DictionaryForumContacts

Terms containing enforceable | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
lawto be enforceableαποτελώ εκτελεστό τίτλο
law, patents.decisions shall be enforceableοι αποφάσεις αποτελούν τίτλο εκτελεστό
construct.enforceable architectureκατ'επιταγήν αρχιτεκτονική
lawenforceable decisionεκτελεστή απόφαση
lawenforceable decisionεκτελεστή διάταξη
lawenforceable instrumentεκτελεστός τίτλος
lawenforceable judgmentεκτελεστός τίτλος
lawenforceable judgmentεκτελεστή απόφαση
lawenforceable judgmentεκτελεστική απόφαση
gen.enforceable judgmentεκτελεστή απόφαση' καταδικαστική απόφαση
lawenforceable judgment even if there is still a right to appealεκτελεστή απόφαση κατά της οποίας μπορεί ακόμη να ασκηθούν μέσα
lawenforceable titleεκτελεστός τίτλος
lawenforceable without further formalityεκτελεστός αυτοδικαίως
lawjudgment which is enforceable notwithstanding that it may be appealed againstδικαστική αποφαση που είναι εκτελεστή παρά την άσκηση εφέσεως ή ανακοπής
lawjudgment which is enforceable only provisionallyδικαστική απόφαση που είναι προσωρινά εκτελεστή
account.legally enforceable rightνομικά ισχυρό δικαίωμα
account.legally enforceable rightεκτελεστό δικαίωμα
lawprovisionally enforceableπροσωρινά εκτελεστός
lawprovisionally enforceable judgmentπροσωρινώς εκτελεστή απόφαση
fin., commun.rate with an enforceable exclusivity clauseτιμολόγιο με εκτελεστή ρήτρα αποκλειστικότητας
lawthe decision shall be enforceableη απόφαση αποτελεί τίτλο εκτελεστό
lawthe judgments of the Court of Justice shall be enforceableοι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι εκτελεστές

Get short URL