Subject | English | Greek |
polit. | Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotage | Συμβουλευτική επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σ' ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ' αυτό ενδομεταφορές |
gen. | Advisory Committee on measures to be taken in the event of a crisis in the market in the carriage of goods by road and for laying down the conditions under which non-resident carriers may operate national road haulage services within a Member State cabotage | Συμβουλευτική επιτροπή για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση κρίσεως στην αγορά των οδικών μεταφορών εμπορευμάτων και για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές οδικές εμπορευματικές μεταφορές σε ένα κράτος μέλος μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σε αυτό ενδομεταφορές |
IT | Agreement between the European Community and ... laying down a procedure for the provision of information in the field of technical regulations and of rules on information society services | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ... για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών κανόνων και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας. |
tax. | Agreement between the European Community and the Principality of Andorra providing for measures equivalent to those laid down in Council Directive 2003/48/EC on taxation of savings income in the form of interest payments | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου της Ανδόρας που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
tax. | Agreement between the European Community and the Principality of Liechtenstein providing for measures equivalent to those laid down in Council Directive 2003/48/EC on taxation of savings income in the form of interest payments | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
tax. | Agreement between the European Community and the Principality of Monaco providing for measures equivalent to those laid down in Council Directive 2003/48/EC | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Πριγκιπάτου του Μονακό που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου |
tax. | Agreement between the European Community and the Republic of San Marino providing for measures equivalent to those laid down in Council Directive 2003/48/EC on taxation of savings income in the form of interest payments | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
tax. | Agreement between the European Community and the Swiss Confederation providing for measures equivalent to those laid down in Council Directive 2003/48/EC on taxation of savings income in the form of interest payments | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας που προβλέπει μέτρα ισοδύναμα με τα θεσπιζόμενα στην οδηγία 2003/48/ΕΚ του Συμβουλίου για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις |
fin. | to approximate the provisions laid down by law | προσέγγιση των νομοθετικών,κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων τελωνειακής φύσεως |
mech.eng. | automatic down feed | αυτόματη κάθοδος |
transp. | automatic machinery safety shut down control | αυτόματο όργανο ασφαλείας για την κράτηση των μηχανών |
transp. | automatic machinery slow down control | αυτόματο όργανο ασφαλείας για την επιβράδυνση των μηχανών |
fin., econ. | to be rounded up or down to the nearest subunit | στρογγυλοποιώ προς τα πάνω ή προς τα κάτω προς την πλησιέστερη υποδιαίρεση |
fin. | to be rounded up or down to the nearest subunit | στρογγυλοποιώ προς τα πάνω ή προς τα κάτω προς την πλησιέστερη υποδιαίρεση 1 |
agric. | blind down-the-row thinner | μηχανή μη στοχαστικής αραίωσης |
agric. | blind down-the-row thinner | αραιωτική μηχανή τυχαίας αραίωσης |
el. | block down converter | υποβιβαστής συχνότητας |
el. | block down converter | υποβιβαστής |
chem., el. | blow-down header | συλλεκτήριος εκκενουμένων |
transp., mater.sc. | blow-down operation | ολίσθηση με αποσυμπίεση |
commun. | bookback rubbing down machine | μηχανή διαμόρφωσης της ράχης των βιβλίων |
transp. | break-down of a locomotive | ακινησία μηχανής λόγω βλάβης |
commun. | breakdown of internal down time | ανάλυση της διάρκειας εσωτερικής μη διαθεσιμότητας |
commun. | call clear-down time | χρόνος απόλυσης κλήσης |
commun. | call clear-down time | χρόνος απόλυσης |
gen. | capability to shut down the plant safely | ικανότης ασφαλούς θέσεως εκτός λειτουργίας της εγκαταστάσεως |
gen. | to carry down by alkalisation a lead sediment in the form of phosphate | καθίζηση του μολύβδου υπό μορφή φωσφορικού άλατος με προσθήκη αλκάλεος |
law | to clamp down on firms which fail to meet their obligations | δίωξη των επιχειρήσεων επί παραλείψει |
IT | clear down to the null state | επαναφορά στη μηδενική κατάσταση |
environ. | closing down of firm The termination or shutdown, temporary or permanent, of a corporation, factory or some other business organization | κλείσιμο επιχείρησης |
environ. | closing down of firm | κλείσιμο επιχείρησης |
law, market. | closing down of local unit | κλείσιμο τοπικής επιχείρησης |
met. | commitment to close down a proportion of production capacity | δεσμεύσεις για τα ελάχιστα επίπεδα κλεισίματοςπαραγωγικών μονάδων |
polit. | Committee for implementation of the actions laid down in the second phase of the Community vocational training programme 2000-2006; Leonardo da Vinci | Επιτροπή για την εφαρμογή των προβλεπόμενων ενεργειών στη δεύτερη φάση του κοινοτικού προγράμματος δράσης σε θέματα επαγγελματικής κατάρτισης της Κοινότητας Leonardo da Vinci II, 2000-2006 |
gen. | Committee for implementation of the decision laying down a series of guidelines for trans-European energy networks | Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης για καθορισμό συνόλου προσανατολισμών σχετικά με τα διευρωπαϊκά δίκτυα στον τομέα της ενέργειας |
law | condition laid down in the rules of procedure | όρος που θα καθορισθεί από τον κανονισμό διαδικασίας |
gen. | controlled break-down gap device | διακόπτης με ελεγχόμενο διάκενο σπινθηρισμού |
industr., construct., met. | cooling-down period | περίοδος ψύξεως |
mech.eng. | core structure lay-down location | θέση αποθέσεως του σκελετού του πυρήνα αντιδραστήρα |
mech.eng. | core structure lay down location | θέση αποθέσεως του σκελετού του πυρήνα αντιδραστήρα |
gen. | Council Decision laying down the procedures for the exercise of implementing powers conferred on the Commission | Απόφαση του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή |
commun. | Council Directive 89/552/EEC on the coordination of certain provisions laid down by law, regulation or administrative action in Member States concerning the pursuit of television broadcasting activities | Οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων |
obs., commun. | Council Directive 89/552/EEC on the coordination of certain provisions laid down by law, regulation or administrative action in Member States concerning the pursuit of television broadcasting activities | οδηγία "Τηλεόραση χωρίς σύνορα" |
el. | count-down counter | μετρητής αντίστροφης μέτρησης |
mater.sc. | damping-down operations | τελικές επιχειρήσεις εκκαθάρισης |
fin. | debt write-down tool | εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα |
fin. | debt write-down tool | εργαλείο απομείωσης |
law | decision handed down in a specific case | απόφαση in specie |
commun. | Directive 89/552/EEC of 3 October 1989 of the European Parliament and of the Council on the coordination of certain provisions laid down by law, regulation or administrative action in Member States concerning the provision of audiovisual media services Audiovisual Media Services Directive | Οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων |
obs., commun. | Directive 89/552/EEC of 3 October 1989 of the European Parliament and of the Council on the coordination of certain provisions laid down by law, regulation or administrative action in Member States concerning the provision of audiovisual media services Audiovisual Media Services Directive | οδηγία "Τηλεόραση χωρίς σύνορα" |
commun. | Directive 2010/13/EU of the European Parliament and of the Council of 10 March 2010 on the coordination of certain provisions laid down by law, regulation or administrative action in Member States concerning the provision of audiovisual media services Audiovisual Media Services Directive | οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων |
law, immigr. | Directive laying down minimum standards for the reception of asylum seekers | οδηγία σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο |
mech.eng. | disk of a screw-down stop valve | δικλείδα |
el. | divide-down flip-flop chain | υποβιβαστική αλυσίδα από δισταθή στοιχεία |
el. | divide-down flip-flop chain | αλυσίδα διαιρετών |
astronaut., transp. | down aileron deflection | μετατόπιση προς τα κάτω του πηδαλίου κλίσης |
transp. | down along vessel | σκάφος πλέον κατάντη |
IT, dat.proc. | down arrow | πλήκτρο με το βέλος προς τα κάτω |
IT, dat.proc. | down arrow | κάτω τόξο |
transp. | down-by the head | αρνητική στάση πτήσης |
transp. | down-by the head | αρνητική γωνία θέσης κεφαλής |
transp. | down by the stern | έμπρυμνο πλοίο |
transp. | down by the stern | με την πρύμνη |
transp. | down-by the stern | θετική στάση πτήσης |
transp. | down by the stern | πλοίο με βυθισμένη πρύμνη |
transp. | down-by the stern | θετική γωνία θέσης κεφαλής |
commun., IT | down cable | κατερχόμενο καλώδιο |
mech.eng., construct. | down call | κλήση για κάθοδο |
agric. | down-calver | επίτοκη αγελάδα |
agric. | down-calving cow | επίτοκη αγελάδα |
mech.eng., construct. | down collective | διακυβέρνηση με συλλεκτική παραλαβή κατά την κάθοδο |
gen. | down-comer | κατακόρυφος σωλήνας ροής |
el. | down-coming wave | κατερχόμενο κύμα |
el. | down converter | υποβιβαστής συχνότητας |
earth.sc., el. | down converter | μετατροπέας για μείωση συχνότητας |
el. | down converter | μίκτης λήψης |
el. | down converter | μίκτης εισόδου |
el. | down-converter | μίκτης λήψης |
el. | down-converter | μίκτης εισόδου |
el. | down-converter | υποβιβαστής συχνότητας |
earth.sc., el. | down converter | μεταλλάκτης μείωσης |
el. | down-converter type receiver | δέκτης με υποβιβασμό συχνότητας |
commun., IT | down convertion | υποβιβασμός συχνότητας |
el. | down-counter | απαριθμητής ανάστροφης αρίθμησης |
stat. | down cross | κάτω από το σταυρό |
stat., scient. | down-cross | μετάβαση σε τιμές κάτω του μέσου |
mech.eng., construct. | down direction | κατεύθυνση καθόδου |
transp. | down direction | κατεύθυνση κατερχόμενων αμαξοστοιχιών |
mech.eng. | down-draft carburetor | ανεστραμμένος εξαεριωτής |
mech.eng. | down-draft carburetor | ανεστραμμένο καρμπιρατέρ |
mech.eng. | down-draught carburettor | ανεστραμμένο καρμπιρατέρ |
mech.eng. | down-draught carburettor | ανεστραμμένος εξαεριωτής |
industr., construct., met. | down-draw | κατακόρυφη μέθοδος |
industr., construct., chem. | down-draw process | Eργασία με κατακόρυφο μέθοδος |
industr., construct., met. | down-draw process | κατακόρυφη μέθοδος |
el. | down duration | χρόνος μη διαθέσεως |
el. | down duration | διάρκεια κατάστασης μη λειτουργίας |
agric. | down feather | πούπουλο |
mech.eng. | down feed | κατάδυση |
mech.eng. | down feed | κάθοδος |
mech.eng. | down feed | κάθετη πρόωση |
agric. | down flooding | κατάκλυση |
agric. | down flooding | πλημμύρισμακν. |
agric. | down flooding | εισροή υδάτων |
energ.ind. | down-flow furnace | αεροθερμαντήρας κατ'αντιρροή |
forestr. | down-grade | υποβαθμίζω |
transp. | down grade track | γραμμή σε κατωφέρεια |
transp. | down grade track | γραμμή με αρνητική κατά μήκος κλίση |
industr., construct. | down hair | δέρμα από αρνάκι |
met. | down-hand welding | κατιούσα συγκόλληση |
met. | down-hill teem | πτωτική χύτευση |
life.sc. | down-hole probe | όργανο διασκόπησης εντός της γεωτρητικής οπής |
energ.ind. | down-hole temperature | θερμοκρασíα στον πυθμένα της γεώτρησης |
life.sc. | down-hole test | μέτρηση κατά μήκος της γεωτρήσεως |
commun. | down lead | συνδετήρας κεραίας-τροφοδοτικού |
el. | down-lead coaxial cable | ομοαξονικό καλώδιο καθόδου |
mech.eng., construct. | down levelling valve | βαλβίδα ρυθμίσεως στάθμης κατά την κίνηση προς τα κάτω |
mech.eng., construct. | down light | περιμετρικός φωτισμός στο σοβατεπί |
transp. | down line | γραμμή περιττού αριθμού |
transp. | down line | γραμμή κατερχομένων αμαξοστοιχιών |
el. | down-link | κατερχόμενη ζεύξη |
commun., IT | down-link allocation | διανομή κατερχόμενης ζεύξης |
el. | down-link feeder link | τροφοδοτική ζεύξη για τη ζεύξη δορυφόρος-σταθμός εδάφους |
commun., IT | down-link noise | θόρυβος κατερχόμενης ζεύξης |
IT | down-link noise | θόρυβος κατερχόμενης διαδρομής |
commun. | down-link service area | περιοχή εξυπηρέτησης κατερχόμενης ζεύξης |
commun. | down-link serving area | περιοχή εξυπηρέτησης κατερχόμενης ζεύξης |
el. | down-link-signal | σήμα κατερχόμενης ζεύξης |
astronaut., transp. | down load | καθοδικό φορτίο |
IT | down loading | μεταφόρτωση |
transp., mech.eng. | down lock | ασφάλιση σε θέση κάτω |
transp., mech.eng. | down locking | ασφάλιση σκέλους σε θέση έκτασης |
met., mech.eng. | down milling | ομόρροπο φρεζάρισμα |
med. | down mutation | μετάλλαξη μείωσης γονιδιακής έκφρασης |
med. | down mutation | καθοδική μετάλλαξη |
commun. | down-path | διαδρομή από διάστημα προς γη |
commun. | down-path | διαδρομή δορυφόρος-γη |
commun. | down-path | κατερχόμενη διαδρομή |
commun. | down-path band | ζώνη συχνοτήτων κατερχόμενης διαδρομής |
commun. | down-path band | ζώνη κατερχόμενης διαδρομής |
el. | down-path equivalent system temperature | ισοδύναμη θερμοκρασία του συστήματος στην κατερχόμενη διαδρομή |
commun. | down-path frequency assignment | εκχώρηση συχνοτήτων κατερχόμενης διαδρομής |
commun. | down-path frequency band | ζώνη κατερχόμενης διαδρομής |
commun. | down-path frequency band | ζώνη συχνοτήτων κατερχόμενης διαδρομής |
commun. | down-path frequency band pairing | ζευγάρωμα ζωνών συχνοτήτων κατερχόμενων διαδρομών |
IT | down-path interference | παρεμβολή κατερχόμενης διαδρομής |
el. | down-path interference ratio | λόγος παρεμβολής κατερχομένης διαδρομής |
IT | down-path margin | περιθώριο κατερχόμενης διαδρομής |
commun. | down-path margin requirement | απαιτούμενο περιθώριο κατερχόμενης διαδρομής |
commun., IT | down-path noise | θόρυβος κατερχόμενης ζεύξης |
IT | down-path noise | θόρυβος κατερχόμενης διαδρομής |
el. | down-path noise allocation | κατανομή θορύβου κατερχόμενης διαδρομής |
commun., IT | down-path power | ισχύς κατερχόμενης διαδρομής |
commun., IT | down-path sensitivity | ευαισθησία κατερχόμενης διαδρομής |
el. | down-path thermal noise | θερμικός θόρυβος κατερχόμενης διαδρομής |
commer., fin., account. | down payment | κατάθεση |
commer., fin., account. | down payment | προκαταβολή |
gen. | down payment | μερική πληρωμή; πληρωμή έναντι; προκαταβολή |
mech.eng., construct. | down peak | κυκλοφορία αιχμής στην κάθοδο |
met. | down pipe | σωλήνας απορροής ομβρίων υδάτων |
chem. | down-pipe clip | κολάρο σταθεροποίησης του σωλήνα καθόδου |
chem. | down pipe connector | συνδετήρας σωλήνα καθόδου |
chem. | down pipe connector | μούφα σωλήνα καθόδου |
transp., avia., mech.eng. | down position | θέση κάτω |
transp., avia., mech.eng. | down position | θέση έκτασης |
work.fl., IT | down posting | υποτοποθέτηση |
med. | down promoter mutation | μετάλλαξη μείωσης γονιδιακής έκφρασης |
med. | down promoter mutation | καθοδική μετάλλαξη |
mech.eng., construct. | down pump unit | μονάδα αντλίας κινήσεως προς τα κάτω |
mech.eng., construct. | down push button | κομβίο καθόδου |
transp. | down range station | σταθμός κατάντι της απογείωσης |
met. | down runner | χοάνη έγχυσης |
met. | down runner | χοάνη χύτευσης |
met. | down runner | κατακόρυφο κανάλι τροφοδοσίας |
med. | Down's syndrome | σύνδρομο Down |
life.sc. | down scaling method | μέθοδος μεταφοράς σε μικρότερη κλίμακα |
transp. | down side | γραμμή κατερχόμενων αμαξοστοιχιών |
met., el. | down-slope time | χρόνος μειώσεως εντάσεως ρεύματος |
commun., IT | down state | κατάσταση μη διαθεσιμότητας |
med. | down stream processing | μέθοδος καθοδικής ροής φαρμάκου |
med. | down stream processing | κύρια μέθοδος κατεργασίας φαρμάκου |
industr., construct. | down stroke press | κατιόν πιεστήριο |
med. | Down syndrome | τρισωμία χρωμοσώματος 21 |
med. | Down syndrome | μογγολισμός |
med. | Down syndrome | σύνδρομο Down |
agric. | down the row spray | ψεκασμός πάνω στη γραμμή |
agric., construct. | down the watercourse turn | διανομή εκ περιτροπής προς τα κατάντη |
agric. | down-the-row thinner | αραιωτική μηχανή |
agric. | down-the-row thinner | μηχανή αραιώματος φυτών |
agric. | down-the-row thinner pendulum system | αραιωτική μηχανή εναλλασσόμενενων μαχαιριδίων |
agric. | down-the-row thinner with rotating brush heads | περιστροφική αραιωτική μηχανή με ψήκτρες |
agric. | down-the-row thinner with rotating cutter heads | αραιωτική μηχανή τύπου "φρέζας" |
agric. | down-the-row thinner with rotating cutter heads | αραιωτική μηχανή με περιστρεφόμενα μαχαίρια |
agric. | down-the-row thinning | μηχανικό αραίωμα |
agric. | down timber | ξυλεία εκ κατακειμένων δένδρων |
forestr. | down-time | χρόνος μη διαθεσιμότητας |
commun. | down-time | χρόνος διακοπής |
IT | down time | χρόνος σταματήματος |
lab.law. | down time | νεκρός χρόνος |
lab.law. | down time | χαμένος χρόνος εργασίας |
econ., el. | down time | χρόνος μη διαθεσιμότητας |
commun., IT | down-time ratio | ποσοστό χρόνου διακοπής |
transp. | down-train | περιττή αμαξοστοιχία |
transp. | down-train | κατερχόμενη αμαξοστοιχία |
agric. | down tree | κατακείμενον δένδρον |
life.sc. | down-valley wind | αύραι ορέων |
industr., construct., mech.eng. | down valve | μειωτήρας |
transp., environ. | down wind | υπήνεμος |
met. | draw down bar | σπειροειδής ράβδος επίστρωσης χρώματος |
agric., construct. | draw-down of water level | πτώση της στάθμης του ύδατος |
industr., construct., chem. | draw down ratio | Συντελεστής τραβήγματος |
law | drawing down on the security | κατάπτωση της εγγύησης |
transp., avia. | drift-down data | δεδομένα στοιχεία έκπτωσης |
comp., MS | drop-down arrow | βέλος του αναπτυσσόμενου μενού (An arrow associated with a drop-down combo or list box or some toolbar buttons, indicating a list the user can view by clicking the arrow) |
life.sc. | drop-down curve | καμπύλη καταπτώσεως |
comp., MS | drop-down list box | αναπτυσσόμενη λίστα (A control on a menu, toolbar, dialog box, or data access page that displays a list of options when you click the small arrow next to the list box) |
comp., MS | drop-down menu | αναπτυσσόμενο μενού (A menu that drops from the menu bar when requested and remains open without further action until the user closes it or chooses a menu item) |
agric. | electronic down-the-row thinner | αραιωτική μηχανή με φωτοηλεκτρικά κύτταρα |
agric. | electronic down-the-row thinner | αραιωτική μηχανή με φωτοευαίσθητα κύτταρα |
agric. | electronic down-the-row thinner | ηλεκτρονική αραιωτική μηχανή |
mech.eng. | engine coasting down time | διάρκεια φθίνουσας περιστροφής στροβιλοκινητήρα μετά την παύση τροφοδότησης |
IT, el. | to enter in power down mode with clock stop | είσοδος σε κατάσταση αναμονής με διακοπή του χρονιστή |
IT | epicycloidal step-down gears | επικυκλοειδής μειωτήρας |
el. | face-down bonding | μοντάζ τύπου face-down |
IT | face-down feed | ανάστροφη τροφοδότηση |
med. | face-down position | πρηνής θέσις |
el. | fast shut-down device | διάταξη ταχέως κλεισίματος |
industr., construct., met. | floater that extends deep down into the glass | βυθόμετρο υαλομάζας |
transp., mech.eng. | gear down and locked | σκέλος προσγείωσης κάτω και ασφαλισμένο |
transp., mech.eng. | geared-down speed | υποπολλαπλασιασμένος αριθμός στροφών |
transp., mech.eng. | geared-down speed | υποπολλαπλασιασμένη ταχύτητα |
transp., mech.eng. | gearing down device | μειωτήρας στροφών |
mech.eng. | gearing down range | περιοχή μείωσης ταχύτητας |
mech.eng. | gearing down range | περιοχή μείωσης σχέσης μετάδοσης |
health. | half-carcase split lengthwise down the spinal column | σφάγιο τεμαχισμένο στη μέση δια τομής κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης |
mech.eng. | haul-down system | ανασχετήρας καταστρώματος με συρματόσχοινο και φορέα |
transp., nautic. | hoistable drive-up and down ramp | ανυψώσιμο αμαξιτό κεκλιμένο επίπεδο ανόδου και καθόδου |
mech.eng. | hold-down bolt | μπουλόνι εμπλοκής |
mech.eng. | hold-down bolt | κοχλίας εμπλοκής |
mech.eng. | hold-down clamp | συγκρατητήρας |
mech.eng. | hold down nut | περικόχλιο συγκράτησης |
chem. | hold-down plate | πλάκα συγκράτησης |
transp., mater.sc. | hold-down test | δοκιμή σε δοκιμαστήριο |
construct. | holding-down bolt | μπουλόνι αγκύρωσης |
mech.eng. | holding-down clamp | συγκρατητήρας |
mater.sc. | holding-down device | κύλινδρος συγκράτησης |
mater.sc. | holding-down device | διάταξη συγκράτησης |
mech.eng. | holding down volt | βίδα σύσφιξης |
polit., loc.name., agric. | improvement of run-down areas | διαμόρφωση του χώρου των υποβαθμισμένων περιοχών |
econ. | ingots obtained by melting down gold coins | πλινθώματα που λαμβάνονται από την τήξη χρυσών νομισμάτων που ήταν σε κυκλοφορία |
el. | interfering down-path carrier | φέρουσα παρεμβολών στην κατεύθυνση δορυφόρος-έδαφος |
commun., IT | key-down position | θέση λειτουργίας πλήκτρου |
gen. | knock-down stand | περίπτερο έκθεσης μη συναρμολογημένο |
transp., mech.eng. | landing-gear down lock safety cylinder | γρύλος ασφάλισης ανάγκης σκέλους προσγείωσης σε θέση κάτω |
gen. | to lay down detailed rules for the application of article... | καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου... |
econ. | laying down a programme | σύνταξη προγράμματος |
econ. | laying down a programme | κατάρτιση προγράμματος |
mech.eng. | laying down the implement | απόθεση του εργαλείου στο έδαφος |
mech.eng. | laying down the implement | ακούμπισμα του εργαλείου στο έδαφος |
transp. | let-down side | πτυσσόμενο τοίχωμα |
transp. | let-down side | πτυσσόμενη πλευρά |
chem., el. | let-down silencer | σιγαστήρας στην εκτόνωση |
transp., construct. | levelling down high spots | εξομάλυνση επιφανείας |
transp., mech.eng. | LG down lock safety cylinder | γρύλος ασφάλισης ανάγκης σκέλους προσγείωσης σε θέση κάτω |
astronaut., transp. | limit flap-down factor | Οριακός συντελεστής με πτερύγια καμπυλότητας κατεβασμένα |
lab.law. | list of posts broken down by area of activity | κατανομή του προσωπικού κατά τομείς δραστηριότητας |
mech.eng., construct. | lock-down compensation | διάταξη ασφαλίσεως του συρματόσχοινου αντιστάθμισης στην τροχαλία τανύσεώς του |
mech.eng. | to lock down under inertia loading | ακινητοποίηση με το ίδιο βάρος |
comp., MS | locked-down client | κλειδωμένος υπολογιστής-πελάτης (A computer that is highly secured so that most users and processes cannot change characteristics of the computer, applications, or files on the computer. Clients are often locked down to enforce standards and to prevent damage due to malicious processes or user error) |
transp., mil., grnd.forc. | lying down/supine/prone position | οριζόντια/ύπτια/πρηνής θέση |
econ., mech.eng. | machine down-time | νεκρός χρόνος μηχανής |
earth.sc., el. | magnetic hold-down push button | πλήκτρο με μαγνητική συγκράτηση |
nucl.pow. | maintaining nuclear installation shut-down for long periods | παραμονή εκτός λειτουργίας για μεγάλο διάστημα |
earth.sc. | maintaining shut-down plant in a safe condition | διατήρηση των σταματημένων εγκαταστάσεων σε ασφαλή κατάσταση |
polit., law | manner laid down by the national law | τύπος που προβλέπει το εθνικό δίκαιο |
tech., mater.sc. | mean down time | μέση διάρκεια βλάβης |
gen. | melt down rating | απαιτούμενη ισχύς για τη ρευστοποίηση |
gen. | melt-down slag | σκωρία τήξεως |
gen. | melt-down slag | πρωτογενής σκωρία |
met. | melt-down time | χρόνος τήξης |
commun. | melt down type | στοιχειοχυσία |
nat.sc., agric. | migrate down-stream | κατάδρομη μετανάστευση |
med. | milk let-down reflex | αντανακλαστικό εκροής γάλακτος |
med. | milk let-down reflex | αντανακλαστικό έκθλιψης γάλακτος |
insur. | minimum down payment | ποσοστό ελάχιστης μερικής πληρωμής |
gen. | Modus vivendi between the European Parliament, the Council and the Commission concerning the implementing measures for acts adopted in accordance with the procedure laid down in Article 189b of the EC Treaty | Modus vivendi μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως προς τα εκτελεστικά μέτρα που θα ισχύουν για όσες πράξεις εκδίδονται με τη διαδικασία του άρθρου 189Β της Συνθήκης ΕΟΚ |
agric., mech.eng. | motor group of milking machinery, with vacuum chamber to develop air-pressures down to O, 5 atm. | αλμεκτική μηχανή με δεξαμενή αέρα μέσα στην οποία η πίεσή του είναι 0.5 Kg/cm2 |
earth.sc., transp. | nose down attitude | στάση κάτω πρόνευσης |
earth.sc., transp. | nose down attitude | θέση ρύγχους κάτω του ορίζοντα |
earth.sc., transp. | nose-down attitude | στάση κάτω πρόνευσης |
earth.sc., transp. | nose-down attitude | θέση ρύγχους κάτω του ορίζοντα |
commun., transp. | nose-down turn | στροφή σε βύθιση |
gen. | offers which are regular, complying with the conditions laid down and comparable | κανονικές,σύμφωνες με τις προδιαγραφές και συγκρίσιμες προσφορές |
fin. | original issue broken down into "pieces" with fixed nominal values | η αρχική έκδοση επιμερίζεται σε "τεμάχια" με σταθερές ονομαστικές αξίες 1 |
comp., MS | PAGE DOWN key | πλήκτρο PAGE DOWN (" A keyboard key (often labeled "PgDn") that is often used to move the cursor down to the top of the next page or a specific number of lines. Its function may vary in different programs.") |
commun., IT | p-fractile down time | κλάσμα Β |
transp., avia. | pick up and set down the classes of traffic mentioned ... | διακινεί τις κατηγορίες μεταφερομένων που αναφέρονται ... |
transp., mater.sc. | pitch-down moment | ροπή βύθισης |
transp., mater.sc. | pitch-down moment | ροπή κάτω πρόνευσης |
econ., el. | planned down time | προγραμματισμένος χρόνος μη διαθεσιμότητας |
agric. | ploughed field with smooth down furrow slices | καλοκαμωμένη άροση |
agric. | ploughing up and down the slope | όργωμα που ακολουθεί την κλίση του αγρού |
environ. | pollution down-stream abatement | τελική διαδικασία μείωσης των αποβλήτων |
mech.eng. | power down feed | αυτόματη κάθοδος |
IT, earth.sc. | power down function | διάταξη αναμονής τροφοδοσίας |
gen. | procedure laid down in regard to disciplinary matters | πειθαρχική διαδικασία |
agric. | product flowed down in the soil | άμεση εφαρμογή λιπάσματος |
agric. | product flowed down in the soil | κατευθυνόμενη λίπανση |
law, cust. | provisions laid down by law | νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αφορούν το καθεστώς των ελεύθερων ζωνών |
law, cust. | provisions laid down by law | νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αφορούν το καθεστώς της τελωνειακής αποταμίευσης |
fin. | provisions laid down by law, regulation, administrative action or common practice | νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ή συναλλακτικά ήθη |
polit., law | provisions laid down by law, regulation or administrative action | οι νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις |
construct. | pull-down device | συσκευή αυξήσεως βάρους |
earth.sc., mech.eng. | pull down test | δοκιμή ψύξης |
industr., construct. | pulled-down yarn | νήμα συστολής |
earth.sc., mech.eng. | pump down of refrigerant | εκκένωση ψυκτικού μέσου |
el. | pump-down time | χρόνος εκκένωσης |
commun. | punch-down block | πλοκάδα διανομής |
econ., fin. | purchase value broken down by categories | αξία αγοράς ανά κατηγορίες |
coal. | push down type blasting machine | μηχανή πυροδότησης με πιεζόμενο ελατήριο |
transp. | pushing-down a siding | συμπίεση γραμμής |
industr., construct., met. | pushing down of cullet | τροφοδότηση υαλοθραύσματος |
industr., construct., met. | to put down in colour | ελέγχω με ιντερφερόμετρο |
gen. | Regulation laying down the rules and general principles concerning mechanisms for control by Member States of the Commission's exercise of implementing powers | Κανονισμός για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή |
law, cust. | Regulation EC No 450/2008 of the European Parliament and of the Council of 23 April 2008 laying down the Community Customs Code Modernised Customs Code | εκσυγχρονισμένος τελωνειακός κώδικας |
tech., el. | reservoir draw-down time | περίοδος απομάστευσης μιας δεξαμενής |
tech., el. | reservoir draw-down time | χρόνος εκκένωσης υδροταμιευτήρα |
nat.sc., agric. | resistance to being beaten down by winds | αντοχή στις ριπές των ανέμων |
IT | round down function | συνάρτηση στρογγυλοποίησης προς τα κάτω |
proced.law. | rules governing matrimonial property laid down by law | περιουσιακές σχέσεις των συζύγων που καθορίζει ο νόμος |
fin. | rules laid down by the Community | κοινοτική ρύθμιση |
gen. | rules laid down for the implementation | εκτελεστικοί κανονισμοί |
gen. | rules laid down in the statutes or agreements | καταστατικοί ή συμβατικοί κανόνες |
gen. | rules laying down the conditions of employment of local staff | κανόνες για τον καθορισμό των όρων εργασίας των τοπικών υπαλλήλων |
scient., tech. | ruling down-gradient | χαρακτηριστική κλίση |
el. | run down battery | αποφορτισμένος συσσωρευτής |
el. | run down battery | αποφορτισμένη μπαταρία |
chem. | run-down tank | ενδιάμεση δεξαμενή |
mech.eng. | run-down time | χρόνος ανάσχεσης περιστροφής του κινητήρα |
transp. | run-down time | χρόνος εξάντλησης |
transp. | running down a grade | πορεία σε κατωφέρεια |
transp. | running down a gradient | πορεία σε κατωφέρεια |
insur., min.prod. | running down clause | ρήτρα συγκρούσεως |
insur. | running down clause | ρήτρα σύγκρουσης |
market. | running-down of stocks | έξοδος από τα αποθέματα |
econ., fin., agric. | running-down of stocks | μείωση των αποθεμάτων |
econ., fin., agric. | running-down of stocks | απαξίωση αποθεμάτων |
mech.eng. | running down strand | κατερχόμενος κλάδος συρματόσχοινου |
mech.eng. | scale-down industrial prototype pressure vessel | βιομηχανικό πρωτότυπο δοχείου πίεσης υπό κλίμακα |
mech.eng. | scale-down industrial prototype pressure vessel | βιομηχανικό πρωτότυπο δοχείου πίεσης με σμίκρυνση |
gen. | to scale down one's activities | περιορίζω τις δραστηριότητές μου |
mech.eng. | screw-down stop valve with conical seat | κωνοειδής βαλβίδα |
chem., el. | screw-down stop valve with double seat | ισοζυγισμένη βαλβίδα |
chem., el. | screw-down stop valve with double seat | βαλβίδα διπλής έδρας |
mech.eng. | screw-down stop valve with flat seat | δισκοειδής βαλβίδα |
transp. | screw-down valve | κοχλιωτό επιστόμιο |
gen. | to secure compliance with the rule laid down in paragraph l | ελέγχουν την τήρηση του κανόνος που διατυπώνεται στην παράγραφο 1 |
earth.sc., el. | shut-down amplifier | ενισχυτής προστασίας |
mech.eng. | to shut down an engine | να σταματήσει η μηχανή |
mech.eng. | to shut down an engine | να σβησθεί ο κινητήρας |
mech.eng. | to shut down an engine | να κοπεί ο κινητήρας |
chem., el. | shut-down and lock | απoσύνδεση και κλείδωμα |
industr. | shut-down operation | εργασία διακοπής |
earth.sc. | shut-down power | ισχύς κατά την εκτός λειτουργία φάση |
mater.sc. | shut-down valve | εσωτερική βαλβίδα |
mater.sc. | shut-down valve | βαλβίδα έμφραξης |
law, lab.law. | sit-down strike | απεργία με κατάληψη των χώρων εργασίας |
tech., industr., construct. | slide-down scray | παράδοση υφάσματος σε διπλωμένη μορφή σε σταθερό τραπέζι |
econ., fin. | slimming-down of the balance | εξυγίανση του ισολογισμού |
comp., MS | Slow Down, Half | Επιβράδυνση, μισή (A filter effect in Windows Movie Maker) |
lab.law. | slow-down strike | αφανής απεργία |
earth.sc. | slowing-down area | εμβαδόν επιβράδυνσης |
mech.eng. | slowing down brake | φρένο επιβράδυνσης |
mech.eng. | slowing down brake | πέδη επιβράδυνσης |
earth.sc. | slowing-down density | πυκνότητα επιβραδύνσεων |
earth.sc., el. | slowing down effect | φαινόμενο επιβράδυνσης |
earth.sc. | slowing-down equation | εξίσωση πέδησης |
gen. | slowing-down kernel | πυρήνας |
earth.sc. | slowing-down length | μήκος επιβράδυνσης |
earth.sc. | slowing-down power | επιβραδυντική ισχύς |
gen. | slowing-down probability | πιθανότητα πέδησης |
gen. | slowing-down time | χρόνος πέδησης |
transp. | slowing down without stopping | μείωση της ταχύτητας χωρίς στάθμευση |
agric. | smooth down furrow slice | αυλάκι χωρίς ανωμαλίες |
transp. | speed-restriction signal down to...km/h | επενθύμηση βραδυπορίας κάτω των.....km/h |
immigr., tech. | spine designed with a joint or ridge down each side | ράχη με αυλάκι |
earth.sc. | step down gear | διάταξη μετάδοσης βραδείας κίνησης |
earth.sc. | step down gear | μειωτήρας κινήσεως |
stat. | step-down Jonckheere trend test | έλεγχος φθίνουσας τάσης κατά Jonckheere-Terpstra |
stat. | step-down Jonckheere-Terpstra Test | έλεγχος φθίνουσας τάσης κατά Jonckheere-Terpstra |
law | step down lease | μίσθωση με μείωση μισθώματος |
stat. | step down procedure | διαδικασία καθόδου |
stat. | step-down procedure | βήμα προς τα κάτω διαδικασίας |
el. | step-down substation | υποσταθμός υποβιβασμού τάσης |
el. | step-down transformer | μετασχηματιστής τάσης |
el. | step-down transformer | μειωτήρας τάσης |
el. | step-down transformer | μετασχηματιστής-μειωτής τάσης |
earth.sc., el. | step-down transformer | μετασχηματιστής υποβιβασμού |
mech.eng. | step down variable transmission | μετάδοση μεταβλητής σχέσης |
earth.sc., transp. | strapped-down system | προσδεδεμένο σύστημα |
earth.sc., transp. | strapped-down system | αδρανειακό σύστημα ναυτιλίας προσδεδεμένο στο όχημα |
gen. | subject to any special provisions laid down pursuant to article 136 | με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων των θεσπιζομένων δυνάμει του άρθρου 136 |
transp., avia. | tail-down attitude | στάση με την ουρά κάτω |
transp., avia. | tail down landing | προσγείωση με ουρά κάτω |
astronaut., transp. | tail-down landing | Προσγείωση με ουραίο τροχό |
IT | take-down time | Χρόνος κατεβάσματος |
industr., construct., met. | taking-down period | περίοδος ψύξεως |
fin., polit. | tariff dismantling period laid down for a product | περίοδος δασμολογικού αφοπλισμού που προβλέπεται για ένα προïόν |
law | the appeal procedure laid down in Article 4 of the Protocol of 3.6.1971 on the interpretation by the Court of Justice of the Convention of 27.9.1968 is intended solely to clarify points of law | για αυστηρά νομικούς λόγους |
gen. | the Council shall lay down the Staff Regulations of officials | το Συμβούλιο εκδίδει τον κανονισμό περί της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων |
fin. | the forecast shall be broken down by category of expenditure | οι προβλέψεις αναλύονται κατά κατηγορία δαπανών |
market. | the measures are adjusted to the rules laid down in this Treaty | τα μέτρα δύνανται να προσαρμοσθούν στους κανόνες που θεσπίζει η παρο29σα συνθήκη |
fin. | the percentages laid down in this paragraph | τα ποσοστά που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο |
law | the reasons for laying down rules of exclusive jurisdiction | θέσπιση |
gen. | the Statute of the Court is laid down in a Protocol annexed to this Treaty | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε πρωτόκολλο προσηρτημένο στην παρούσα συνθήκη |
gen. | the Statute of the Court of Justice is laid down in a separate Protocol | ο οργανισμός του Δικαστηρίου ορίζεται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο |
fish.farm. | "Thumbs-Down" indication | ένδειξη με τον αντίχειρα προς τα κάτω |
mech.eng., construct. | tie-down compensation | διάταξη ασφαλίσεως του συρματόσχοινου αντιστάθμισης στην τροχαλία τανύσεώς του |
mech.eng. | tie-down fixture | εξοπλισμός πρόσδεσης |
transp. | tie-down ring | κρίκος πρόσδεσης φορτίου |
IT | top-down approach | δομή ελέγχου οδηγούμενη από το στόχο |
IT | top-down approach | προσέγγιση από την κορυφή προς τα κάτω |
IT | top-down approach | συλλογισμός από την κορυφή προς τα κάτω |
IT | top-down approach | συλλογισμός οδηγούμενος από το στόχο |
IT | top-down approach | συλλογιστική οδηγούμενη από τα αναμενόμενα |
IT, corp.gov. | top-down approach | προσέγγιση "από το γενικό στο ειδικό" |
IT, corp.gov. | top-down approach | προσέγγιση "εκ των άνω προς τα κάτω" |
agric. | top-down approach | προσέγγιση από ψηλά προς τα χαμηλά |
IT | top-down approach | δομή ελέγχου από την κορυφή προς τα κάτω |
gen. | top-down approach | προσέγγιση εκ των άνω προς τα κάτω |
econ. | top-down budgeting | κατάρτιση του προϋπολογισμού από την κορυφή προς τα κάτω |
IT | top-down control structure | δομή ελέγχου οδηγούμενη από το στόχο |
IT | top-down control structure | προσέγγιση από την κορυφή προς τα κάτω |
IT | top-down control structure | συλλογισμός από την κορυφή προς τα κάτω |
IT | top-down control structure | συλλογισμός οδηγούμενος από το στόχο |
IT | top-down control structure | δομή ελέγχου από την κορυφή προς τα κάτω |
IT | top-down control structure | συλλογιστική οδηγούμενη από τα αναμενόμενα |
IT | top-down design | σχεδιασμός από την κορυφή προς τα κάτω |
market. | top-down equity management style | μορφή διαχείρισης χαρτοφυλακίου από πάνω προς τα κάτω |
IT, dat.proc. | top down method | μέθοδος "από το γενικό στο ειδικό" |
fin. | top-down method | μέθοδος "top-down" |
market., commun. | top-down model of incremental cost | μοντέλο οριακών δαπανών "εκ των άνω προς τα κάτω" |
commun., IT | top-down processing | επεξεργασία καθοδηγούμενη από τις προσδοκίες |
commun., IT | top-down processing | επεξργασία από την κορυφή προς τα κάτω |
bank. | top-down stress test | προσομοίωση ακραίων καταστάσεων από πάνω προς τα κάτω |
IT | top-down testing | δοκιμή από την κορυφή προς τα κάτω |
IT | top-down thinking | προσέγγιση από την κορυφή προς τα κάτω |
IT | top-down thinking | συλλογισμός από την κορυφή προς τα κάτω |
IT | top-down thinking | συλλογισμός οδηγούμενος από το στόχο |
IT | top-down thinking | συλλογιστική οδηγούμενη από τα αναμενόμενα |
IT | top-down thinking | δομή ελέγχου οδηγούμενη από το στόχο |
IT | top-down thinking | δομή ελέγχου από την κορυφή προς τα κάτω |
fin. | top-down using odd lots | μέθοδος μετατροπής βάσει μη ομοιόμορφης ονομαστικής αξίας-"odd lots top-down" |
transp., avia. | touch down and lift-off area | περιοχή προσεδάφισης και απογείωσης |
transp. | touch-down impact | επαφή κατά την προσγείωση |
transp., avia., geogr. | touch down lift off area | περιοχή προσγείωσης/ανύψωσης ελικοπτέρων |
earth.sc. | tying down of the lines of force | στερέωση δυναμικών γραμμών |
earth.sc. | tying down of the lines of force | περίδεση δυναμικών γραμμών |
gen. | under the conditions laid down in a separate Protocol | υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε ιδιαίτερο πρωτόκολλο |
transp., mech.eng. | undercarriage down lock safety cylinder | γρύλος ασφάλισης ανάγκης σκέλους προσγείωσης σε θέση κάτω |
econ., el. | unplanned down time | απρογραμμάτιστος χρόνος μη διαθεσιμότητας |
insur. | up and down clause | ρήτρα αύξησης |
stat. | up and down method | μέθοδος θετικής-αρνητικής απόκρισης |
stat. | up and down method | πάνω-κάτω τη μέθοδο |
stat. | up and down method | κλιμακωτή μέθοδος |
math. | up and down method | μέθοδος σκάλα |
math. | up and down method | Bruceton μέθοδο |
el. | up-down counter | αναστρεφόμενος απαριθμητής |
transp. | up-and-down lock | ασφάλιση συστήματος προσγείωσης |
fish.farm. | upside-down catfishes | γατόψαρα (Synodontis spp.) |
industr. | vehicle in wholly knocked-down form | όχημα σε αμιγώς μη συναρμολογημένη μορφή |
gen. | to water down a proposal | τροποποιώ ουσιωδώς μια πρόταση |
life.sc. | wind down the deck | διαμήκης συνιστώσα ανέμου καταστρώματος |
agric. | wood obtained from trees which have been brought down by snow | ξυλεία από χιονοθλασία |
agric. | wood obtained from trees which have been brought down by wind | ξυλεία από ανεμοθλασία |
law, fin. | writing down the book value of the holding | μείωση της λογιστικής αξίας της συμμετοχής |
account. | writing-off/writing-down of bad debts | ακύρωση/μείωση επισφαλών χρεών |
account. | writing-off/writing-down of debt | ακύρωση/μείωση χρέους |
account. | written-down replacement cost | μειωμένο κόστος αντικατάστασης |
fin. | written down value | μειωμένη αξία λόγω αποσβέσεων ή επισφαλών απαιτήσεων |
market., fin. | written down value method | φθίνουσα μέθοδος υπολογισμού αποσβέσεων |