Subject | English | Greek |
med. | anti-complement | αντισυμπλήρωμα |
med. | bed complement | σύνολο κλινών |
med. | Bordet-Gengou complement fixation | σύνδεση συμπληρώματος κατά BORDET-GENGOU |
med. | Bordet-Gengou complement-fixation test | φαινόμενο BORDET-GENGOU |
transp., avia. | cabin crew complement | συμπληρωση πληρώματος θαλάμου επιβατών |
med. | chromosome complement | χρωμοσωμικό συμπλήρωμα |
med. | complement activation | ενεργοποίηση συμπληρώματος |
med. | complement component | συστατικό συμπληρώματος |
med. | complement control protein | ρυθμιστική πρωτεΐνη συμπληρώματος |
med. | complement control protein | πρωτεΐνη ελέγχου συμπληρώματος |
med. | complement drop | μείωσις του συμπληρώματος |
med. | complement factor | συμπληρωματικός παράγων |
med. | complement fixation | δέσμευση συμπληρώματος |
med. | complement fixation | σύνδεση του συμπληρώματος |
med. | complement fixation on platelets | σταθεροποίηση του συμπληρώματος επί πλακιδίων |
med. | complement fixation reaction | αντίδραση προσηλώσεως του συμπληρώματος |
med., pharma. | complement fixation test | δοκιμασία καθήλωσης του συμπληρώματος |
med., pharma. | complement fixation test | δοκιμασία σύνδεσης του συμπληρώματος |
med., pharma. | complement fixation test | δοκιμή σύνδεσης του συμπληρώματος |
med., pharma. | complement fixation test | δοκιμή συμπληρωματικής στερέωσης |
med., pharma. | complement fixation test | δοκιμή στερέωσης συμπληρώματος |
health. | complement fixing antibody | αντιγόνο που συνδέει το συμπλήρωμα |
IT, dat.proc. | complement on one | συμπλήρωμα ως προς ένα |
IT, dat.proc. | complement on ten | συμπλήρωμα ως προς το δέκα |
med. | complement protein | πρωτεΐνη συμπληρώματος |
med. | complement receptor | υποδοχέας συμπληρώματος |
med. | complement regulatory protein | ρυθμιστική πρωτεΐνη συμπληρώματος |
med. | complement regulatory protein | πρωτεΐνη ελέγχου συμπληρώματος |
med. | complement system | σύστημα συμπληρώματος |
med. | complement system | συμπλήρωμα |
med. | complement system | συμπληρωματικό σύστημα |
med. | complement titration | τιτλοποίησις του συμπληρώματος |
stat., scient. | error function complement | συμπληρωματική συνάρτηση σφάλματος |
stat. | error function complement | συμπλήρωμα λειτουργίας λάθους |
med. | heparin complement | συμπλήρωμα ηπαρίνης |
med. | hospital bed complement | δυναμικότητα κλινών νοσοκομείου |
med. | influenza CFR complement-fixation reaction | αντίδραση συνδέσεως του συμπληρώματος με τον ιό της γρίππης |
health., anim.husb. | international complement fixation test unit | διεθνείς μονάδα καθήλωσης του συμπληρώματος |
med. | Kolmer complement fixation reaction | αντίδρασις της συνδέσεως του συμπληρώματος του Kolmer |
transp., avia. | normal flight crew complement | συμπλήρωση του κανονικού πληρώματος πτήσης |
IT, dat.proc. | ones-complement | συμπλήρωμα ως προς ένα |
IT, dat.proc. | radix complement | συμπλήρωμα ως προς βάση |
transp., avia. | required cabin crew complement | συμπλήρωση απαιτούμενου πληρώματος θαλάμου επιβατών |
IT, dat.proc. | tens complement | συμπλήρωμα ως προς το δέκα |
med. | terminal complement component | τελικό συστατικό συμπληρώματος |
gov. | total staff complement | συνολικό προσωπικό |
IT, tech. | twos complement | συμπληρωματικό ως προς 2 |