Subject | English | Greek |
fin. | accounting commitment | λογιστικές αναλήψεις |
fin. | accounting commitments | λογιστική ανάληψη υποχρεώσεων |
environ. | Ad Hoc Working Group on Further Commitments for Annex I Parties under the Kyoto Protocol | Ομάδα ad hoc για τις περαιτέρω δεσμεύσεις των μερών του παραρτήματος Ι του πρωτοκόλλου του Κυότο |
fin. | additional commitment | συμπληρωματική ανάληψη υποχρέωσης |
fin., health. | Advance Market Commitment for vaccines | Διεθνής Χρηματοδοτική Διευκόλυνση για τον εμβολιασμό |
commer. | aggregation of domestic support commitments | συνυπολογισμός των αναλήψεων υποχρεώσεων για τις εθνικές ενισχύσεις |
market., fin. | aid commitment | ανάληψη υποχρέωσης βοήθειας |
interntl.trade. | Annual and Final Bound Commitment Levels | ετήσια και τελικά παγιοποιημένα επίπεδα υποχρεώσεων |
fin., econ., account. | appropriation for commitments | πίστωση για ανάληψη υποχρεώσεων |
fin. | appropriation released from commitment | αποδεσμεύσεις πιστώσεων |
fin. | appropriation released from commitment | αποδέσμευση |
fin. | appropriations for commitments | πιστώσεις για αναλήψεις υποχρεώσεων |
econ. | appropriations for commitments | Πιστώσεις για Αναλήψεις Υποχρεώσεων |
fin. | approval of commitment | θεώρηση αναλήψεως δαπάνης |
law | approval of commitment | θεώρηση της αναλήψεως της δαπάνης |
law | be liable for the commitments | ευθύνομαι για τις υποχρεώσεις |
fin. | book commitment | λογιστική ανάληψη υποχρέωσης |
fin. | book commitment | λογιστικές αναλήψεις |
fin. | bought deal commitment | ανάληψη της έκδοσης |
fin. | bought deal commitment | δεσμευτική ανάληψη |
fin. | bought deal commitment | δεσμευτική κάλυψη |
fin. | budget commitment | δημοσιονομική δέσμευση |
fin. | budgetary commitment | δημοσιονομική δέσμευση |
fin. | budgetary commitments in annual instalments | δημοσιονομική δέσμευση ανά ετήσιες δόσεις |
interntl.trade. | budgetary outlay and quantity commitment levels | καθορισμένα επίπεδα υποχρεώσεων όσον αφορά τις δημοσιονομικές δαπάνες και τις ποσότητες |
econ., fin. | call date for the commitment | ημερομηνία ενεργοποίησης της υποχρέωσης |
fin. | cancelled commitment | αποδέσμευση |
fin. | cancelled commitment | αποδεσμεύσεις πιστώσεων |
fin. | cancelled commitments | ακύρωση αναλήψεων υποχρεώσεων |
gen. | Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για την ανάληψη δεσμεύσεων σχετικά με το δυναμικό |
gen. | Capabilities Commitments Conference | διάσκεψη για την ανάληψη δεσμεύσεων σχετικά με το επιχειρησιακό δυναμικό |
gen. | capability commitment | υποχρεώσεις όσον αφορά τις δυνατότητες |
market. | capital commitments not provided for in the accounts | υποχρέωση σε υπόμνημα του ισολογισμού |
fin. | carried over commitment appropriation | πιστώσεις υποχρεώσεων που έχουν μεταφερθεί |
fin., UN | Cartagena Commitment | Δέσμευση της Καρθαγένης |
nat.sc. | cell commitment | κυτταρικός προκαθορισμός |
gen. | Civilian Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για τη διάθεση μη στρατιωτικών δυνατοτήτων |
fin. | commitment appropriation | πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων |
fin., econ. | commitment appropriation | πίστωση αναλήψεων υποχρεώσεων |
fin. | commitment appropriation | δέσμευση ανάληψης υποχρεώσεων |
fin. | commitment appropriation | πίστωση αναλήψης υποχρεώσεων |
fin. | commitment appropriation | πίστωση υποχρεώσεων |
fin. | commitment appropriation | πίστωση αναλήψεως υποχρεώσεων |
market. | commitment appropriations | πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων |
market. | commitment appropriations | πιστώσεις υποχρεώσεων |
gen. | commitment appropriations | πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων |
fin. | Commitment appropriations | Πιστώσεις Αναλήψεων Υποχρεώσεων |
gen. | commitment appropriations | ΠΑΥ |
fin. | commitment appropriations carried over | πίστωση υποχρεώσεων που έχουν μεταφερθεί |
gen. | commitment authorization | έγκριση δαπάνης |
fin. | commitment by chapter, article and item | ανάληψη υποχρεώσεων κατά κεφάλαιο,άρθρο και θέση |
fin. | commitment capacity | ικανότητα ανάληψης υποχρεώσεων |
econ. | commitment ceiling | ανώτατα όρια δεσμεύσεως |
econ. | commitment ceiling | ανώτατα όρια ανάληψης υποχρεώσεων |
econ. | commitment ceilings | ανώτατα όρια δεσμεύσεως' ανώτατα όρια ανάληψης υποχρεώσεων |
fin. | commitment charge | αμοιβή για τη δέσμευση κεφαλαίου |
commun. | commitment, concurrency and recovery | διάπραξη, συνδρομή και ανάκαμψη |
IT | commitment,concurrency and recovery | διάπραξη,συνδρομή και ανάκαμψη |
commun. | commitment, concurrency and recovery relationship | σχέση διάπραξης, συνδρομής και ανάκαμψης' σχέση CCR |
commun., IT | commitment,concurrency and recovery relationship | σχέση διάπραξης,συνδρομής και ανάκαμψης |
commun., IT | commitment,concurrency and recovery relationship | σχέση CCR |
fin. | commitment fee | αμοιβή για τη δέσμευση κεφαλαίου |
fin., insur. | commitment fee | έξοδα λόγω ανάληψης υποχρέωσης |
fin. | commitment fee | προμήθεια δεσμεύσεως |
market., life.sc. | commitment given | δοθείσα ανάληψη υποχρέωσης |
fin. | commitment letter | δέσμευση για δάνειο |
commun., IT | commitment of an atomic action | διάπραξη ατομικής ενέργειας |
fin. | commitment of appropriations | δέσμευση των πιστώσεων |
econ. | commitment of expenditure | ανάληψη δαπανών |
econ. | commitment on market access | υποχρέωση όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά |
gen. | commitment on non-first use | να μην είναι ο πρώτος που θα προσφύγει σε πυρηνικά όπλα |
gen. | commitment on non-first use | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" |
fin. | commitment, payment and recovery | ανάληψη, πληρωμή και επιστροφή |
environ. | commitment period | περίοδος δέσμευσης |
environ. | commitment period reserve | αποθεματικό της περιόδου δεσμεύσεων |
environ. | commitment period reserve | αποθεματικό για την περίοδο ανάληψης υποχρεώσεων |
fin. | commitment proposal | πρόταση αναλήψεως |
fin. | commitment proposal | πρόταση ανάληψης |
econ., fin. | commitment rate | ποσοστό ανάληψης υποχρεώσεων |
market. | commitment received | ληφθείσα ανάληψη υποχρέωσης |
met. | commitment to close down a proportion of production capacity | δεσμεύσεις για τα ελάχιστα επίπεδα κλεισίματοςπαραγωγικών μονάδων |
market. | commitment to sell | προθεσμιακή πώληση τίτλων |
fin., lab.law. | commitment undertaken by endorsement | υποχρέωση από οπισθογράφηση |
commun. | commitment unit | μονάδα είσπραξης |
IT, dat.proc. | commitment unit | μονάδα διάπραξης |
fin., account. | commitments and contingent liabilities | λογαριασμοί τάξεως |
gen. | commitments arising out of sale and repurchase transactions | υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις προσωρινής εκχώρησης |
gen. | commitments concerning pensions | υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν για συντάξεις |
fin. | commitments entered into | πραγματοποιηθείσες αναλήψεις υποχρεώσεων |
fin. | commitments entered into and chargeable to available commitment appropriations | αναλήψεις υποχρεώσεων εις βάρος των διαθεσίμων πιστώσεων υποχρεώσεων |
fin. | commitments entered into and chargeable to the financial year | αναλήψεις υποχρεώσεων εις βάρος του οικονομικού έτους |
fin. | commitments entered into during the financial year | αναλήψεις υποχρεώσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
fin. | commitments outstanding | υπόλοιπο προς εκκαθάριση |
fin., econ. | commitments still outstanding | αναλήψεις υποχρεώσεων που δεν έχουν ακόμη χρησιμοποιηθεί |
fin. | commitments under the financing agreements | υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο χρηματοδοτικών συμβάσεων |
fin. | commitments unspent | υπόλοιπο προς εκκαθάριση |
market., fin. | contingent liabilities and commitments | υποχρεώσεις υπό όρους |
market., fin. | contingent liabilities and commitments | προσδοκόμενες υποχρεώσεις |
fin. | to contract commitments | αναλαμβάνω υποχρεώσεις |
law, lab.law. | contractual commitment | συμβατική δέσμευση |
econ., patents. | control of commitment of expenditure | έλεγχος της ανάληψης υποχρεώσεων |
insur. | to cover commitments | αναλαμβάνω υποχρεώσεις |
market., fin. | credit commitment guarantee for third parties | εγγυήσεις για λογαριασμό των ίδιων των ταπεζών και για λογαριασμό των πελατών τους |
market., fin. | credit commitment guarantee for third parties | υποχρεώσεις από εγγυήσεις |
environ. | Decision No 406/2009/EC on the effort of Member States to reduce their greenhouse gas emissions to meet the Community's greenhouse gas emission reduction commitments up to 2020 | απόφαση επιμερισμού των προσπαθειών |
environ. | Decision No 406/2009/EC on the effort of Member States to reduce their greenhouse gas emissions to meet the Community's greenhouse gas emission reduction commitments up to 2020 | Απόφαση αριθ. 406/2009/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , περί των προσπαθειών των κρατών μελών να μειώσουν τις οικείες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ώστε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της Κοινότητας για μείωση των εκπομπών αυτών μέχρι το 2020 |
law | declaration of commitment | δήλωση δέσμευσης |
gen. | deed of commitment | πράξη δέσμευσης |
fin. | direct underwriting commitment | δεσμευτική ανάληψη |
fin. | direct underwriting commitment | ανάληψη της έκδοσης |
fin. | direct underwriting commitment | δεσμευτική κάλυψη |
market. | distributor's basic penetration commitment | υποχρέωση διείσδυσης του διανομέα |
interntl.trade. | domestic support and export subsidy commitments | υποχρεώσεις όσον αφορά τις εσωτερικές ενισχύσεις και τις εξαγωγικές επιδοτήσεις |
econ., market. | domestic support commitment | υποχρέωση σχετική με τις εσωτερικές ενισχύσεις |
interntl.trade. | domestic support reduction commitment | υποχρέωση όσον αφορά τη μείωση των εσωτερικών ενισχύσεων |
fin. | dormant commitment | σχολάζουσα δέσμευση |
fin. | dormant commitment | αδρανής ανάληψη υποχρεώσεων |
fin., econ. | dormant commitment | αδρανής ανάληψη υποχρεώσεως |
fin. | dormant commitments | αδρανείς αναλήψεις υποχρεώσεων |
health. | dose-equivalent commitment | συνεπαγόμενη ισοδύναμη δόση |
gen. | draft commitment document | σχέδιο πράξεως για ανάληψη υποχρεώσεως |
gen. | effective dose commitment | ενεργός δόση εκ των πραγμάτων λαμβανομένη |
lab.law. | employment commitment | δέσμευση απασχόλησης |
fin., econ., account. | enter commitments | διενεργώ πράξεις αναλήψεως δαπανών |
fin. | to enter into a commitment | πραγματοποιώ ανάληψη υποχρεώσεων |
fin. | to enter into commitments regarding expenditure | αναλαμβάνω δαπάνες |
fin. | to enter the commitments in the accounts | καταχωρίζω αναλήψεις υποχρεώσεων |
gen. | equipment subject to external commitment | εξοπλισμός που υπόκειται σε ανάληψη υποχρεώσεων προς το εξωτερικό |
fin. | exact account of commitments and authorizations | ακριβής λογιστική καταγραφή των αναλήψεων και των εντολών πληρωμής |
fin. | exchange commitment | υποχρεώσεις από συναλλαγματικές |
fin. | expected commitments | προκαταβολικές αναλήψεις δαπανών |
fin. | explicit commitment to substitute | ρητή εγγύηση για τη μετατροπή |
interntl.trade., agric. | export quantity reduction commitment | ανάληψη υποχρέωσης για μείωση της ποσότητας των εξαγωγών |
econ., market. | exports subsidy commitment | υποχρέωση εξαγωγικών επιδοτήσεων |
fin., econ., social.sc. | financial commitment | xρηματοδοτικές υποχρεώσεις |
fin. | financial commitment of the Community | ανάληψη υποχρέωσης από μέρους της Κοινότητας για χρηματοδότηση |
fin. | financial commitments | χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις |
fin. | financial commitments | χρηματοπιστωτικοί τίτλοι που έχουν εκδοθεί |
econ., market. | financing commitment made | ανειλημμένη χρηματοδοτική υποχρέωση |
fin. | firm commitment | ανάληψη της έκδοσης |
fin. | firm commitment | δεσμευτική κάλυψη |
fin. | firm commitment | δεσμευτική ανάληψη |
account. | firm commitment | βέβαιη δέσμευση |
fin. | firm commitment lending | δέσμευση για δάνειο |
fin. | firm underwriting commitment | δεσμευτική ανάληψη |
fin. | firm underwriting commitment | ανάληψη της έκδοσης |
fin. | firm underwriting commitment | δεσμευτική κάλυψη |
fin. | formal commitment | ρητή ανάληψη υποχρεώσεων |
fin. | forward commitment | ανάληψη μελλοντικής υποχρέωσης |
law | franchisee's market penetration commitment | υποχρέωση επέκτασης στην αγορά |
tech., el. | full cycle commitment | δοκιμή μέσου ρεύματος |
law | full-time commitment | υποχρέωση πίστης |
fin. | G20 commitment | δεσμεύσεις της G-20 |
fin. | global budget commitment | συνολική δημοσιονομική δέσμευση |
fin. | global budgetary commitment | συνολική δημοσιονομική δέσμευση |
fin. | global commitments | συνολική ανάληψη υποχρεώσεων |
fin. | global provisional commitment | συνολική προσωρινή δέσμευση |
fin. | global provisional commitment | συνολικές προσωρινές δεσμεύσεις |
fin., econ. | global provisional commitments | συνολικές προσωρινές αναλήψεις υποχρεώσεων |
fin. | global provisional commitments | συνολικές προσωρινές αναλήψεις |
fin. | global provisional commitments | συνολικές προσωρινές αναλήψεις δαπανών |
fin., account. | guarantees and other commitments | εγγυήσεις και άλλες δεσμεύσεις |
fin. | impact of past commitments | επίπτωση των προηγούμενων αναλήψεων υποχρεώσεων |
fin. | impact of past commitments | επιβάρυνση από προηγούμενα έτη |
gen. | implementation of human dimension commitments | εκπλήρωση των υποχρεώσεων όσον αφορά την ανθρώπινη διάσταση |
interntl.trade. | imports under current and minimum access commitment | εισαγωγές στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της ισχύουσας και ελάχιστης πρόσβασης |
gen. | indicative allocations of the commitment appropriations | ενδεικτικές κατανομές των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων |
fin. | individual budget commitment | ατομική δημοσιονομική δέσμευση |
fin. | individual budgetary commitment | ατομική δημοσιονομική δέσμευση |
gen. | individual commitments | επιμέρους αναλήψεις υποχρεώσεων |
insur. | information on commitment | πληροφορίες όσον αφορά την ανάληψη υποχρέωσης |
market. | initial commitment to liberalize trade | αρχική ανάληψη υποχρεώσεων για την απελευθέρωση του εμπορίου |
stat., fin. | interbank commitments | διατραπεζικές υποχρεώσεις |
law | irrevocable commitment | αμετάκλητη δέσμευση |
gen. | irrevocable commitment | ανέκκλητη ανάληψη υποχρέωσης |
fin. | irrevocable commitment to purchase securities | ανέκκλητη υποχρέωση αγοράς τίτλων |
gen. | Istanbul commitments | δεσμεύσεις της Κωνσταντινούπολης |
gen. | keeping track of expenditure commitments | παρακολούθηση της προείας των αναλήψεων δαπανών |
IT | least commitment | ελάχιστη υπόσχεση |
fin. | legal commitment | νομική δέσμευση |
law, fin. | legal commitment | ανάληψη κατά νόμον υποχρεώσεων |
fin. | letter of commitment | επιστολή δέσμευσης |
commun. | level of commitment | στάθμη διάπραξης |
gen. | List of Specific Commitments | πίνακας συγκεκριμένων υποχρεώσεων |
fin. | loan commitment | δέσμευση για δάνειο |
fin. | loan commitments given | αναληφθείσες δανειακές υποχρεώσεις |
fin. | loan commitments received | απαιτήσεις από δανειακές υποχρεώσεις |
law | long-term commitments | μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις |
transp., nautic. | loyalty commitment | διακανονισμός πίστης |
account. | material forecast commitments | προβλεπόμενες δεσμεύσεις ή και αναλήψεις |
account. | material forecast commitments | προβλεπόμενες ουσιώδη ή και αναλήψεις |
insur. | Member State of the commitment | κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης |
gen. | Military Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για τη διάθεση στρατιωτικών δυνατοτήτων |
gen. | Military Capabilities Commitment Declaration | δήλωση για τη διάθεση στρατιωτικού δυναμικού |
fin. | mortgage commitment | έγγραφη δέσμευση χορήγησης ενυπόθηκου δανείου |
gen. | negotiated commitment | δέσμευση κατόπιν διαπραγματεύσεων |
econ., market. | negotiation of specific commitments | διαπραγμάτευση συγκεκριμένων αναλήψεων υποχρεώσεων |
commer. | netting out of export commitments | καθαρή σώρευση των αναλήψεων υποχρεώσεων για τις εξαγωγές |
insur. | non-conforming commitment | μη σύμφωνη υποχρέωση |
econ. | non-solicitation commitment | δέσμευση περί μη προσέλκυσης |
fin. | off-balance sheet commitment | υποχρέωση εκτός ισολογισμού |
fin., account. | off-balance sheet commitments | λογαριασμοί τάξεως |
commun. | offer commitment | προσφορά διάπραξης' προσφορά διάπραξης ατομικής ενέργειας |
IT, dat.proc. | offer of commitment | προσφορά διάπραξης ατομικής ενέργειας |
IT, dat.proc. | offer of commitment | προσφορά διάπραξης |
commun. | offer of commitment of an atomic action | προσφορά διάπραξης' προσφορά διάπραξης ατομικής ενέργειας |
IT, dat.proc. | offer of commitment of an atomic action | προσφορά διάπραξης |
IT, dat.proc. | offer of commitment of an atomic action | προσφορά διάπραξης ατομικής ενέργειας |
fin. | official responsible for monitoring the commitment and authorization of expenditure | υπάλληλος υπεύθυνος για τον έλεγχο της αναλήψεως και της εκδόσεως εντολών πληρωμής των δαπανών |
fin. | outstanding commitments | υπόλοιπο προς εκκαθάριση |
fin. | overstatement of commitments still to be settled | υπερεκτίμηση των εκκρεμών αναλήψεων υποχρεώσεων |
UN | Paris Commitments | Δεσμεύσεις των Παρισίων για την προστασία των παιδιών από παράνομη στρατολόγηση ή χρησιμοποίηση εκ μέρους ενόπλων δυνάμεων ή ενόπλων ομάδων |
UN | Paris Commitments | Δεσμεύσεις των Παρισίων |
UN | Paris Commitments to protect children from unlawful recruitment or use by armed forces or armed groups | Δεσμεύσεις των Παρισίων για την προστασία των παιδιών από παράνομη στρατολόγηση ή χρησιμοποίηση εκ μέρους ενόπλων δυνάμεων ή ενόπλων ομάδων |
UN | Paris Commitments to protect children from unlawful recruitment or use by armed forces or armed groups | Δεσμεύσεις των Παρισίων |
fin. | past commitments | υποχρεώσεις προηγουμένων ετών |
fin., bank. | payment commitment | δέσμευση για πληρωμές |
fin. | payments against past commitments | εκκαθάριση υποχρεώσεων προηγούμενων οικονομικών ετών |
gen. | police capabilities commitment | δέσμευση αστυνομικών δυνατοτήτων |
med. | population dose-equivalent commitment | όριο ισοδυνάμου δόσεως για τον πληθυσμό |
gen. | Prague Capabilities Commitment | δέσμευση δυνατοτήτων της Πράγας |
econ., market. | prevention of circumvention of export subsidy commitments | πρόληψη της καταστρατήγησης των αναλήψεων υποχρεώσεων όσον αφορά τις εξαγωγικές επιδοτήσεις |
fin. | primary commitment | πρωτογενής ανάληψη υποχρεώσεων |
fin. | primary commitment | αρχική ανάληψη |
market., fin. | prior commitment | προηγούμενη ανάληψη υποχρέωσης |
insur. | prior commitment | προηγούμενη υποχρέωση/δέσμευση |
fin. | procedure of "netting out" commitments | μέθοδος "netting" των δεσμεύσεων |
fin. | proposal for commitment | πρόταση ανάληψης |
fin. | proposal for commitment | πρόταση αναλήψεως |
fin. | proposal for commitment of expenditure | πρόταση αναλήψεως δαπανών |
fin. | proposal for commitment of expenditure | πρόταση αναλήψεως |
fin. | proposal for commitments | πρόταση αναλήψεως δαπανών |
fin. | proposal for financial commitment | πρόταση ανάληψης δαπανών |
fin. | proposed commitment | πρόταση ανάληψης |
fin. | proposed commitment | πρόταση αναλήψεως |
gen. | prospective of actual commitment | μελλοντικές ή τρέχουσες υποχρεώσεις |
econ., fin. | provision against property commitment | προβλέψεις επί των υποχρεώσεων σε ακίνητα |
econ. | provisional budget commitment | προσωρινή δημοσιονομική δέσμευση |
econ. | provisional budget commitment | προσωρινή ανάληψη |
econ. | provisional budgetary commitment | προσωρινή ανάληψη |
econ. | provisional budgetary commitment | προσωρινή δημοσιονομική δέσμευση |
econ. | provisional commitment | προσωρινή ανάληψη |
fin. | provisional commitment | προσωρινή δέσμευση |
econ. | provisional commitment | προσωρινή δημοσιονομική δέσμευση |
fin. | provisional global commitments | συνολικές προσωρινές αναλήψεις |
fin. | provisional schedule of commitments and payments | ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα των αναλήψεων υποχρεώσεων και των πληρωμών |
ed. | quality commitment | ανάληψη υποχρέωσης για την ποιότητα |
environ. | Quantified Emission Limitation and Reduction Commitment | ποσοτικοποιημένοι στόχοι περιορισμού και μείωσης των εκπομπών |
environ. | Quantified Emission Limitation and Reduction Commitment | ποσοτικοποιημένη υποχρέωση περιορισμού και μείωσης των εκπομπών |
environ. | quantified emission limitation or reduction commitment | ποσοτικοποιημένη υποχρέωση περιορισμού και μείωσης των εκπομπών |
environ. | quantified emission limitation or reduction commitment | ποσοτικοποιημένοι στόχοι περιορισμού και μείωσης των εκπομπών |
gen. | real life commitment | πραγματικές ενεργές δεσμεύσεις |
law, agric. | reduction commitment | υποχρέωση επιβολής μειώσεων |
fin. | reference swap commitment conversion amount | ποσό μετατροπής της δέσμευσης της συμφωνίας ανταλλαγής αναφοράς |
law | reporting commitment | υποχρέωση υποβολής εκθέσεων |
gen. | reporting commitments | υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων |
market. | rollback commitment | δέσμευση για κατάργηση των μη δασμολογικών μέτρων |
interntl.trade., tax. | rollback commitment | δέσμευση για την κατάργηση των μη δασμολογικών μέτρων' δέσμευση για την κατάργηση επιζήμιων μέτρων |
fin., tax. | rollback commitments | κατάργηση των μη δασμολογικών μέτρων |
gen. | Rule of Law Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη Δέσμευσης των κρατών μελών για το Κράτος Δικαίου |
gen. | Rule of Law Capabilities Commitment Conference of Member States | Διάσκεψη Δέσμευσης των κρατών μελών για το Κράτος Δικαίου |
interntl.trade. | Schedule of Concessions and Commitments | πίνακας παραχωρήσεων και υποχρεώσεων |
gen. | schedule of concessions and commitments | πίνακας παραχωρήσεων και υποχρεώσεων |
gen. | schedule of specific commitments | πίνακας συγκεκριμένων υποχρεώσεων |
interntl.trade. | Schedules of Specific Commitments annexed to GATS | πίνακες ειδικών υποχρεώσεων στην GATS |
fin. | secondary commitment | δευτερογενής ανάληψη υποχρεώσεων |
fin. | settlement of commitments | τακτοποίηση υποχρεώσεων |
fin. | settlement of commitments | διακανονισμός υποχρεώσεων |
fin. | settlement of the commitments of the financial year | εκκαθάριση των υποχρεώσεων του οικονομικού έτους |
social.sc. | solemn commitment | όρκο προσχώρησης |
crim.law. | solidarity commitment | δέσμευση αλληλεγγύης |
fin. | standby loan commitment | δέσμευση για δάνειο |
interntl.trade. | standstill commitment | υποχρέωση τήρησης του "standstill" statu quo |
fin., econ. | the audit of expenditure shall be carried out on the basis both of commitments undertaken and payments made | ο έλεγχος των εξόδων διενεργείται βάσει των αναληφθεισών υποχρεώσεων και των πραγματοποιηθεισών πληρωμών |
gen. | total level of commitment | ανάληψη υποχρεώσεων της συνολικής επιχορήγησης |
econ. | transactions involving future commitments | συναλλαγές που αφορούν μελλοντικές παροχές και αντιπαροχές |
fin. | underlying financial commitment | σχετική χρηματοοικονομική υποχρέωση |
interntl.trade. | Understanding on Commitments in Financial Services | Μνημόνιο Συμφωνίας για τις αναλήψεις υποχρεώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών |
econ., market. | Understanding on commitments in financial services | Μνημόνιο συμφωνίας για τις αναλήψεις υποχρεώσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών |
fin. | understatement of commitments | υποεκτίμηση των αναλήψεων υποχρεώσεων |
insur. | validity of commitments | ισχύς των αναλαμβανομένων υποχρεώσεων |
fin., busin., labor.org. | value adjustments in respect of loans and advances and provisions for contingent liabilities and for commitments | διορθώσεις της αξίας απαιτήσεων και προβλέψεις πρόβλεψη για ενδεχόμενα στοιχεία του παθητικού και για υποχρεώσεις |
busin., labor.org., account. | value re-adjustments in respect of loans and advances and provisions for contingent liabilities and for commitments | έσοδα από διορθώσεις της αξίας απαιτήσεων από προβλέψεις για ενδεχόμενες υποχρεώσεις |
gen. | writing-off of balances on commitments | εκκαθάριση του υπόλοιπου των αναλήψεων |
law | zone reservation commitment | σύμβαση διαφύλαξης περιοχής |