Subject | English | Greek |
law | to act in the exercise of the powers of a public authority | ενεργώ στα πλαίσια της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας |
law | activities which are connected with the exercise of official authority | οι δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας |
med. | apparatus for rotation exercises of the feet | συσκευή για περιστροφικές ασκήσειςπεριστροφήτου ποδιού |
med. | apparatus for rotation exercises of the wrist | συσκευή για τις περιστροφικές ασκήσειςπεριστροφήτου καρπού του χεριού |
med. | apparatus for trunk exercises | συσκευή για ασκήσεις του θώρακα |
med. | apparatus for walking exercises | συσκευή για την εξάσκηση στο βάδισμα |
fin. | automatic exercise | αυτόματη άσκηση |
nat.sc., industr. | benchmark exercise | δοκιμή επιδόσεων |
med. | breathing exercises | αναπνευστικές ασκήσεις |
tech. | calibration exercise | άσκηση βαθμονόμησης |
gen. | calibration exercise of equipment | διακρίβωση του εξοπλισμού |
econ. | capacity to exercise rights | δικαιοπρακτική ικανότητα |
gen. | CMX-type exercise | ασκήσεις τύπου CMX |
gen. | Command Field Exercise | άσκηση διοικήσεων επί εδάφους |
gen. | committee assisting the Commission in the exercise of powers | επιτροπή στον τομέα Aνάθεση αρμοδιοτήτων |
environ. | Community simulation exercises | κοινοτικές ασκήσεις αντιμετώπισης εικονικών καταστάσεων |
law | conditions for the exercise of the right of priority | προϋποθέσεις εφαρμογής του δικαιώματος προτεραιότητος |
gen. | consolidation exercise | ενέργεια κωδικοποίησης |
med. | constrictive exercise | συσφιγκτική άσκησις |
gen. | Council Decision laying down the procedures for the exercise of implementing powers conferred on the Commission | Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή |
gen. | Council exercise planning staff | Ομάδα του Συμβουλίου για τη σχεδίαση ασκήσεων' Προσωπικό του Συμβουλίου για τη σχεδίαση ασκήσεων |
gen. | Council exercise planning team | Ομάδα του Συμβουλίου για τη σχεδίαση ασκήσεων' Προσωπικό του Συμβουλίου για τη σχεδίαση ασκήσεων |
gen. | Council exercise programming staff | Ομάδα του Συμβουλίου για τον προγραμματισμό ασκήσεων' Προσωπικό του Συμβουλίου για τον προγραμματισμό ασκήσεων |
gen. | Council exercise programming team | Ομάδα του Συμβουλίου για τον προγραμματισμό ασκήσεων' Προσωπικό του Συμβουλίου για τον προγραμματισμό ασκήσεων |
law | crime linked to the exercise of a public duty | έγκλημα που συνδέεται με την άσκηση καθηκόντων στο δημόσιο τομέα |
law, social.sc. | cross-border exercise of right of access | διασυνοριακή άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επικοινωνίας |
gen. | dedicated exercise section | τμήμα ασκήσεων |
health. | deficiency diseases due to lack of exercise | νοσήματα που προκαλούνται από μείωση της κινητικότητας |
gen. | design of exercises | σχεδιασμός των ασκήσεων |
fin. | discharge exercise | διαδικασία απαλλαγής |
gen. | Draft Convention on the extension of the Brussels Convention to matrimonial matters and to ancillary questions concerning the exercise of parental authority | Σχέδιο Σύμβασης σχετικά με την επέκταση της Σύμβασης των Βρυξελλών στις γαμικές διαφορές και στα παρεπόμενα ζητήματα άσκησης της γονικής μέριμνας |
fin. | due diligence exercise | διαδικασία δέουσας επιμέλειας |
fin. | due diligence exercise | έλεγχος δέουσας επιμέλειας |
gen. | end of exercise | τέλος της άσκησης |
gen. | End of the Exercise | τέλος της άσκησης |
gen. | EU exercise implementation | εκτέλεση ασκήσεων ΕΕ' διεξαγωγή ασκήσεων ΕΕ |
gen. | EU exercise programming | προγραμματισμός των ασκήσεων ΕΕ |
busin., labor.org. | European Convention on the exercise abroad of certain powers by the liquidator in bankruptcy proceedings and on the information of foreign creditors | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από το σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών σε θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτές |
gen. | European Convention on the exercise of children's rights | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών |
law, lab.law. | to exercise a profession | απασχολούμαι |
gen. | exercise activity | δραστηριότητα άσκησης' άσκηση |
fin. | to exercise an option | ασκώ το δικαίωμα αγοράς/πώλησης |
life.sc. | exercise area | περιοχή ασκήσεων |
life.sc. | exercise area | ζώνη ασκήσεων |
law | exercise at first instance the jurisdiction conferred on the Court of Justice | άσκηση σε πρώτο βαθμό των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στο Δικαστήριο |
gen. | Exercise Authority | αρχές της άσκησης |
med. | exercise bath | υδρογυμναστική |
industr., construct. | exercise book | σχολικό τετράδιο |
immigr., tech. | exercise-book stitch | ραφή στο δίπλωμα των φύλλων |
gen. | exercise budgeting | κατάρτιση προϋπολογισμού της άσκησης |
gen. | exercise community | κοινότητα ασκήσεων' συμμετέχοντες στην άσκηση |
fin. | exercise date and striking price | ημέρα και τιμή άσκησης |
gen. | exercise director | διευθυντής ασκήσεως |
gen. | exercise establishment | προγραμματισμός των ασκήσεων ΕΕ |
gen. | exercise expert | εμπειρογνώμονας ασκήσεων |
gen. | to exercise functions | εκπληρώ καθήκοντα |
gen. | exercise in readiness | άσκηση ετοιμότητας |
gen. | exercise induced asthma | άσθμα προκαλούμενο από άσκηση |
fin. | exercise of a preemptive right | άσκηση του δικαιώματος προτιμήσεως |
fin. | exercise of an option | άσκηση οψιόν |
econ., market. | exercise of governmental authority | υπηρεσία που παρέχεται κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας |
gen. | exercise of official authority | άσκηση της δημόσιας εξουσίας |
proced.law. | exercise of parental responsibility | άσκηση της γονικής μέριμνας |
law | exercise of powers conferred by public law | άσκηση της δημόσιας εξουσίας |
law | exercise of right of access | άσκηση του δικαιώματος προσωπικής επαφής |
econ., fin. | exercise of rights or conversion | άσκηση προαίρεσης ή μετατροπής |
fin. | exercise of the right of pre-emption | άσκηση του δικαιώματος προτιμήσεως |
transp., avia. | exercise of traffic rights | άσκηση των δικαιωμάτων της κυκλοφορίας |
transp. | exercise of traffic rights | άσκηση μεταφορικών δικαιωμάτων |
law | exercise one's powers | ασκώ τις αρμοδιότητές μου |
law | to exercise one's statutory exclusive rights | ασκώ τα αποκλειστικά μου δικαιώματα |
industr., construct. | exercise paper | τετράδιο |
gen. | exercise planning capacity | ικανότητα σχεδίασης ασκήσεων |
gen. | exercise planning process | διαδικασία σχεδίασης ασκήσεων |
gen. | exercise player | συμμετέχων στις ασκήσεις |
gen. | to exercise powers | ασκώ εξουσίες |
gen. | exercise powers, to | ασκώ εξουσίες |
fin., account. | exercise price | τιμή εξάσκησης |
fin., account. | exercise price | τιμή άσκησης του δικαιώματος |
gen. | Exercise Process | διαδικασία ασκήσεων |
gen. | exercise related activity | δραστηριότητα σχετική με την άσκηση |
gen. | Exercise Road Map | "χάρτης πορείας" άσκησης |
polit. | Exercise Section | υποτμήμα ασκήσεων |
law | to exercise the functions of President | ασκώ την προεδρία |
law | exercise the juridiction | ασκώ τη δικαιοδοσία |
gen. | to exercise the right of ownership with respect to special fissile materials | ασκεί το δικαίωμα κυριότητος επί των ειδικών σχασίμων υλικών |
law | to exercise the rights conferred by a patent | ασκώ τα δικαιώματα που μου έχουν χορηγηθεί από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας |
med. | exercise tolerance test | ηλεκτροκαρδιογραφία προσπάθειας |
med. | exercise tolerance test | ηλεκτροκαρδιογράφημα της προσπάθειας ή κόπωσης |
polit. | Exercises Branch | υποτμήμα ασκήσεων |
law | failure to fulfil an obligation under national law to exercise supervision or control | παράλειψη εκτελέσεως υποχρέωσης για την άσκηση επίβλεψης ή ελέγχου σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο |
gen. | field exercise | Τακτική Ασκηση μετά Στρατεύματος Απλής Ενέργειας |
gen. | Final Exercise Report | τελική έκθεση άσκησης |
law | firm appointed to exercise the monopoly | επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η άσκηση μονοπωλίου |
med. | fixation exercise | ισομετρική μυική άσκηση |
med. | hematuria caused by exercise | αιματουρία κόπωσης |
environ. | hydrodynamic numerical exercise | αριθμητική άσκηση υδροδυναμικής |
tech. | intercomparison exercise of calorimeters | άσκηση διασυγκρίσεως θερμιδομέτρων |
gen. | Joint Exercise Study | μελέτη κοινών ασκήσεων |
med. | Kegel exercises | ασκήσεις Kegel |
med. | Klapp creeping exercises | μέθοδος αντικατάστασης του Klapp |
econ., fin. | liability-reducing exercise | ενέργειες μείωσης των υποχρεώσεων |
proced.law. | limiting the exercise of parental responsibility | μερική αφαίρεση της άσκησης της γονικής μέριμνας |
proced.law. | limiting the exercise of parental responsibility | μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας |
gen. | live exercise | πραγματική άσκηση |
industr., construct. | loose sheets of exercise paper for school honerwork | φύλλα σχολικών ασκήσεων μη συρραμμένα |
ed. | membership of trade unions and the exercise of rights attaching thereto | συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και άσκηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων |
gen. | military exercise | στρατιωτική άσκηση' στρατιωτικές ασκήσεις |
gen. | NATO Exercise Program | πρόγραμμα ασκήσεων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ |
gen. | NATO's exercise capacities | ασκήσεις των ικανοτήτων του ΝΑΤΟ |
gen. | officer conducting the exercise | αξιωματικός διεξαγωγής ασκήσεων' αξιωματούχος υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ασκήσεων |
gen. | officer scheduling the exercise | αξιωματικός σχεδιασμού ασκήσεως' αξιωματούχος υπεύθυνος για το σχεδιασμό ασκήσεως |
gen. | official conducting the exercise | αξιωματικός διεξαγωγής ασκήσεων' αξιωματούχος υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ασκήσεων |
gen. | official scheduling the exercise | αξιωματικός σχεδιασμού ασκήσεως' αξιωματούχος υπεύθυνος για το σχεδιασμό ασκήσεως |
polit. | Operations and Exercises Directorate | Διεύθυνση "Επιχειρήσεις και ασκήσεις" |
polit. | Operations and Exercises Division | τμήμα επιχειρήσεων και ασκήσεων |
med. | pendular movement exercise | εκκρεμοειδείς κινήσεις εξάσκησης |
transp., avia. | mutual acceptance of personnel licences for the exercise of functions in civil aviation | αμοιβαία αποδοχή των αδειών άσκησης επαγγέλματος του προσωπικού της πολιτικής αεροπορίας. |
med. | physical exercise for invalids | φυσιοθεραπεία ασθενών |
R&D. | pilot exercise | πιλοτική δράση' πιλοτικό έργο' πιλοτικό πρόγραμμα |
commun. | Planning exercise in telecommunications technologies | Δοκιμαστικός σχεδιασμός στον τομέα των τεχνολογιών των τηλεπικοινωνιών |
gen. | to prejudice a Member in the exercise of his office | θίγω την άσκηση της εντολής |
lab.law. | private company exercising placement activities | ιδιωτική εταιρεία εξεύρεσης εργασίας |
law, construct. | Protocol on the exercise of shared competence | Πρωτόκολλο σχετικά με την άσκηση των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων |
med. | quantified exercise test | δοκιμασία ποσοτικοποιημένων ασκήσεων |
fin. | random exercise | στοχαστική άσκηση οψιόν |
fin. | regular ex ante exercise | περιοδική αξιολόγηση "ex ante" |
fin. | regular ex post exercise | περιοδική αξιολόγηση "ex post" |
gen. | Regulation laying down the rules and general principles concerning mechanisms for control by Member States of the Commission's exercise of implementing powers | Κανονισμός για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή |
law | right exercised against third parties | δικαίωμα που ασκείται έναντι τρίτων |
law | rights and immunities necessary to the independent exercise of their duties | αναγκαία δικαιώματα και εγγυήσεις για την ανεξάρτητη άσκηση των καθηκόντων |
industr., construct. | school exercise book | σχολικό τετράδιο |
gen. | screening exercise on Commission's services | screening των υπηρεσιών της Επιτροπής |
ed. | simulation exercises | παραδείγματα προσομοίωσης |
fin. | six-monthly multilateral surveillance exercise | εξαμηνιαία άσκηση πολυμερούς εποπτείας |
gen. | start of exercise | έναρξη της άσκησης |
gen. | Start of the Exercise Situation | έναρξη της άσκησης |
fin. | subscription right not exercised | δικαίωμα εγγραφής που δεν ασκείται |
social.sc., empl. | table-top exercise | άσκηση επί χάρτου |
gen. | the Assembly shall exercise the advisory powers | η Συνέλευση ασκεί τις συμβουλευτικές εξουσίες |
gen. | the Commission shall exercise the powers... | η Eπιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητες που... |
patents. | the enjoyment and the exercise of these rights | η απόλαυση και η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών |
fin. | the exercise of the banking profession | η άσκηση τραπεζικού επαγγέλματος |
med. | treadmill exercise testing | ηλεκτροκαρδιογραφία προσπάθειας |
med. | treadmill exercise testing | δοκιμασία βαδίσματος σε κυλιόμενο τάπητα |
med. | treadmill exercise testing | ηλεκτροκαρδιογράφημα της προσπάθειας ή κόπωσης |
gen. | Working Group on Exercises | Ομάδα "Ασκήσεις" |