Subject | English | Greek |
chem. | acetic ether | οξικός αιθέρας |
agric., chem. | acetic ether | οξεικός αιθυλεστέρας |
chem. | acyclic ether | άκυκλος αιθέρας |
chem. | acyl ether | ασύλ-αιθέρας |
chem. | alkyl ether | αλκύλ-αιθέρας |
chem. | alkylol aminopolyglycol ether | αλκυλολαμινοπολυγλυκολ-αιθέρας |
med. | benzoic ether | βενζοϊκός αιθέρας |
chem. | bis chloromethyl ether | διχλωρομεθυλαιθέρας |
med. | bis 2-hydroxyethyl ether | διαιθυλαινογλυκόλη |
food.ind., chem. | bishydroxyphenylmethane bis2,3-epoxypropylether | δι2,3-εποξυπροπυλαιθέρας του δι-υδροξυφαινυλομεθανίου |
food.ind., chem. | 2, 2-bis4-hydroxyphenylpropane bis2,3-epoxypropyl ether | δι2,3-εποξυπροπυλαιθέρας του 2,2-δι4-υδροξυφαινυλοπροπανίου |
food.ind. | cellulose ethyl ether | αιθυλοκυτταρίνη |
food.ind. | cellulose ethyl ether | αιθυλαιθέρας κυτταρίνης |
chem. | chlorodimethyl ether | χλωρομεθυλο-μεθυλικός αιθέρας |
chem. | chlorodimethyl ether | χλωροδιμεθυλαιθέρας |
chem. | chlorodimethyl ether | χλωρομεθυλο-μεθυλαιθέρας |
chem. | chlorodimethyl ether | χλωροδιμεθυλικός αιθέρας |
chem. | chloromethyl methyl ether | χλωροδιμεθυλικός αιθέρας |
chem. | chloromethyl methyl ether | χλωροδιμεθυλαιθέρας |
chem. | chloromethyl methyl ether | χλωρομεθυλο-μεθυλαιθέρας |
chem. | chloromethyl methyl ether | χλωρομεθυλο-μεθυλικός αιθέρας |
chem. | chloromethyl-methyl-ether | χλωρομεθυλομεθυλαιθέρας |
chem. | dichloroethyl ether | διχλωριούχος αιθυλικός αιθέρας |
chem. | 2, 4-dichlorophenyl 4-nitrophenyl ether | διχλωρο-φαινυλ- |
chem. | 2, 4-dichlorophenyl4-nitrophenyl ether | ΝitrofenISO |
chem. | 2, 4-dichlorophenyl4-nitrophenyl ether | 2,4-διχλωροφαινυλο-4-νιτροφαινυλικός αιθέρας |
chem. | diethyl ether | διαιθυλαιθέρας |
chem. | diethyl ether | διαιθυλικός αιθέρας |
pharma. | diethylene glycol monoethyl ether | μονοαιθυλαιθέρας της διαιθυλενογλυκόλης |
chem. | dimethyl ether | διμεθυλαιθέρας |
chem. | diphenyl ether | διφαινυλαιθέρας |
chem. | ester of glycol ether | εστέρας αιθερογλυκόλης |
med. | ether narcosis | νάρκωση με αιθέρα |
health., agric., anim.husb. | ether of polyglycerol and of alcohols obtained by the reduction of oleic and palmitic acids | αιθέρας της πολυγλυκερόλης και αλκοολών, παραγομένων από την αναγωγή ολεϊκών και παλμιτικών οξέων ; Ε 489 |
med. | ether pain | πόνος από εσωτερική χορήγηση αιθέρα |
med. | ether pain | πόνος από χρήση αιθέρα |
chem. | ether p-chlorophenyl glycerol | ρ-χλωρο-φαινυλο-γλυκερικός αιθέρας |
chem. | ether p-chlorophenyl glycerol | χλωροφαινεκίνη |
chem. | ether p-chlorophenyl glycerol | χλωροφαινεσίν |
med. | ether reflex | αντανακλαστικό αιθέρα |
med. | ether vaporizer | αιθεροεξατμιστής |
chem. | ethyl ether | αιθυλαιθέρας |
health., chem. | ethyl ether | θειικός αιθέρας |
health., chem. | ethyl ether | αιθυλικός αιθέρας |
chem. | ethyl ether | διαιθυλαιθέρας |
food.ind. | ethyl ether of cellulose | αιθυλαιθέρας κυτταρίνης |
food.ind. | ethyl ether of cellulose | αιθυλοκυτταρίνη |
chem. | ethyl methyl ether | μεθυλαιθυλαιθέρας |
chem. | ethyl tertiary butyl ether | Αιθυλοτριτοβουτυλαιθέρας |
chem. | ethylene glycol monoethyl ether | 2-μovoαιθυλαιθέρας της αιθυλεvoγλυκόλης |
chem. | ethylene glycol monoethyl ether | αιθυλoγλυκόλη |
chem. | ethylene glycol monoethyl ether | μονοαιθυλαιθέρας της αιθυλενο-γλυκόλης |
chem. | ethylene glycol monoethyl ether | 2-αιθoξυαιθαvόλη |
chem. | ethylene glycol monomethyl ether | μονομεθυλαιθέρας της αιθυλενογλυκόλης |
chem. | fluorinated ether | φθοριωμένος αιθέρας |
med. | glyceryl ether phospholipid | γλυκερυλοαιθεροφωσφολιπίδιο |
chem. | hydroxyethyl cellulose ether | υδροξυαιθυλικός αιθέρας κυτταρίνης |
chem. | hydroxypropyl cellulose ether | υδροξυπροπυλικός αιθέρας κυτταρίνης |
chem. | isobutyl vinyl ether | ισοβουτυλοβινυλαιθέρας |
chem. | methyl ether | διμεθυλαιθέρας |
chem. | methyl ether | -μεθυλαιθέρας |
chem. | methyl tertiary butyl ether | μεθυλ-τριτβουτυλ-αιθέρας |
chem. | methyl tertiary butyl ether | Μεθυλοτριτοβουτυλαιθέρας |
social.sc. | morphine methyl ether | μεθυλική μορφίνη |
social.sc. | morphine methyl ether | κωδεΐνη |
food.ind., chem. | novolac glycidyl ether | διγλυκιδυλαιθέρας του Novolac |
agric. | oenanthic ethers | οινανθικοί εστέρες |
health., chem. | pentabromodiphenyl ether | πενταβρωμοδιφαινυλαιθέρας |
chem. | pentaerythritol diallyl ether | διαλλυλαιθέρας του πενταερυθρίτη |
chem. | perfluoromethyl vinyl ether | υπερφθορομεθυλοβινυλαιθέρας |
chem. | perfluoropropyl perfluorovinyl ether | υπερφθοροπροπυλουπερφθοροβινυλαιθέρας |
chem. | petroleum ether | βενζίνη |
chem. | petroleum ether | πετρελαϊκός αιθέρας |
chem. | polyarylene ether ketone | αιθερική κετόνη του πολυαρυλενίου |
environ., chem. | polybrominated diphenyl ether | πολυβρωμιούχος διφαινυλαιθέρας' πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρας |
chem. | polybrominated diphenyl ether | πολυβρωμιωμένος διφαινυλαιθέρας |
chem. | polybromobiphenyl ethers | πολυβρωμοδιφαινυλαιθέρας |
chem. | polyether ether ketone | πολυαιθερική αιθερική κετόνη |
chem. | polyether ketone ether ketone ketone | πολυαιθερική κετόνη αιθέρων κετόνης κετόνης |
chem. | polyether ketone ether ketone ketone | πολυαιθερική κετόνη αιθέρα κετόνης |
food.ind., chem. | polyethylene glycol monostearyl ether | μονοστεατυλαιθέρας της πολυαιθυλενογλυκόλης |
chem. | polyethyleneglycol monoalkyl ether | μονοαλκυλοαιθέρας της πολυαιθυλενογλυκόλης |
chem. | polyglycidyl ether | πολυγλυκιδικός αιθέρας |
food.ind., chem. | polyoxyl stearyl ether | μονοστεατυλαιθέρας της πολυαιθυλενογλυκόλης |
industr., construct., chem. | polyvinyl ether | πολυβινυλοαιθέρας |
chem. | polyvinyl ether | πολυβινυλικός αιθέρας |
chem. | polyvinylchloride-isobutyl ether | αιθέρας πολυβινυλοχλωριδίου-ισοβουτυλενίου |
med. | professional ether-poisonings | επαγγελματικές δηλητηριάσεις με αιθέρα |
chem. | propylene-glycol-ether | αιθέρας προπυλενογλυκόλης |
med. | slight ether narcosis | μέθη με αιθέρα |
agric., food.ind. | starch ether | αιθεροποιημένο άμυλο |
chem. | thio-ether | θειο-αιθέρας |