DictionaryForumContacts

Terms containing compulsory | all forms | exact matches only
SubjectEnglishGreek
fin.ad hoc conciliation on compulsory expenditureειδική διαβούλευση για τις υποχρεωτικές δαπάνες
fin.ad hoc conciliation procedure to determine the level of compulsory expenditureδιαδικασία συνεννόησης ad hoc για τον καθορισμό του ποσού των υποχρεωτικών δαπανών
ed.aid to compulsory educationπαροχή κινήτρων για την υποχρεωτική σχολική φοίτηση
lawapplication for a compulsory exploitation rightαίτηση για δικαίωμα αναγκαστικής εκμετάλλευσης
fin., social.sc.basic compulsory schemeυποχρεωτικό βασικό σύστημα
ed.basic educational curricula compulsory or otherwiseυποχρεωτικά ή μη, βασικά εκπαιδευτικά προγράμματα
insur., transp., construct.to be subject to compulsory insuranceυπαγόμενος στην υποχρεωτική ασφάλιση
health.compulsory abstinenceυποχρεωτική αποχή
med.compulsory abstinenceαναγκαστική αποχή
lawcompulsory arbitrationυποχρεωτική διαιτησία
insur.compulsory basic insuranceυποχρεωτική βασική ασφάλιση
econ.compulsory by virtue of a statute or regulationυποχρεωτική βάσει καταστατικών ή κανονισμών
transp., el.compulsory checkingδεσμευτικός έλεγχος
transp., el.compulsory checkingαπόλυτος έλεγχος
IT, dat.proc.compulsory clauseυποχρεωτικός όρος
stat.compulsory collection of statistical informationυποχρεωτική συλλογή στατιστικών πληροφοριών
stat.compulsory collection of statistical informationυποχρεωτική συγκέντρωση στατιστικών δεδομένων
econ., agric.compulsory collectivizationαναγκαστική κοινωνικοποίηση
lawcompulsory communication to the Commissionαυτεπάγγελτη ανακοίνωση προς την Eπιτροπή
law, interntl.trade.compulsory consultation clauseρήτρα υποχρεωτικών διαβουλεύσεων
med.compulsory continuation of the pregnancyοδηγίες στο μαιευτήριο
law, lab.law.compulsory contract of employmentαναγκαστική σύμβαση εργασίας
lawcompulsory coordinationυποχρεωτικός συντονισμός
lawcompulsory cross-licensingεξαρτημένη υποχρεωτική άδεια
patents.compulsory cross-licensingυποχρεωτική άδεια υπέρ εξαρτημένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ; υποχρεωτική άδεια λόγω αλληλεξάρτησης
law, social.sc.compulsory declaration of arrival to be made by foreign nationalsυποχρεωτική δήλωση αφίξεων για τους αλλοδαπούς
fin.compulsory deposits in a blocked account with the Central Bankυποχρεωτικές καταθέσεις σε δεσμευμένο λογαριασμό της κεντρικής τράπεζας
market.compulsory depreciationυποχρεωτική απόσβεση
lawcompulsory deprivation of personal freedomβίαια στέρηση της ελευθερίας
med.compulsory distillationυποχρεωτική απόσταξη
fin.compulsory distribution of sharesυποχρεωτική διανομή μετοχών
econ.compulsory educationυποχρεωτική εκπαίδευση
ed.compulsory education periodπερίοδος υποχρεωτικής εκπαίδευσης
account.compulsory employees' social contributionsυποχρεωτικές κοινωνικές εισφορές μισθωτών
account.compulsory employers' actual social contributionsυποχρεωτικές πραγματικές κοινωνικές εισφορές εργοδοτών
lawcompulsory enforcementαναγκαστική εκτέλεση
med.compulsory eugenic objectiveαναγκαστικός ευγονικός στόχος
insur.compulsory excessυποχρεωτική αφαιρετέα απαλλαγή
fin.compulsory expenditureΥποχρεωτικές Δαπάνες
fin.compulsory expenditureυποχρεωτικές δαπάνες
fin.compulsory expenditureυποχρεωτικά έξοδα
fin.compulsory expenditureέξοδα τα οποία υποχρεωτικώς απορρέουν από τη συνθήκη ή από τις πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτής
econ.compulsory expenditureυποχρεωτική δαπάνη
lawcompulsory exploitation rightδικαίωμα αναγκαστικής εκμετάλλευσης
IT, dat.proc.compulsory fieldυποχρεωτικό πεδίο
IT, dat.proc.compulsory fieldπρωτεύον πεδίο
fin.compulsory financial statementδημοσιονομικό δελτίο
ed.compulsory full-time educationυποχρεωτική σχολική φοίτηση με πλήρες ωράριο
ed.compulsory full-time education periodπερίοδος υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης πλήρους ωραρίου
industr., construct.compulsory hallmarkυποχρεωτική σφραγίδα
ed.compulsory industrial placementυποχρεωτική πρακτική άσκηση
insur., social.sc., sociol.compulsory insuranceκαθεστώς υποχρεωτικής ασφάλισης
econ.compulsory insuranceυποχρεωτική ασφάλιση
fin.compulsory insurance against civil liabilityυποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης
insur.compulsory insurance schemeσύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως
int. law.compulsory jurisdictionυποχρεωτική δικαιοδοσία
h.rghts.act., unions.compulsory labourαναγκαστική εργασία
construct.compulsory land purchase orderεντολή απαλλοτρίωσης
construct.compulsory land purchase orderαπόφαση απαλλοτρίωσης
fin., industr.compulsory licenceυποχρεωτική άδεια εκμετάλλευσης
patents.compulsory licenceυποχρεωτική άδεια εκμετάλλευσης ; υποχρεωτική άδεια
lawcompulsory licence feeυποχρεωτικό τέλος αδείας
lawcompulsory licence for non-exclusive useυποχρεωτική άδεια για μη αποκλειστική εκμετάλλευση
patents.compulsory licence in respect of dependent patentsυποχρεωτική άδεια υπέρ εξαρτημένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ; υποχρεωτική άδεια λόγω αλληλεξάρτησης
health., patents.compulsory licensingχορήγηση υποχρεωτικών αδειών
law, fin.compulsory liquidationαναγκαστική εκκαθάριση
fin.compulsory loanαναγκαστικό δάνειο
med.compulsory medical consultationυποχρεωτική ιατρική συμβουλή
gen.compulsory membershipυποχρεωτική ασφάλιση
fin.compulsory minimum reserveνόμιμο αποθεματικό
econ., fin.compulsory minimum reservesκατώτατο όριο υποχρεωτικών διαθεσίμων
econ., fin.compulsory minimum reservesελάχιστα υποχρεωτικά αποθέματα
lab.law.compulsory minimum wageκατώτατος μισθός που καθορίζεται από το κράτος
fin.compulsory motor vehicle insuranceυποχρεωτική ασφάλιση αυτοκινήτου
med.compulsory movementβίαιη κίνηση
insur.compulsory national insuranceυποχρεωτική από το κράτος ασφάλιση
health., lab.law.compulsory notifiable diseaseνόσος που δηλώνεται υποχρεωτικά
health., lab.law.compulsory notifiable diseaseνόσημα που πρέπει να δηλώνεται υποχρεωτικά
health., lab.law.compulsory notifiable diseaseδηλωτέα νόσος
health., lab.law.compulsory notifiable diseaseασθένειες υποχρεωτικής δήλωσης
agric., food.ind.compulsory nutrition labelling of foodstuffs intended for sale to the ultimate consumerυποχρεωτική επισήμανση των τροφίμων όσον αφορά τις τροφικές ή θρεπτικέςιδιότη- τές τους
law, insur.compulsory or optional continued insuranceυποχρεωτική ή προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης
transp.compulsory passenger list systemυποχρεωτικό σύστημα καταλόγου επιβατών
interntl.trade.compulsory patent licenceυποχρεωτικές άδειες εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας
transp.compulsory pilotageυποχρεωτική πλοήγηση
transp.compulsory piloting serviceυποχρεωτική υπηρεσία πλοηγήσεως
gen.compulsory preferential voteυποχρεωτική ψήφος προτίμησης
commun.compulsory pre-paymentυποχρεωτική πληρωμή τελών
fin.compulsory prepaymentαπαίτηση προεξόφλησης
fin.compulsory provision of a securityυποχρεωτική σύσταση εγγύησης
fin.compulsory public offer thresholdόριο ενεργοποίησης
lawCompulsory Purchase Orderπράξη απαλλοτρίωσης
construct.compulsory purchase procedureδιαδικασία απαλλοτρίωσης
med.compulsory reaching for the diseased earπαροξυσμική ωταλγία
fin.compulsory recapitalizationυποχρέωση αναδιάρθρωσης κεφαλαίων
transp.compulsory reporting pointsσημεία υποχρεωτικής αναφοράς
fin.compulsory reserve depositsυποχρεωτικές καταθέσεις
fin.compulsory reserve ratiosσυντελεστές υποχρεωτικών αποθεματικών
fin.compulsory reservesυποχρεωτικά αποθεματικά
fin.compulsory reserves in securitiesυποχρεωτικά αποθεματικά σε τίτλους
gen.compulsory resignationτης παύσεως
gen.compulsory retirementαπαλλαγή καθηκόντων
immigr.compulsory returnαναγκαστική επιστροφή
law, int. law.compulsory ruleαναγκαστικός κανόνας (norma imperativa)
econ.compulsory savingαναγκαστική αποταμίευση
ed.compulsory school ageηλικία υποχρεωτικής εκπαίδευσης
social.sc., ed.compulsory school ageηλικία υποχρεωτικής σχολικής φοίτησης
ed.compulsory school attendanceυποχρεωτική σχολική φοίτηση; υποχρεωτική εκπαίδευση
ed.compulsory school attendanceυποχρεωτική φοίτηση
ed.compulsory schoolingυποχρεωτική εκπαίδευση
gen.compulsory securityυποχρεωτική εγγύηση
polit., agric.compulsory set-aside rateποσοστό υποχρεωτικής παύσης της καλλιέργειας
sec.sys.compulsory sickness insuranceυποχρεωτική ασφάλιση ασθενείας
gov., social.sc.compulsory sickness insuranceυποχρεωτική υγειονομική ασφάλιση
account.compulsory social contributions by self- and non-employed personsυποχρεωτικές κοινωνικές εισφορές από αυτοαπασχολούμενους και άτομα χωρίς απασχόληση
gov.compulsory social security schemeσύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης
ITcompulsory social security schemeυποχρεωτικό καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης
gen.compulsory social security schemeυποχρεωτικό καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως
transp.compulsory stopυποχρεωτική στάθμευση
transp.compulsory stopκανονική στάση
lab.law.compulsory suspension from workυποχρεωτική αποχή από την εργασία
transp.compulsory tariff regulationρύθμιση υποχρεωτικής τιμολόγησης
transp.compulsory tariffsυποχρεωτικά κόμιστρα
ed.compulsory traineeshipυποχρεωτική πρακτική άσκηση
lab.law.compulsory transferαυτεπάγγελτη μετάθεση
med.compulsory treatmentκαταναγκαστική θεραπεία
health.compulsory treatmentυποχρεωτική θεραπεία
med.compulsory treatmentαναγκαστική θεραπεία
environ.compulsory useυποχρεωτική χρήση
med.compulsory vaccinationυποχρεωτικός εμβολιασμός
med.compulsory vaccinationυποχρεωτικός δαμαλισμός
econ.compulsory votingυποχρεωτική ψήφος
law, fin.compulsory winding upαναγκαστική εκκαθάριση
fin.compulsory withdrawalαναγκαστική απόσυρση
ed.compulsory work experienceυποχρεωτική πρακτική άσκηση
ed.compulsory work placementυποχρεωτική πρακτική άσκηση
fin.conciliation procedure for compulsory expenditureπροηγούμενη συνεννόηση για τις υποχρεωτικές δαπάνες
h.rghts.act.Convention concerning Forced or Compulsory LabourΣύμβαση "περί της αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας"
gen.Convention concerning the Compulsory Medical Examination of Children and Young Persons Employed at SeaΣύμβαση "περί υποχρεωτικής ιατρικής εξετάσεως παίδων και εφήβων εργαζομένων επί πλοίων"
econ.counterpart of compulsory direct social benefitsσυμψηφιστικά στοιχεία των υποχρεωτικών άμεσων κοινωνικών παροχών
gen.deposits with the Central Bank as compulsory reserve requirementsκαταθέσεις ως μορφή υποχρεωτικών καταθέσεων
gen.European Convention on Compulsory Insurance against Civil Liability in respect of Motor VehiclesEυρωπαϊκή Σύμβαση "περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως έναντι αστικής ευθύνης αφορώσης εις αυτοκίνητα οχήματα"
fin.financial components of the compulsory reserves of credit institutionsχρηματοπιστωτικά στοιχεία των υποχρεωτικών αποθεματικών των πιστωτικών ιδρυμάτων
transp.flow to which compulsory interavailability appliesροή για την οποία ισχύει η υποχρεωτική αλληλοδιαθεσιμότητα
h.rghts.act., unions.forced or compulsory labourαναγκαστική εργασία
fin., ed., agric.full-time compulsory educationυποχρεωτική σχολική φοίτηση πλήρους ωραρίου
fin., ed., agric.full-time compulsory schoolingυποχρεωτική σχολική φοίτηση πλήρους ωραρίου
lawin the event of resignation, compulsory retirement or deathσε περίπτωση παραίτησης,απαλλαγής από τα καθήκοντα ή θανάτου
gen.in the event of resignation, compulsory retirement or deathεάν ο Πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει
ed.law regarding compulsory school attendanceνόμος για την υποχρεωτική φοίτηση
fin.maximum rate of increase of non-compulsory expenditureανώτατο ποσοστό αυξήσεως των μη υποχρεωτικών δαπανών
fin., econ.non-compulsory expenditureΜη Υποχρεωτικές Δαπάνες
fin.non-compulsory expenditureμη υποχρεωτικές δαπάνες
econ.non-compulsory expenditureμη υποχρεωτική δαπάνη
fin.non-compulsory expendituresμη υποχρεωτικές δαπάνες
lawnon-exclusive compulsory licenceμη αποκλειστική υποχρεωτική άδεια
fin.non-privileged non-compulsory expenditureΜΥΔ "μη προτεραιότητας"
gen.normal compulsory winding upκανονική υποχρεωτική εκκαθάριση
agric.notice of liability for compulsory distillationγνωμοδότηση που προβλέπει την υποχρεωτική απόσταξη
econ.other compulsory expenditureάλλες υποχρεωτικές δαπάνες
insur., transp., construct.period of compulsory insuranceπερίοδος υποχρεωτικής ασφαλίσεως
lawpetition for compulsory liquidationαίτηση για κήρυξη σε πτώχευση
ed.post-compulsory education and trainingμετασχολική παιδεία και επαγγελματική εκπαίδευση
ed.post-compulsory periodπερίοδος μη υποχρεωτικής εκπαίδευσης
econ.procedures governing compulsory reservesκανόνες που διέπουν τα υποχρεωτικά αποθέματα
insur.seeking exemption from compulsory membershipαίτηση εξαιρέσεως από την υποχρεωτική ασφάλιση
gen.special compulsory winding upειδική υποχρεωτική εκκαθάριση
insur.system of compulsory membershipσύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης
transp.system with compulsory guidance by physical meansσύστημα φυσικής καθοδήγησης
transp.with compulsory reservationυποχρεωτικής κράτησης

Get short URL