Subject | English | Greek |
fin., health. | Advance Market Commitment for vaccines | Διεθνής Χρηματοδοτική Διευκόλυνση για τον εμβολιασμό |
interntl.trade. | Annual and Final Bound Commitment Levels | ετήσια και τελικά παγιοποιημένα επίπεδα υποχρεώσεων |
interntl.trade. | budgetary outlay and quantity commitment levels | καθορισμένα επίπεδα υποχρεώσεων όσον αφορά τις δημοσιονομικές δαπάνες και τις ποσότητες |
gen. | Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για την ανάληψη δεσμεύσεων σχετικά με το δυναμικό |
fin. | carried over commitment appropriation | πιστώσεις υποχρεώσεων που έχουν μεταφερθεί |
gen. | Civilian Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για τη διάθεση μη στρατιωτικών δυνατοτήτων |
fin. | commitment appropriation | πίστωση αναλήψης υποχρεώσεων |
fin. | commitment appropriation | πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων |
fin., econ. | commitment appropriation | πίστωση αναλήψεων υποχρεώσεων |
fin. | commitment appropriation | δέσμευση ανάληψης υποχρεώσεων |
fin. | commitment appropriation | πίστωση υποχρεώσεων |
fin. | commitment appropriation | πίστωση αναλήψεως υποχρεώσεων |
fin. | Commitment appropriations | Πιστώσεις Αναλήψεων Υποχρεώσεων |
gen. | commitment appropriations | πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων |
market. | commitment appropriations | πιστώσεις υποχρεώσεων |
market. | commitment appropriations | πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων |
gen. | commitment appropriations | ΠΑΥ |
fin. | commitment appropriations carried over | πίστωση υποχρεώσεων που έχουν μεταφερθεί |
gen. | commitment authorization | έγκριση δαπάνης |
fin. | commitment by chapter, article and item | ανάληψη υποχρεώσεων κατά κεφάλαιο,άρθρο και θέση |
fin. | commitment capacity | ικανότητα ανάληψης υποχρεώσεων |
econ. | commitment ceiling | ανώτατα όρια δεσμεύσεως |
econ. | commitment ceiling | ανώτατα όρια ανάληψης υποχρεώσεων |
econ. | commitment ceilings | ανώτατα όρια δεσμεύσεως' ανώτατα όρια ανάληψης υποχρεώσεων |
fin. | commitment charge | αμοιβή για τη δέσμευση κεφαλαίου |
commun. | commitment, concurrency and recovery | διάπραξη, συνδρομή και ανάκαμψη |
IT | commitment,concurrency and recovery | διάπραξη,συνδρομή και ανάκαμψη |
commun., IT | commitment,concurrency and recovery relationship | σχέση διάπραξης,συνδρομής και ανάκαμψης |
commun. | commitment, concurrency and recovery relationship | σχέση διάπραξης, συνδρομής και ανάκαμψης' σχέση CCR |
commun., IT | commitment,concurrency and recovery relationship | σχέση CCR |
fin., insur. | commitment fee | έξοδα λόγω ανάληψης υποχρέωσης |
fin. | commitment fee | αμοιβή για τη δέσμευση κεφαλαίου |
fin. | commitment fee | προμήθεια δεσμεύσεως |
market., life.sc. | commitment given | δοθείσα ανάληψη υποχρέωσης |
fin. | commitment letter | δέσμευση για δάνειο |
commun., IT | commitment of an atomic action | διάπραξη ατομικής ενέργειας |
fin. | commitment of appropriations | δέσμευση των πιστώσεων |
econ. | commitment of expenditure | ανάληψη δαπανών |
econ. | commitment on market access | υποχρέωση όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά |
gen. | commitment on non-first use | να μην είναι ο πρώτος που θα προσφύγει σε πυρηνικά όπλα |
gen. | commitment on non-first use | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" |
fin. | commitment, payment and recovery | ανάληψη, πληρωμή και επιστροφή |
environ. | commitment period | περίοδος δέσμευσης |
environ. | commitment period reserve | αποθεματικό της περιόδου δεσμεύσεων |
environ. | commitment period reserve | αποθεματικό για την περίοδο ανάληψης υποχρεώσεων |
fin. | commitment proposal | πρόταση αναλήψεως |
fin. | commitment proposal | πρόταση ανάληψης |
econ., fin. | commitment rate | ποσοστό ανάληψης υποχρεώσεων |
market. | commitment received | ληφθείσα ανάληψη υποχρέωσης |
met. | commitment to close down a proportion of production capacity | δεσμεύσεις για τα ελάχιστα επίπεδα κλεισίματοςπαραγωγικών μονάδων |
market. | commitment to sell | προθεσμιακή πώληση τίτλων |
fin., lab.law. | commitment undertaken by endorsement | υποχρέωση από οπισθογράφηση |
commun. | commitment unit | μονάδα είσπραξης |
IT, dat.proc. | commitment unit | μονάδα διάπραξης |
fin. | commitments entered into and chargeable to available commitment appropriations | αναλήψεις υποχρεώσεων εις βάρος των διαθεσίμων πιστώσεων υποχρεώσεων |
econ., patents. | control of commitment of expenditure | έλεγχος της ανάληψης υποχρεώσεων |
market., fin. | credit commitment guarantee for third parties | εγγυήσεις για λογαριασμό των ίδιων των ταπεζών και για λογαριασμό των πελατών τους |
market., fin. | credit commitment guarantee for third parties | υποχρεώσεις από εγγυήσεις |
gen. | draft commitment document | σχέδιο πράξεως για ανάληψη υποχρεώσεως |
fin. | explicit commitment to substitute | ρητή εγγύηση για τη μετατροπή |
fin. | financial commitment of the Community | ανάληψη υποχρέωσης από μέρους της Κοινότητας για χρηματοδότηση |
econ., market. | financing commitment made | ανειλημμένη χρηματοδοτική υποχρέωση |
fin. | firm commitment lending | δέσμευση για δάνειο |
gen. | indicative allocations of the commitment appropriations | ενδεικτικές κατανομές των πιστώσεων ανάληψης υποχρεώσεων |
market. | initial commitment to liberalize trade | αρχική ανάληψη υποχρεώσεων για την απελευθέρωση του εμπορίου |
fin. | irrevocable commitment to purchase securities | ανέκκλητη υποχρέωση αγοράς τίτλων |
gen. | Military Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη για τη διάθεση στρατιωτικών δυνατοτήτων |
gen. | Military Capabilities Commitment Declaration | δήλωση για τη διάθεση στρατιωτικού δυναμικού |
commun. | offer of commitment of an atomic action | προσφορά διάπραξης' προσφορά διάπραξης ατομικής ενέργειας |
IT, dat.proc. | offer of commitment of an atomic action | προσφορά διάπραξης |
IT, dat.proc. | offer of commitment of an atomic action | προσφορά διάπραξης ατομικής ενέργειας |
fin. | official responsible for monitoring the commitment and authorization of expenditure | υπάλληλος υπεύθυνος για τον έλεγχο της αναλήψεως και της εκδόσεως εντολών πληρωμής των δαπανών |
fin. | proposal for commitment of expenditure | πρόταση αναλήψεως δαπανών |
fin. | proposal for commitment of expenditure | πρόταση αναλήψεως |
fin. | reference swap commitment conversion amount | ποσό μετατροπής της δέσμευσης της συμφωνίας ανταλλαγής αναφοράς |
gen. | Rule of Law Capabilities Commitment Conference | Διάσκεψη Δέσμευσης των κρατών μελών για το Κράτος Δικαίου |
gen. | Rule of Law Capabilities Commitment Conference of Member States | Διάσκεψη Δέσμευσης των κρατών μελών για το Κράτος Δικαίου |