Subject | English | Greek |
law, fin., commun. | contract concluded electronically | σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα |
industr., construct., chem. | electronically conducting glass | Hλεκτρονικά αγώγιμο γυαλί |
industr., construct., chem. | electronically conductive glass | Hλεκτρονικά αγώγιμο γυαλί |
el. | electronically-controllable coupler | ηλεκτρονικά ελέγξιμος συζεύκτης |
transp., mil., grnd.forc., tech. | electronically controlled range switch | ηλεκτρονικός διακόπτης αλλαγών κλίμακας |
commun., IT | electronically-despun antenna | κεραία ηλεκτρονικής αντιαυτοπεριδίνησης |
gen. | electronically-operated proximity fuse | ραδιοκατευθυνόμενος πυροσωλήνας κοντινής απόστασης |
cultur. | electronically operated shutter | ηλεκτρομαγνητική διάταξη τηλεχειρισμού |
el. | electronically scanning microwave radiometer | μικροκυματικό ακτινόμετρο με ηλεκτρονική εξερευνητική σάρωση |
IT | electronically signed data | ηλεκτρονικώς υπογεγραμμένο δεδομένο |
IT | electronically transmitted document | ηλεκτρονικό έγγραφο |
el. | electronically tunable receiver | ηλεκτρονικά συντονιζόμενος δέκτης |
tax. | special scheme for electronically supplied services | ειδικό καθεστώς για υπηρεσίες που παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα |