Subject | English | Greek |
econ., min.prod. | A resource-efficient Europe | αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη |
econ., min.prod. | A resource-efficient Europe | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους |
IT | Advanced techniques integration into efficient scientific application software | ολοκλήρωση προωθημένων τεχνικών για αποδοτικό λογισμικό σε επιστημονικές εφαρμογές |
econ., energ.ind. | Agreement between the Government of the United States of America and the European Community on the coordination of energy-efficient labelling programs for office equipment | Συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σχετικά με το συντονισμό προγραμμάτων επισήμανσης της ενεργειακής απόδοσης για το γραφειακό εξοπλισμό |
environ., energ.ind. | aid scheme to promote efficient use of energy | καθεστώς ενισχύσεων υπέρ της ορθολογικής χρήσης της ενέργειας |
stat., scient. | asymptotically efficient estimator | ασυμπτωτικά αποτελεσματική εκτιμήτρια |
stat. | asymptotically efficient estimator | ασυμπτωτικά αποτελεσματικός εκτιμητής |
el. | bandwidth efficient zero suppression | ευροζωνικά αποδοτική καταστολή μηδενικών |
commun. | comparably efficient interconnection in ONP | συγκρίσιμα αποδοτική διασύνδεση στην ONP |
commun. | comparably efficient interconnection | συγκρίσιμα αποδοτική διασύνδεση |
IT | Development of an efficient functional programming system for the support of prototyping | ανάπτυξη ενός αποδοτικού λειτουργικού συστήματος για την υποστήριξη της προτυποποίησης |
environ. | eco-efficient | οικολογικά αποτελεσματικός |
econ., environ. | eco-efficient economy | οικολογικά αποδοτική οικονομία |
environ. | ecologically efficient centre | κέντρο που λειτουργεί με οικολογικά κριτήρια |
fin., insur., social.sc. | efficient allocation of savings | αποτελεσματική κατανομή των αποταμιεύσεων' αποτελεσματική κατανομή της αποταμίευσης |
account. | efficient and effective audit approach | αποδοτική και αποτελεσματική στρατηγική ελέγχου |
ecol., energ.ind. | efficient bulb | οικονομικός λαμπτήρας |
polit., law | efficient conduct of the procedure | ομαλή διεξαγωγή της δίκης |
energ.ind. | efficient energy use | ενεργειακή απόδοση |
stat. | efficient estimator | αποτελεσματικός εκτιμητής |
comp., MS | Efficient File Storage | Αποτελεσματική αποθήκευση αρχείων (A storage method in which a file is split into pieces that are stored and updated separately, and streamed together when a user requests the file) |
comp., MS | Efficient File Transfer | Αποτελεσματική μεταφορά αρχείων (A feature that breaks a file up into granular chunks so that during re-open and re-save scenarios only the differences between client and server are sent over the network) |
gen. | efficient high-quality services of general interest | αποτελεσματικές και ποιοτικές υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος |
environ. | efficient management of coastal areas | ορθολογική διαχείριση των παράκτιων ζωνών |
econ., fin. | efficient market | αποτελεσματική αγορά |
fin. | efficient portfolio | αποδοτικό χαρτοφυλάκιο |
fin. | efficient portfolio management | αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου |
IT, fin., R&D. | Efficient Qualitative and Quantitative use of Knowledge-Based Systems in Financial Management | αποδοτική ποσοτικά και ποιοτικά χρήση των KBS σε οικονομική διοίκηση |
commun. | efficient spectrum utilisation | απόδοση εκμετάλλευσης φάσματος |
commun. | efficient spectrum utilisation | αποδοτική χρησιμοποίηση φάσματος |
commun. | efficient spectrum utilization | απόδοση εκμετάλλευσης φάσματος |
commun. | efficient spectrum utilization | αποδοτική χρησιμοποίηση φάσματος |
R&D., energ.ind. | efficient use of energy | ορθολογική χρησιμοποίηση της ενέργειας |
energ.ind. | energy-efficient labelling | επισήμανση της ενεργειακής απόδοσης |
energ.ind. | Energy-efficient Labelling Programme | πρόγραμμα επισήμανσης της ενεργειακής απόδοσης |
energ.ind. | energy-efficient lamp | λαμπτήρας χαμηλής καταναλώσεως ενέργειας |
ecol., energ.ind. | energy efficient light bulb | οικονομικός λαμπτήρας |
environ., energ.ind. | energy efficient technology | τεχνολογία υψηλής ενεργειακής απόδοσης |
energ.ind. | energy-efficient vehicle | καθαρό όχημα |
law | ensure efficient conduct of the written and oral procedure | εξασφαλίζω την ομαλή εξέλιξη της έγγραφης ή προφορικής διαδικασίας |
transp., polit., environ. | fuel-efficient tyres | ελαστικά χαμηλής κατανάλωσης καυσίμων |
fin., transp. | Green Paper "Towards fair and efficient pricing in transport" | Πράσινο Βιβλίο "Για δικαιότερες και αποτελεσματικότερες τιμές στον τομέα των μεταφορών" |
energ.ind. | highly efficient electrochemical energy conversion system | ηλεκτροχημικό σύστημα ενεργειακής μετατροπής υψηλής απόδοσης |
fin. | internally efficient market | λειτουργικά αποδοτική αγορά |
fin. | internally efficient market | εσωτερικά αποδοτική αγορά |
fin. | Markowitz efficient frontier | όριο αποδοτικότητας Markowitz |
fin. | Markowitz efficient frontier | σύνορο αποδοτικότητας Markowitz |
fin. | Markowitz efficient portfolio | αποδοτικό χαρτοφυλάκιο μέσης διακύμανσης |
fin. | Markowitz efficient portfolio | αποδοτικό χαρτοφυλάκιο κατά Markowitz |
fin. | Markowitz efficient set of portfolios | αποδοτικό σύνολο χαρτοφυλακίων κατά Markowitz |
fin. | mean-variance efficient portfolio | αποδοτικό χαρτοφυλάκιο μέσης διακύμανσης |
fin. | mean-variance efficient portfolio | αποδοτικό χαρτοφυλάκιο κατά Markowitz |
fin. | Minimum Efficient Technical Scale | ελάχιστα αποδοτική τεχνική κλίμακα |
stat., scient. | most efficient estimator | αποτελεσματικότατη εκτιμήτρια |
stat. | most efficient estimator | περισσότερο αποτελεσματικός εκτιμητής |
construct. | most efficient section | πλέον αποδοτική διατομή |
environ. | Multiannual programme of technological action to promote the clean and efficient use of solid fuels | Πολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμων |
R&D., energ.ind. | multiannual programme of technological actions promoting the clean and efficient use of solid fuels | πολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμων' πρόγραμμα CARNOT |
energ.ind. | Multiannual Programme of technological actions promoting the clean and efficient use of solid fuels | πολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμων |
fin. | operationally efficient market | εσωτερικά αποδοτική αγορά |
fin. | operationally efficient market | λειτουργικά αποδοτική αγορά |
gen. | principle of efficient administration | αρχή της αποτελεσματικής διαχείρισης |
transp. | to provide efficient and attractively priced air services | παροχή αποτελεσματικών αεροπορικών υπηρεσιών σε ελκυστικές τιμές |
econ., environ., energ.ind. | resource-efficient | αποδοτικός ως προς τη χρήση των πόρων |
econ., min.prod. | resource efficient economy | οικονομία με αποδοτική χρήση των πόρων |
econ., min.prod. | resource efficient economy | αποδοτική, από πλευράς πόρων, οικονομία |
econ., min.prod. | Resource efficient Europe | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους |
econ., min.prod. | Resource efficient Europe | αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη |
econ., min.prod. | resource-efficient Europe flagship | αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη |
econ., min.prod. | resource-efficient Europe flagship | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους |
econ., min.prod. | resource-efficient Europe flagship initiative | αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη |
econ., min.prod. | resource-efficient Europe flagship initiative | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους |
fin., econ. | Sound and Efficient Financial Management 2000 | Πρόγραμμα για τη βελτίωση της δημοσιονομικής διαχείρισης ; Πρόγραμμα βελτίωσης της οικονομικής διαχείρισης της Επιτροπής; Πρόγραμμα βελτίωσης της χρηματοοικονομικής διαχείρισης της Επιτροπής |
fin. | Sound and Efficient Financial Management 2000 programme | Πρόγραμμα για τη βελτίωση της δημοσιονομικής διαχείρισης |
fin. | Sound and Efficient Management 2000 | σύστημα υγιούς και αποτελεσματικής δημοσιονομικής διαχείρισης |
fin., econ. | Sound and Efficient Management | χρηστή και αποτελεσματική οικονομική διαχείριση |
gen. | Sound and Efficient Management 2000 programme | σχέδιο SEM-2000 |
fin., agric. | switchover co-efficient | συντελεστής μετατροπής ? |
fin. | System of Sound and Efficient Financial Management | σύστημα υγιούς και αποτελεσματικής δημοσιονομικής διαχείρισης |