Subject | English | Greek |
commun. | acceptance of dispatches | παραλαβή ταχυδρομικών αποστολών |
commun., transp. | airmail dispatch | αεραποστολή |
mech.eng., construct. | car dispatch | διακυβέρνηση με αποστολή θαλαμίσκου |
IT, construct. | centralized dispatch | κεντρική διεκπεραίωση αναχώρησης-άφιξης οχημάτων |
agric. | chick dispatch box | κουτί μεταφοράς νεοσσών |
commun. | closing of a dispatch | κλείσιμο ταχυδρομικής αποστολής |
environ. | competent authority of dispatch | αρμόδια αρχή αποστολής |
fin. | declaration for dispatch | δήλωση αποστολής |
commun. | delivery list of dispatches | κατάλογος παράδοσης των ταχυδρομικών αποστολών |
mater.sc., mech.eng. | despatching cold store | ψυκτική αποθήκη διανομής |
transp. | to dispatch a train | στέλνω αμαξοστοιχία |
commun., IT | dispatch aspect | εντολή αναχώρησης |
gen. | dispatch boat | αγγελιοφόρο πλοίο |
nat.sc., agric. | dispatch centre | κέντρο αποστολής |
fin., commun. | dispatch charge | τέλος περαιτέρω αποστολής |
commun. | dispatch code | κώδικας διαβίβασης |
commun. | dispatch code | αριθμός ταχυδρομικής διαβίβασης |
transp. | dispatch control | οργάνωση διαδρομής οχημάτων |
transp., avia. | dispatch inoperative equipment list usage | χρησιμοποίηση του εγκεκριμένου πίνακα ελάχιστου εξοπλισμού |
transp., avia. | dispatch inoperative equipment list usage | εφαρμογή MEL |
commun. | dispatch list for insured letters | φύλλο αποστολής επιστολών με δηλωμένη αξία |
environ. | dispatch note | δελτίο αποστολής |
fin. | dispatch note rail,road | δήλωση αποστολής |
transp. | dispatch of a train | αποστολή μιας αμαξοστοιχίας |
energ.ind., el. | dispatch of the generating installations | κατανομή φορτίων στις εγκαταστάσεις παραγωγής |
commun., IT | dispatch signal | σήμα αναχώρησης |
commun. | dispatch system | σύστημα "DISPATCH" |
pharma., mater.sc., mech.eng. | dispatching room | αίθουσα αποστολής |
polit. | Dispatching Unit | Μονάδα Διεκπεραίωσης |
IT | electronic dispatch | ηλεκτρονική αποσταλή |
commun. | establishment of dispatches | σύνθεση ταχυδρομικών αποστολών |
energ.ind., el. | load dispatching | κατανομή φορτίου |
el. | load dispatching center | υπηρεσία κατανομής φορτίου |
el. | load dispatching centre | υπηρεσία κατανομής φορτίου |
commun. | making up of dispatches | σύνθεση ταχυδρομικών αποστολών |
agric. | mode of transport on dispatch | τρόπος μεταφοράς κατά την αποστολή |
transp. | multiple-stop dispatching | πολύμορφη διαδρομή κατά την οποία ο οδηγός ορίζει στάσεις και πορεία |
commun. | opening of dispatches | αποσφράγιση ταχυδρομικών αποστολών |
transp., mater.sc. | ready for dispatch | έτοιμο προς φόρτωση |
transp., mater.sc. | ready for dispatch | έτοιμο προς μεταφορά |
commun. | rebagging of a dispatch | ανασυσκευασία ταχυδρομικής αποστολής |
commun., transp. | S.A.L.dispatch | ταχυδρομείο επιφανείας που μεταφέρεται αεροπορικώς |
commun. | to seal a dispatch | σφραγίζω με μολυβδοσφραγίδα ταχυδρομική αποστολή |
commun. | seal of a dispatch | σφραγίδα ταχυδρομικής αποστολής |
commun. | special dispatch | ειδική ταχυδρομική αποστολή |
environ. | State of dispatch | κράτος αποστολής |
commun. | surface dispatch | ταχυδρομική αποστολή επιφάνειας |
transp. | technical despatch reliability | τεχνική αξιοπιστία αναχωρήσεων |
law, commun. | theft of dispatches | παραβίαση ταχυδρομικής αποστολής |
commun. | trunked dispatch systems | συστήματα διαχωρισμού,τύπου "DISPATCHING" |
transp., construct. | vehicle dispatching | διεκπεραίωση αναχώρησης-άφιξης οχήματος |
commun. | verification of dispatches | έλεγχος ταχυδρομικών αποστολών |
comp., MS | virtual dispatch slot | υποδοχή εικονικής αποστολής (An entry in an internally maintained table of functions that is used at runtime to look up virtual function calls in an object-oriented type) |