | διαλογέας-ταξινομητής με τρύπες |
agric. | potato sorter with fixed screen | διάτρητος διαλογέας-ταξινομητής |
fin. | pre-fixed aid rate | προκαθορισμένο ποσό ενίσχυσης |
fin. | pre-fixed coupon | εκ των προτέρων καθοριζόμενο τοκομερίδιο |
fin. | Pre-fixed coupon | Εκ των προτέρων καθοριζόμενο τοκομερίδιο |
fin., agric. | price fixed at a standard rate in advance | προκαθορισμένη κατ'αποκοπή τιμή |
econ., stat. | price fixed by the government | τιμή καθορισμένη από το κράτος |
econ. | price fixed in advance | προκαθορισμένη τιμή |
fin. | price fixed with reference to importation into the Community | τιμή που καθορίζεται προκειμένου τα εμπορεύματα να εισαχθούν στην Kοινότητα |
econ. | prices established or fixed at regular intervals | τιμές που θεσπίζονται ή καθορίζονται σε κανονικά διαστήματα |
fin. | private placing at fixed rate | ιδιωτική επένδυση με σταθερό επιτόκιο |
fin. | profit on bonds and other fixed-income securities | κέρδος από ομόλογα και άλλες χρηματιστηριακές αξίας καθορισμένου εισοδήματος |
account. | progressive fixed costs | κλιμακωτά μεταβαλλόμενο κόστος |
gen. | Protocol for the Suppression of Unlawful Acts against the Safety of Fixed Platforms Located on the Continental Shelf | Πρωτόκολλο για την καταστολή παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας των σταθερών εγκαταστάσεων στην υφαλοκρηπίδα |
industr. | Protocol for the Suppression of Unlawful Acts Against the Safety of Fixed Platforms on the Continental Shelf | Πρωτόκολλο για την καταστολή των παράνοµων πράξεων κατά της ασφάλειας σταθερών εξεδρών που ευρίσκονται στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα |
gen. | Protocol of 2005 to the Protocol for the Suppression of Unlawful Acts against the Safety of Fixed Platforms Located on the Continental Shelf | Πρωτόκολλο του 2005 στο Πρωτόκολλο για την καταστολή των παράνομων πράξεων κατά της ασφάλειας σταθερών εξεδρών που ευρίσκονται στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα |
tech., industr., construct. | raising with fixed teasels | χνούδιασμα με σταθερά αγκάθια |
fin., econ. | rate of fixed investment | σταθερό επιτόκιο |
fin. | receiver of fixed rate swap | παραλήπτης του σταθερού επιτοκίου ανταλλαγής |
law, market. | reinvestment in fixed assets | επανεπένδυση σε πάγια στοιχεία |
econ. | reproducible fixed capital goods | αγαθά πάγιου κεφαλαίου που μπορεί να αναπαραχθούν |
stat., market. | retirements of fixed assets | εξαγωγή ακινητοποιήσεων |
life.sc., agric. | rocket with fixed detonator | πύραυλος με σταθερό πυροκροτητή |
earth.sc. | rotating glass prism with a fixed slit | περιστρεφόμενο πρίσμα από γυαλί με σταθερή σχισμή |
econ. | sale of existing fixed capital goods | πώληση των υφιστάμενων αγαθών πάγιου κεφαλαίου |
met. | seam welding using a fixed mandrel | συγκόλληση ραφής με σταθερό ρολό |
construct. | solid fixed weir | αδιαπέραστον αμετακίνητον φράγμα |
life.sc. | space fixed reference | σταθερό διαστημικό σύστημα αναφοράς |
agric., construct. | spray irrigation with fixed sprinkler system | αμετακίνητο σύστημα καταιονισμού |
earth.sc., transp. | static margin with stick fixed | στατικό περιθώριο με δέσμια χειριστήρια |
earth.sc., transp. | static margin with stick fixed | βασικό στατικό περιθώριο |
econ. | stock of fixed capital goods | υφιστάμενα αγαθά πάγιου κεφαλαίου |
account. | stocks of fixed assets | αποθέματα παγίων περιουσιακών στοιχείων |
econ. | supply of fixed capital goods free of charge | δωρεάν προμήθεια αγαθών πάγιου κεφαλαίου |
law, fin. | tangible fixed asset | ενσώματο πάγιο στοιχείο |
law, fin. | tangible fixed asset | ενσώματο πάγιο στοιχείο του ενεργητικού |
law, fin. | tangible fixed asset | ενσώματες ακινητοποιήσεις |
account. | tangible fixed assets | υλικά πάγια περιουσιακά στοιχεία |
econ., account. | tangible fixed assets | ενσώματα πάγια περιουσιακά στοιχεία' υλικά πάγια περιουσιακά στοιχεία |
fin. | temporary fixed allowance | κατ'αποκοπή επίδομα |
gen. | temporary fixed allowance | προσωρινή κατ'αποκοπή αποζημίωση |
med. | term fixed for vaccination | ημερομηνία εμβολιασμού |
nat.sc., agric. | tractor with integrated fixed cab | ελκυστήρας με μόνιμη καμπίνα |
construct. | tubular triangular trusses laid on fixed supports | σωληνοειδή τριγωνικά ζευκτά τοποθετημένα επάνω σε σταθερά στηρίγματα |
econ., fin. | valuation of gross fixed capital formation | αποτίμηση των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου |
fin., busin., labor.org. | value adjustments in respect of transferable securities held as financial fixed assets, participating interests and shares in ... | διορθώσεις της αξίας κινητών αξιών που έχουν χαρακτήρα πάγιων χρηματοπιστωτικών στοιχείων, συμμετοχών και μεριδίων σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις |
tax. | VAT invoiced to the producer on purchases of fixed capital goods and of goods put into stock | ΦΠA που τιμολογείται στον παραγωγό για τις αγορές αγαθών πάγιου κεφαλαίου και αγαθών που αποθεματοποιούνται |
tax. | VAT invoiced to the producer on purchases of fixed capital goods and of goods put into stock | ΦΠA επί των αγορών κεφαλαιουχικών αγαθών |
tech., industr., construct. | width of cut-out of an outer serrated fixed bar | πλάτος εγκοπής εξωτερικά αυλακωτής σταθερής ράβδου |
tech., industr., construct. | width of groove of an outer serrated fixed bar | πλάτος αύλακα εξωτερικά αυλακωτής σταθερής ράβδου |
tech., industr., construct. | width of slot of an outer serrated fixed bar | πλάτος αυλάκωσης εξωτερικά αυλακωτής σταθερής ράβδου |
stat., fin. | yield on fixed interest securities | απόδοση τίτλων με σταθερό μέρισμα |
stat., fin. | yield on fixed interest securities | απόδοση μετοχών σταθερού μερίσματος |