Subject | English | Greek |
tech., mech.eng. | closed loop | ρυθμιστικός δακτύλιος |
life.sc., el. | closed loop | κλειστó σÙστημα |
IT | closed loop | Κλειστός βρόχος |
tech., industr., construct. | closed loop | κλειστή θηλειά |
mech.eng. | closed loop | κλειστό κύκλωμα |
life.sc., el. | closed loop | σÙστημα έμμεσης θέρμανσης |
IT | closed loop | κλειστός βρόχος |
tech., mech.eng. | closed loop | βρόγχος ανατροφοδότησης |
el. | closed loop chiller | ψύκτης κλειστού βρόχου |
mech.eng. | closed loop cooling system | ψύξις με κλειστό κύκλωμα |
tech., industr., construct. | closed loop pillar stitch | κλειστή αλυσιδίτσα |
transp. | closed loop servo-control | κλειστό κύκλωμα σερβομηχανισμού |
tech., industr., construct. | closed loop single cord lap fabric | μονόπλακο στημονοπλεκτό κλειστής θηλιάς με υφάδι |
tech., industr., construct. | closed loop single satin lap fabric | μονόπλακο σατέν κλειστής θηλιάς |
tech., industr., construct. | closed loop single tricot | μονόπλακο στημονοπλεκτό κλειστής θηλιάς |
tech. | closed loop stabilisation | λειτουργία κλειστού βρόχου |
tech. | closed loop stabilization | λειτουργία κλειστού βρόχου |
el. | closed loop system | σύστημα κλειστού βρόχου |
environ., industr. | closed loop system within ecoindustrial district | Οικοβιομηχανικό κέντρο βάσει συστήματος κλειστού βρόχου |
transp., avia. | closed loop testing | δοκιμή κλειστού βρόγχου |
IT, transp. | closed-loop braking | ρυθμισμένη διαδικασία φρένων |
mech.eng. | closed-loop cooling | ψύξις με κλειστό κύκλωμα |
el. | closed-loop drive | οδηγός κλειστού βρόχου |
mech.eng. | closed-loop ex-vessel machine | εκτός δοχείου πιέσεως μηχανή αντικαταστάσεως στοιχείων πυρηνικού καυσίμου |
mech.eng. | closed-loop ex-vessel machine transporter combination | εκτός δοχείου πιέσεως συνδυασμός μηχανής αντικαταστάσεως-μεταφοράς στοιχείων πυρηνικού καυσίμου |
mech.eng. | closed-loop feedback tendency | τάση προς έλεγχο σερβομηχανισμών με κλειστό βρόχο |
el. | closed-loop gain | κέρδος κλειστού βρόχου |
el. | closed-loop gain | κέρδος ενισχυτή με ανάδραση |
commun., IT | closed-loop impedance | σύνθετη αντίσταση κλειστού βρόχου |
commun. | closed-loop null-seeking system | σύστημα κλειστού βρόχου ανίχνευσης μηδενισμού |
IT, dat.proc. | closed-loop system | σύστημα κλειστού βρόχου |
transp., industr. | closed-loop three-way catalyst | τριοδικός καταλυτικός μετατροπέας κλειστού κυκλώματος |
transp., environ. | closed-loop three-way catalytic converter | τριαδικός καταλύτης κλειστού κυκλώματος |
commun., transp. | closed-loop traffic control system | σύστημα ρύθμισης κυκλοφορίας κλειστού κυκλώματος |
el. | closed-loop voltage gain | κέρδος τάσης κλειστού βρόχου |
energ.ind. | closed-loop voluntary offer | εθελοντική προσφορά κλειστού κυκλώματος |
IT, mech.eng. | condition to go to closed loop | συνθήκες μετάβασης σε κλειστό βρόχο |
IT, mech.eng. | condition to go to closed loop | συνθήκες για να κλείσει ο βρόχος |
gen. | Main closed loop | Κύριος κλειστός βρόχος |
gen. | Manual closed-loop control | Χειροκίνητος έλεγχος κλειστού βρόχου |
industr. | product loops which are in a closed and controlled chain | κυκλώματα προϊόντων που βρίσκονται σε κλειστή και ελεγχόμενη αλυσίδα |