Subject | English | Greek |
fin., R&D. | appropriations earmarked for exploratory research | πιστώσεις για τη "διερευνητική έρευνα" |
med. | Community action in the field of information technology and telecommunications applied to health care-Advanced informatics in medicine-Exploratory action | Κοινοτική δράση στον τομέα της τεχνολογίας των πληροφοριών και των τηλεπικοινωνιών που εφαρμόζονται σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη-προηγμένη πληροφορική στον τομέα της ιατρικής-διερευνητική δράση |
ed., mater.sc. | Community action in the field of learning technologies-Development of European learning through technological advance-exploratory action | Κοινοτική δράση στον τομέα των τεχνολογιών της μάθησης-ανάπτυξη των μεθόδων μάθησης στην Ευρώπη με τη βοήθεια των προηγμένων τεχνολογιών-διερευνητική δράση |
gen. | Exploratory actions in multimedia publishing | Διερευνητικές δράσεις στον τομέα των κδόσεων με πολυμέσα |
gen. | Exploratory actions in multimedia publishing | Διερευνητικές δράσεις στον τομέα των εκδόσεων δια πολλαπλών μέσων |
transp., avia. | Exploratory actions on research and technological development in air transport | Διερευνητικές δράσεις έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στις αεροπορικές μεταφορές |
gen. | Exploratory actions on telematics for urban areas | Διερευνητικές δράσεις στην τηλεματική για αστικές περιοχές |
transp., construct. | exploratory adit | ερευνητική στοά |
R&D. | exploratory award | διερευνητική χορήγηση |
patents. | exploratory award | πριμ σκοπιμότητας |
fin. | Exploratory Awards | αποζημιώσεις διερεύνησης μεταφοράς τεχνολογίας |
agric. | exploratory campaign | ερευνητική αλιεία |
stat. | exploratory data analysis | διερευνητική ανάλυση δεδομένων |
math. | exploratory data analysis | ΔΑΔ |
coal., el. | exploratory development work | έρευνα |
coal., el. | exploratory development work | προπαρασκευαστικές ερευνητικές εργασίες |
gen. | exploratory discussion | διερευνητική συζήτηση |
ed. | exploratory document | προκαταρκτικό έγγραφο |
life.sc. | exploratory drill hole | ερευνητική γεώτρηση |
life.sc. | exploratory drill hole | αβαθής ερευνητική γεώτρηση |
coal., el. | exploratory drilling | ερευνητική γεώτρηση |
agric. | exploratory fishery | εξερευνητική αλιεία |
fish.farm. | exploratory fishing | πειραματική αλιεία |
fish.farm. | exploratory fishing voyage | περίοδος πειραματικής αλιείας |
fish.farm. | exploratory fishing voyage | πειραματική αποστολή αλιείας |
med. | exploratory laparotomy | διερευνητική λαπαροτομία |
gen. | exploratory mission | διερευνητική αποστολή |
gen. | exploratory opinion | διερευνητική γνωμοδότηση |
IT | exploratory prototyping | διερευνητική προτυποποίηση |
fin. | exploratory research | προπαρασκευαστική έρευνα |
R&D. | exploratory research | αναγνωριστική έρευνα |
nat.sc. | exploratory research | έρευνα ανίχνευσης |
stat., agric. | exploratory sampling | διερευνητική δειγματοοληψία,ανιχνευτική δειγματοληψία |
stat. | exploratory survey | διερευνητική έρευνα |
gen. | exploratory talk | διερευνητική συνομιλία' διερευνητική συζήτηση |
comp., MS | exploratory testing | διευρενητική δοκιμή (The testing of an application without a set of tests defined in advance) |
oil | exploratory well | ερευνητική γεώτρηση |
med. | medico-therapeutic exploratory talk | ψυχοθεραπευτική συνομιλία |
life.sc. | shallow exploratory drill hole | ερευνητική γεώτρηση |
life.sc. | shallow exploratory drill hole | αβαθής ερευνητική γεώτρηση |