Subject | English | Greek |
mech.eng. | convection barrier | φραγμός συναγωγής |
chem., el. | convection burner | καυστήρας εσωτερικής καύσης |
el. | convection cell | κυψέλη ρευμάτων μεταφοράς |
nat.sc. | convection cell | κύτταρο μεταφοράς |
earth.sc. | convection cloud | νέφος μεταφοράς |
el. | convection coefficient | συντελεστής θερμικής μεταφοράς |
earth.sc. | convection coefficient | μέσος συντελεστής μεταδόσεως θερμότητος διά συναγωγής |
el. | convection-cooled device | συσκευή που ψύχεται με φυσική μεταφορά |
mech.eng. | convection cooler | ψύκτης συναγωγής |
industr., construct., met. | convection current | ρεύμα μετάδοσης |
el. | convection current | ρεύμα αγωγιμότητος |
nat.sc. | convection current | ρεύμα μεταφοράς |
energ.ind. | convection current | ρεÙμα μεταφοράς μάζας |
tech., industr., construct. | convection drying | στέγνωμα με ζεστό αέρα |
life.sc. | convection frost | παγετός από μεταφορά θερμότητος |
life.sc. | convection frost | παγετός οφειλόμενος σε ψυχρά ρεύματα |
earth.sc. | convection heat transfer | μετάδοσις θερμότητος διά συναγωγής |
el. | convection heater | ηλεκτρικός θερμαντήρας δια μετατροπής της θερμότητας |
el. | convection heater | αερόθερμο |
el. | convection loop | κυψέλη ρευμάτων μεταφοράς |
earth.sc. | convection mass and energy transport | μεταφορά μάζας και ενέργειας λόγω συναγωγής |
earth.sc., mech.eng. | convection of heat | διάδοση θερμότητας με μεταφορά |
earth.sc. | convection vault | υπόγειος θόλος φυσικού εξαερισμού |
earth.sc. | to dissipate by natural conduction and convection | απαγωγή με φυσική αγωγιμότητα και συναγωγή |
met., el. | electrolyte circulation is promoted by gas evolution and convection currents | η έκλυση αερίου και τα ρεύματα μεταφοράς ευνοούν την κυκλοφορία του ηλεκτρολύτη |
tech., industr., construct. | equipment with setting by convection | εξοπλισμός σταθεροποίησης με μεταφορά θερμότητας |
tech., industr., construct. | equipment with setting by convection by hot air | εξοπλισμός σταθεροποίησης μεταφοράς θερμότητας με ζεστό αέρα |
tech., industr., construct. | equipment with setting by convection by superheated steam | εξοπλισμός σταθεροποίησης με υπέρθερμο ατμό |
el. | forced convection | εξαναγκασμένη μεταφορά |
el. | forced convection | ψύξη με εξαναγκασμένη κυκλοφορία αέρα |
mun.plan., earth.sc. | forced convection air cooler | αεροψυχραντήρας με εξαναγκασμένη μεταφορά της θερμότητας |
industr. | forced convection air heater | αερόθερμο |
industr., construct., met. | forced convection lehr | ψυκτήριος κλίβανος ρυθμιζόμενου ρεύματος αέρος |
energ.ind., el. | forced convection oven | φούρνος με ανεμιστήρα |
energ.ind., el. | forced convection oven | φούρνος βεβιασμένης κυκλοφορίας |
el. | free convection | ελεύθερη μεταφορά |
el. | free convection | φυσική μεταφορά |
earth.sc., mech.eng. | free convection | φυσική μεταφορά θερμότητας |
earth.sc., mech.eng. | free convection | ελεύθερη μεταφορά θερμότητας |
mater.sc. | heat convection | διάδοση θερμότητας με μεταφορά |
earth.sc. | heat exchange by convection | μετάδοσις θερμότητος διά συναγωγής |
earth.sc. | heat transfer by convection | μετάδοσις θερμότητος διά συναγωγής |
life.sc. | level of free convection | επίπεδο ελεύθερης μεταφοράς |
earth.sc. | mantel convection | αγωγή-μεταφορά θερμότητας στο γήινο μανδύα |
earth.sc., mech.eng. | natural convection | ελεύθερη μεταφορά θερμότητας |
el. | natural convection | φυσική μεταφορά |
el. | natural convection | ελεύθερη μεταφορά |
earth.sc., mech.eng. | natural convection | φυσική μεταφορά θερμότητας |
mun.plan., earth.sc. | natural convection air cooler | αεροψυχραντήρας με φυσική μεταφορά της θερμότητας |
earth.sc., mech.eng. | natural convection air-cooled condenser | συμπυκνωτής φυσικής κυκλοφορίας του αέρα |
el. | natural-convection-cooled device | συσκευή που ψύχεται με φυσική μεταφορά |
earth.sc., mech.eng. | natural convection cooling | ψύξη με φυσική αγωγή θερμότητας |
earth.sc. | natural convection with turbulence | φυσική μεταφορά με στροβιλισμό |
life.sc. | thermal convection storm | ραγδαία βροχή εκ θερμικής μεταφοράς |
phys.sc. | thermal forced convection | εξαναγκασμένη θερμική μεταφορά |
earth.sc., el. | thermal natural convection | φυσική θερμική μεταφορά |
med. | transport by convection | μεταφορά διά μεταδόσεως θερμότητος ή ηλεκτρισμού |