Subject | English | Greek |
market. | accruals concept | αρχή της περιοδολόγησης |
market. | accruals concept | αρχή οροθέτησης των περιόδων χρήσεως |
ed. | advanced open learning concept | προηγμένο σύστημα ανοικτής μάθησης |
transp., mater.sc. | advancing blade concept | διάταξη προπορευομένου πτερυγίου |
transp., avia. | advancing blade concept helicopter | ελικόπτερο τύπου ABC |
gen. | Air Rapid Response Concept | Γενική Ιδέα Ταχείας Αεροπορικής Αντίδρασης |
IT | architectural concept | αρχιτεκτονική ιδέα |
commun. | area concepts | έννοιες περιοχών |
commun., IT | availability performance measure concept | έννοια του μέτρου της επίδοσης διαθεσιμότητας |
transp., mater.sc. | basic concept | θεμελιώδες σκεπτικό |
transp., mater.sc. | basic concept | βασική διάταξη |
gen. | Battle Group Concept | έννοια της μάχιμης μονάδας |
environ. | bubble-concept | αρχή της "σφαίρας" |
fin. | common definition of the concept of the origin of goods | κοινός ορισμός της έννοιας καταγωγής των εμπορευμάτων |
work.fl. | complex concept | σύμπλοκη έννοια |
work.fl., IT | concept arrangement system of a documentary language | σύστημα διευθέτησης εννοιών γλώσσας τεκμηρίωσης |
work.fl., IT | concept arrangement system of a documentary language | εννοιολογικό σύστημα γλώσσας τεκμηρίωσης |
work.fl., IT | concept-based indirect documentation | έμμεση εννοιολογική τεκμηρίωση |
work.fl., IT | concept classification | ταξινόμηση εννοιών |
work.fl., IT | concept classification of a documentary language | σύστημα διευθέτησης εννοιών γλώσσας τεκμηρίωσης |
work.fl., IT | concept classification of a documentary language | εννοιολογικό σύστημα γλώσσας τεκμηρίωσης |
work.fl., IT | concept control | εννοιολογικός έλεγχος |
work.fl. | concept co-ordinate index | παρατακτικό ευρετήριο |
work.fl. | concept co-ordination | παράταξη |
work.fl. | concept co-ordination | παρατακτική σχέση |
gen. | Concept coordination | Συντονισμός εννοιών |
IT | concept description | περιγραφή έννοιας |
IT | concept description | περιγραφή |
IT | concept description | γενίκευση |
work.fl. | concept factoring | εννοιολογική διαίρεση |
gen. | Concept indexing | Επιλογή εννοιών |
IT | concept learning | εννοιολογική μάθηση |
work.fl., IT | concept of a class | έννοια τάξης |
econ. | concept of change in financial assets/liabilities | κριτήριο των μεταβολών των απαιτήσεων |
gen. | concept of common interest | η αρχή του κοινού ενδιαφέροντος |
EU. | concept of common interest | η έννοια του κοινού ενδιαφέροντος |
gen. | concept of common interest | η αρχή του κοινού συμφέροντος |
gen. | concept of deterrence | δόγμα αποτροπής |
econ. | concept of economic activity | έννοια της οικονομικής δραστηριότητας |
environ. | concept of environment The development at any level of a general notion of the surrounding ecosystem, its foundational relationship to human life and the need to preserve its integrity | ιδεατή εικόνα |
environ. | concept of environment | αντίληψη του περιβάλλοντος/ιδεατή εικόνα |
law | concept of fair ground for individual dismissal | έννοια της εύλογης αιτίας για την ατομική απόλυση |
immigr. | concept of first country of asylum | έννοια της πρώτης χώρας ασύλου |
fin., social.sc. | concept of globality | έννοια της σφαιρικότητας |
gen. | concept of mutual recognition of supervisory standards | αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των προτύπων εποπτείας |
transp., avia. | concept of operation | αντίληψη λειτουργίας |
gen. | concept of operations | αρχική ιδέα ενέργειας των επιχειρήσεων |
fin., tax. | concept of "originating products" | έννοια "καταγόμενα προϊόντα" ή "προϊόντα καταγωγής" |
immigr. | concept of safe third country | αρχής της ασφαλούς τρίτης χώρας |
immigr. | concept of safe third country | έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας |
law, sociol. | concept of social protection | μέριμνα κοινωνικής προστασίας |
tax. | concept of taxable person | έννοια του υποκειμένου στο φόρο |
econ. | concept of the domestic occupied population | έννοια του εγχώριου απασχολούμενου πληθυσμού |
econ. | concept of uses and financial resources | έννοια χρήσεις και χρηματοπιστωτικοί πόροι |
work.fl. | concept relation | σχέση εννοιών |
work.fl. | concept screening | διαλογή εννοιών |
work.fl. | concept synthesis | εννοιολογική σύνθεση |
polit. | Concepts Branch | υποτμήμα "Αρχικές Ιδέες Ενεργειών" |
econ. | concepts of actual and distributed output | έννοιες της πραγματικής και της διανεμόμενης παραγωγής |
gen. | concepts of police forces | Αντιλήψεις για τη χρησιμοποίηση αστυνομικών δυνάμεων |
gen. | Concrete concept | Συγκεκριμένη αντίληψη |
market. | consistency concept | αρχή της συνέπειας |
market. | consistency concept | αρχή της συνέχειας |
gen. | consistency concept | αρχή της σταθερής εφαρμογής |
gen. | Crisis Management Concept | γενική ιδέα διαχείρισης κρίσεων |
gen. | Cylinder concept | Κυλινδρική ιδιότητα |
fin. | to define the concept of Community origin | ορίζω την έννοια της κοινοτικής καταγωγής |
work.fl. | definition of a concept | ορισμός μιας έννοιας |
work.fl. | determination of a concept | προσδιορισμός μιας έννοιας |
gen. | Doctrine and Concepts Branch | υποτμήμα δογμάτων και αρχικών ιδεών ενέργειας |
stat. | domestic concept | εθνικήγεωγραφικήέννοια |
stat. | domestic geographical concept | εθνικήγεωγραφικήέννοια |
environ. | "endpoint" concept | έννοια του "end point" |
environ., agric., energ.ind. | ethanol-farm concept | αρχή της "αιθανόλης για χρήση σε γεωργικές επιχειρήσεις" |
gen. | EU Military Rapid Response Concept | Γενική ιδέα της ΕΕ για Στρατιωτική Ταχεία Αντίδραση |
polit., loc.name. | "Europe of the Regions" concept | έννοια της "Ευρώπης των περιφερειών" |
gen. | European Union concept for strengthening African capabilities for the prevention, management and resolution of conflicts | Ενισχυμένη υποστήριξη της οικοδόμησης ικανοτήτων της Αφρικής για την πρόληψη, διαχείριση και διευθέτηση των συγκρούσεων |
ed. | European Union Training Concept in ESDP | αντίληψη της ΕΕ για την εκπαίδευση στην ΕΠΑΑ |
law | franchisable concept | προϋποθέσεις λειτουργίας συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
commer. | franchisor's concept | έννοια του δικαιοπαρόχου συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise |
commer. | franchisor's concept application control | έλεγχος εφαρμογής των οδηγιών του δικαιοπαρόχου |
market. | fundamental accounting concept | βασικές αρχές της λογιστικής |
transp., avia. | gate-to-gate concept | από πύλη σε πύλη |
energ.ind. | grazing concept-OTEC | αρχή του "θερμικοÙ ξυρíσματος" |
law | in the Federal Republic of Germany,the concept of domicile expresses a person's connection with a local community within the national territory | διαιρέσεις της χώρας σε δήμους ή κοινότητες |
environ. | indefinite legal concept A condition or extent of time in a government enforced contract, instrument or agreement that lacks precision, distinguishing characteristics or fixed boundaries | αόριστη νομική έννοια |
environ. | indefinite legal concept | αόριστη νομική έννοια |
industr. | inventive concept | εφευρετική έννοια |
transp. | jet lift concept aircraft | σύνθετο αεροσκάφος με στροβιλοκινητήρα άνωσης |
law | legal concept | δικαιϊκός θεσμός |
law, fin. | legal concept of the independence of companies | νομική έννοια της ανεξαρτησίας των επιχειρήσεων |
commun. | maintenance concept | συντήρηση |
gen. | Maritime Rapid Response Concept | γενική ιδέα ταχείας θαλάσσιας αντίδρασης |
market. | matching concept | λογιστική αρχή αντιστοίχησης |
IT, el. | modeling concept | έννοια μοντελοποίησης |
mech.eng., el. | multirotor on one tower concept | πολυδρομέας σε ένα πύργο στήριξης |
mech.eng., el. | multirotor on one tower concept | πολυανεμογεννήτρια |
mech.eng., el. | multirotor on one tower concept | ανεμογεννήτρια πολλαπλών δρομέων |
stat. | national concept | εθνική έννοια |
econ. | national concept of occupied population | έννοια του εγχώριου απασχολούμενου πληθυσμού |
health. | natural concept | φυσική ιδέα |
el. | nearest neighbor concept | αρχή του κοντινότερου γείτονα |
el. | nearest neighbour concept | αρχή του κοντινότερου γείτονα |
phys.sc., energ.ind. | new driver concept for inertial confinement fusion | καινούργια ιδέα για σύστημα αδρανειακού περιορισμού |
med. | object concept | μονιμότητα του αντικειμένου |
transp. | obligations inherent in the concept of a public service | βάρη συνυφασμένα με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας |
gen. | Operational Capabilities Concept | Γενική ιδέα περί των επιχειρησιακών δυνατοτήτων |
transp. | operational concept | σχέδιο λειτουργίας |
transp. | operational concept | μεθοδολογία λειτουργίας |
law | to particularize the concept of seat of a company | καθορίζω την έννοια της έδρας μιας εταιρείας |
econ. | Pilot actions aiming at integrating the concept of the information society into regional development policies of less-favoured regions | Πρότυπες πειραματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση της έννοιας της κοινωνίας των πληροφοριών στις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών |
gen. | Pilot actions aiming at integrating the concept of the information society into regional development policies of less-favoured regions LFRs | Πρότυπες πειραματικές ενέργειες που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση της έννοιας της κοινωνίας της πληροφορίας,στις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης των μειονεκτικών περιοχών |
work.fl. | precombined concept | προσυνδυασμένη έννοια |
stat., lab.law. | probabilistic concept of safety | ασφάλεια βασισμένη σε πιθανότητες |
comp., MS | proof of concept | επαλήθευση ιδέας (The verification that the selected technology performs according to pre-established criteria in a lab environment designed to simulate the production environment) |
fin. | proof of concept | εξακρίβωση της δυνατότητας υλοποίησης της προτεινόμενης λύσης |
fin., polit. | Protocol 4 concerning the definition of the concept of "originating products" and methods of administrative cooperation | Πρωτόκολλο αριθ. 4 σχετικά με τον ορισμό της έννοιας "καταγόμενα προϊόντα" ή "προϊόντα καταγωγής" και με τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας |
account. | prudence concept | αρχή φρόνησης |
work.fl., IT | purely hierarchical concept classification | καθαρά ιεραρχική ταξινόμηση εννοιών |
law | reimbursement for the discharge of certain obligations inherent in the concept of a public service | η αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας |
commun. | reliability performance measure concept | έννοια μέτρου της επίδοσης αξιοπιστίας |
transp., mater.sc. | rotor/wing concept | διάταξη στροφείου/πτέρυγας |
immigr. | safe third country concept | έννοια της ασφαλούς τρίτης χώρας |
immigr. | safe third country concept | αρχής της ασφαλούς τρίτης χώρας |
transp., mil., grnd.forc., tech. | safety concept | αντίληψη ασφάλειας |
transp., mil., grnd.forc., tech. | safety concept | έννοια της ασφάλειας |
commun. | service availability and reliability performance concepts | έννοιες επίδοσης,διαθεσιμότητας και αξιοπιστίας υπηρεσίας |
work.fl. | simple concept | απλή έννοια |
comp., MS | solution concept | ιδέα λύσης (A high-level description of how the solution will meet goals and requirements) |
med. | species concept | κριτήριο είδους |
relig. | specific concept | ειδοϊκή έννοια |
relig. | specific concept | είδια έννοια |
el. | state concept | έννοια κατάστασης |
transp., mater.sc. | stopped rotor concept | διάταξη με ανάσχεση του στροφείου στην πτήση |
polit. | strategic concept | στρατηγική ιδέα' στρατηγικό δόγμα |
relig. | subordinate concept | υποτασσόμενη έννοια |
relig. | superordinate concept | υπερτασσόμενη έννοια |
health. | symbol of concept | σύμβολο αφηρημένης ιδέας |
relig. | system of concepts | σύστημα εννοιών |
tech., el. | time concept | έννοια χρόνου |
energ.ind. | total energy concept | παροχή ενέργειας μ'έναν και μοναδικό φορέα |
mater.sc. | total quality concept | έννοια της συνολικής ποιότητας |
work.fl. | unit concept | μοναδιαία έννοια |
work.fl. | unit concept | εννοιολογική μονάδα |
IT | vocabulary of concepts | λεξιλόγιο εννοιών |