Subject | English | Greek |
econ. | actual changes in assets and liabilities | πραγματικές μεταβολές των χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων |
gen. | adaptation of workers of either sex to industrial changes | προσαρμογή των εργαζομένων στις μεταβολές της βιομηχανίας |
econ., stat. | adjusted for price changes | προσαρμοσμένος κατά τις μεταβολές των τιμών |
econ., stat. | adjusted for price changes | διορθωμένος κατά τις μεταβολές των τιμών |
agric., mech.eng. | air changes per hour | ρυθμός κυκλοφορίας του αέρα |
agric., mech.eng. | air changes per hour | συντελεστής κυκλοφορίας του αέρα |
tech. | air changes per hour | ωριαίες εναλλαγές αέρα |
commun., IT | attendant SMDR station number changes | αλλαγές αριθμού καλούντος για χρέωση από τηλεφωνήτρια |
industr., construct. | automatic can changing | αλλαγή δοχείων κλωστηρίου |
transp. | axle changing installation | συσκευή αλλαγής αξόνων |
transp. | electric vehicle battery changing | αλλαγή συσσωρευτή |
nat.sc., life.sc. | behavioural reaction to anthropogenic changes | αντίδραση συμπεριφοράς σε ανθρωπογενείς μεταβολές |
transp. | bogie-changing installation | διάταξη αλλαγής φορείων |
transp. | to change arrangements | εκτρέπω |
el. | to change over | μεταπίπτω |
social.sc., agric. | changes as regards the population in the countryside | μεταβολές στους αγροτικούς πληθυσμούς |
met. | changes caused by prolonged stressing | δομικές τροποποιήσεις οι οποίες προκαλούνται από καταπόνηση μακράς διάρκειας |
fin. | changes in appropriations from one financial year to the next | μεταβολές των πιστώσεων από το ένα οικονομικό έτος στο άλλο |
account. | changes in assets and liabilities due to exceptional, unanticipated events | μεταβολές περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων λόγω εξαιρετικών,απροσδόκητων γεγονότων |
account. | changes in assets, liabilities and net worth | μεταβολές περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης |
account. | changes in balance sheet account | λογαριασμός μεταβολών του ισολογισμού |
econ. | changes in balance sheet items | μεταβολές των ισοζυγίων |
account. | changes in classification of assets and liabilities | μεταβολές της ταξινόμησης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων εκτός από νομισματοποίηση/απονομισματοποίηση χρυσού |
account. | changes in classification of assets or liabilities other than monetisation/demonetisation of gold | μεταβολές της ταξινόμησης και της δομής |
account. | changes in classifications and structure | μεταβολές της ταξινόμησης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων |
econ. | changes in current values | μεταβολές των τρεχουσών αξιών |
agric. | changes in farming | μεταβολή στη γεωργία |
fin. | changes in financial position | μεταβολές στην οικονομική κατάσταση |
account. | changes in inventories | μεταβολές αποθεμάτων |
account. | changes in net worth | μεταβολές της καθαρής θέσης |
account. | changes in net worth due to neutral holding gains/losses | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ουδέτερων κερδών/ζημιών κτήσης |
account. | changes in net worth due to nominal holding gains/losses | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω ονομαστικών κερδών/ζημιών κτήσης |
account. | changes in net worth due to other changes in volume of assets | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων |
account. | changes in net worth due to real holding gains/losses | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω πραγματικών κερδών/ζημιών κτήσης |
account. | changes in net worth due to saving and capital transfers | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω αποταμίευσης και μεταβιβάσεων κεφαλαίου |
econ., mater.sc. | changes in price | μεταβολές τιμής |
econ., mater.sc. | changes in prices | μεταβολές των τιμών |
econ. | changes in prices at the level of individual transactions | μεταβολές των τιμών στο επίπεδο των επιμέρους συναλλαγών |
law, industr. | changes in production systems | αλλαγές των συστημάτων παραγωγής |
gen. | changes in production systems | εξέλιξη των συστημάτων παραγωγής |
account. | changes in sector classification and structure | μεταβολές της ταξινόμησης και της δομής τομέων |
econ. | changes in stocks of goods held by their producers | αυξομείωση αποθεμάτων αγαθών που κατέχονται από τους παραγωγούς τους |
fin. | changes in tariff rates | μεταβολές δασμολογικών συντελεστών |
econ. | changes in the average quality of products | μεταβολές στη μέση ποιότητα των προϊόντων |
IT | changes in the characteristics of the traffic | αλλαγές στα χαρακτηριστικά της κίνησης |
econ. | changes in the composition of the flow | μεταβολές στη σύσταση της ροής |
econ. | changes in the pattern of the uses of a product in the event of price discrimination | μεταβολές στη διάρθρωση των χρήσεων ενός προϊόντος σε περίπτωση διαφοροποίησης των τιμών |
econ. | changes in the physical characteristics of the product itself | μεταβολές στα φυσικά χαρακτηριστικά του ίδιου του προϊόντος |
econ. | changes in the production costs of the product at base year prices | μεταβολές του κόστους παραγωγής του προϊόντος με τιμές έτους βάσης |
econ. | changes in the quantities and prices of the product | μεταβολές της ποσότητας και της τιμής του προϊόντος |
econ. | changes in the quantities of the products | μεταβολές της ποσότητας των προϊόντων |
econ. | changes in the reserves for with-profits insurance | μεταβολές των αποθεματικών για τη συμμετοχή των ασφαλισμένων στα κέρδη |
econ. | changes in the "value at constant prices" | μεταβολές της "αξίας σε σταθερές τιμές" |
econ. | changes in the value of any flow | μεταβολές στην αξία ροής |
econ. | changes in the volume of stocks | μεταβολές του όγκου των αποθεμάτων |
econ. | changes in users'needs or the supply of goods available | μεταβολές των αναγκών χρηστών ή της διάρθρωσης της προσφοράς αγαθών |
econ. | changes in volumes | μεταβολές όγκου των οικονομικών ροών |
ed. | changes in working hours | αλλαγές στα ωράρια εργασίας |
med. | changes of mood | αλλαγές διάθεσης |
account. | changes of ownership | μεταβολές ιδιοκτησίας |
stat. | changes of population | πληθυσμιακή μεταβολή |
stat. | changes of population | κίνηση πληθυσμού |
agric. | changes to other varieties | μετατροπή όσον αφορά τις ποικιλίες |
transp., mech.eng. | changing by reversing rim and wheel | μεταβολή με αντιστροφή τροχού |
transp., mech.eng. | changing by sliding axle | μεταβολή με ολισθαίνοντα άξονα |
med. | changing dominance | ασταθής επικράτηση |
IT | changing environment | μεταβλητό περιβάλλον |
IT | changing environment | μεταβαλλόμενο περιβάλλον |
transp., mech.eng. | changing gear | αλλαγή της σχέσης μετάδοσης |
agric. | changing of field | αλλαγή αγροτεμαχίου |
tech., industr., construct. | changing of pirns | αλλαγή μασουριών |
transp., mech.eng. | changing position of rim and wheel | μεταβολή με αντιστροφή τροχού |
pharma., mech.eng. | changing room | αποδυτήρια |
lab.law. | changing room facilities | εγκαταστάσεις αποδυτηρίων |
agric. | changing to different varieties | αναδιάρθρωση ποικιλιών ; μετατροπή των ποικιλιών ; ποικιλιακή αναδιάρθρωση ; ποικιλιακή μετατροπή |
chem., el. | changing to producer firing | μετάβαση σε λειτουργία αεριογόνου συσκευής |
med. | chromosome changes | χρωματοσωμικές αλλαγές |
tech., chem. | colour indicator changing at pH... | δείκτης που αλλάζει το χρώμα σε pH... |
mech.eng., el. | continuous operation duty-type with related load/speed changes | συνεχής περιοδική λειτουργία με μεταβολές ταχύτητας |
mech.eng. | control cluster changing fixture | εργαλείο αντικαταστάσεως δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
gen. | control rod cluster changing fixture | εργαλείο αντικαταστάσεως δέσμης ράβδων ρυθμίσεως |
social.sc. | Convention relating to Changes of Surname and First Name | σύμβαση σχετικά με τις αλλαγές επωνύμων και ονομάτων |
coal. | decking-on and decking-off, decking, tub changing | φόρτωσις και εκφόρτωσις του βαγονίου εις και από τον κλωβόν |
comp., MS | discard changes | απόρριψη αλλαγών (To remove a user's changes from the Microsoft Office Document Cache without deleting the file on the server or removing the latest version downloaded from the server from the Office Document Cache) |
econ. | economic changes | οικονομικές μεταβολές |
account. | external account of other changes in assets | εξωτερικός λογαριασμός λοιπών μεταβολών των περιουσιακών στοιχείων |
gen. | field changes | τροποποιήσεις στην εγκατάσταση |
agric. | field changing | αλλαγή αγροτεμαχίου |
astronaut., transp. | fluid volumetric changes | Ογκομετρικές αλλαγές υγρών |
commun. | frequency changing | μετατροπή συχνότητας |
IT | frequency-changing repeater | αναμεταδότης αλλαγής συχνότητας |
IT | frequency-changing transponder | αναμεταδότης αλλαγής συχνότητας |
econ. | fundamental changes | θεμελιώδεις μεταβολές |
transp., mech.eng. | gear changing | αλλαγή ταχύτητας |
math. | gradual changes | βαθμιαίες αλλαγές |
el. | heterodyne frequency-changing | ετερόδυνη αλλαγή συχνότητας |
law | industrial changes and changes in production systems | μεταλλαγές της βιομηχανίας και αλλαγές των συστημάτων παραγωγής |
life.sc. | landscape changes | μεταβολές του τοπίου |
transp., avia. | last minute changes | αλλαγές της τελευταίας στιγμής |
transp., avia. | Last Minute Changes procedures | διαδικασίες αλλαγών τελευταίας στιγμής |
transp. | locomotive changing point | σταθμός αλλαγής μηχανών |
earth.sc., mech.eng. | loss due to changes in direction | απώλεια από αλλαγή διεύθυνσης |
interntl.trade. | major structural changes in world trade patterns | μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές στη μορφή του παγκόσμιου εμπορίου |
comp., MS | Make Changes | αλλαγές (The Macintosh-style privilege that allows you to change the contents of folders for which you have this privilege. If you have the Make Changes privilege, you can modify, rename, move, create, and delete files in folders for which you have that privilege) |
met. | microstructural changes produced by carburizing | μεταβολές της δομής που προκαλούνται από την ενανθράκωση |
math. | multiple changes | πολλαπλάσιες αλλαγές |
stat. | natural changes of population | φυσική κίνηση πληθυσμού |
econ. | net changes in financial assets and liabilities of all the different sectors of the national economy | καθαρές μεταβολές των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων όλων των άλλων τομέων της εθνικής οικονομίας |
med. | non-inflammatory arterial changes | αρτηρίωσις |
met., el. | off-load tap changing | μεταγωγή άνευ φορτίου |
account. | other changes in assets | λοιπές μεταβολές περιουσιακών στοιχείων |
account. | other changes in assets account | λογαριασμός λοιπών μεταβολών των περιουσιακών στοιχείων |
account. | other changes in volume of assets account | λογαριασμός λοιπών μεταβολών του όγκου περιουσιακών στοιχείων |
account. | other volume changes | λοιπές μεταβολές του όγκου |
account. | other volume changes in financial assets and liabilities n.e.c. | λοιπές μεταβολές του όγκου χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων π δ κ α |
account. | other volume changes in non-financial assets n.e.c. | λοιπές μεταβολές του όγκου μη χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων π δ κ α |
stat. | population changes | πληθυσμιακή μεταβολή |
stat. | population changes | κίνηση πληθυσμού |
gen. | ramp changes | συνεχείς μεταβολές |
el. | range changing switch | μεταγωγέας αλλαγής περιοχής |
gen. | recording as changes in financial assets/liabilities | καταχωρήσεις σαν μεταβολές των χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων/υποχρεώσεων |
gen. | records providing for inventory changes | καταστάσεις που παρέχουν τη μεταβολή των αποθεμάτων |
transp., tech., law | resistance-to-temperature-changes test | δοκιμή αντοχής στις θερμοκρασιακές μεταβολές |
fin. | revaluation changes | μεταβολές λόγω επανεκτίμησης |
fin., agric. | sensitivity to changes in the agricultural sector | επηρεάζομαι από την εξέλιξη του γεωργικού τομέα |
industr., construct. | shuttle changing mechanism | μηχανισμός αλλαγής των σαϊτών |
tech., industr., construct. | shuttle for automatic pirn changing | σαΐτα για αυτόματη αλλαγή μασουριών |
tech., industr., construct. | shuttle for automatic shuttle changing | σαΐτα για αυτόματο σύστημα αλλαγής σαϊτών |
mech.eng. | speed-changing mechanism | μηχανισμός αλλαγής ταχύτητας |
commun. | state transitions and changes | αλλαγές και μεταβάσεις κατάστασης |
fin. | statement of changes in capital | κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων |
account. | statement of changes in equity | κατάσταση μεταβολών των ίδιων κεφαλαίων |
fin., econ. | statement of changes in financial position | πίνακας πηγής και χρήσης κεφαλαίων |
fin., econ. | statement of changes in financial position | χρηματοδοτικός πίνακας |
fin., econ. | statement of changes in financial position | πίνακας χρηματοδότησης |
fin., econ. | statement of changes in financial position | κατάσταση πηγών και χρήσεων των κεφαλαίων |
fin., account. | statement of changes in retained earnings | λογιστική κατάσταση μεταβολής ιδίων κεφαλαίων |
gen. | step changes | μεταβολές κατά βήματα |
math. | structural changes | δομικές αλλαγές |
gen. | structural changes | διαρθρωτικές μεταβολές |
met. | structural changes after long time stressing at high temperatures | δομικές μεταβολές μετά από καταπόνηση μακράς διάρκειας σε υψηλές θερμοκρασίες |
environ. | subclinical or subtle changes | υποκλινικές ή ελαφρές μεταβολές |
polit. | Support for Changes to Individual Equipment | Υποστήριξη στην Εξέλιξη του Ατομικού Εξοπλισμού |
el. | tap changing | αλλαγή λήψεων |
lab.law., mater.sc. | technological and mechanization changes committee | τεχνολογική επιτροπή |
industr., construct. | test to detect changes in the dimensions of textile samples | δοκιμή που προορίζεται για τη μέτρηση των αλλαγών των διαστάσεων στα υφάσματα |
met. | the length changes after tempering hardened steels | μεταβολή του μήκους κατά την διάρκεια επαναφοράς των χαλύβων που έχουν σκληρυνθεί |
law | the necessary changes having been made | τηρουμένων των αναλογιών (mutatis mutandis) |
commun. | time changes | αλλαγές χρόνου |
industr., construct., mech.eng. | tire changing | αλλαγή ελαστικών |
IT | Track Changes | παρακολούθηση αλλαγών |
el. | transformer with off-load tap-changing | μετασχηματιστής ρυθμιζόμενος με μεταγωγείς αποσυνδεδεμένου του φορτίου |
el. | transformer with on-load tap-changing | μετασχηματιστής ρυθμιζόμενος επί του συνδεδεμένου φορτίου |
transp., mech.eng. | tread changing | μεταβολή ανοίγματος τροχών |
industr., construct., mech.eng. | tyre changing | αλλαγή ελαστικών |
fin. | unloading changes | έξοδα εκφόρτωσης |
comp., MS | Unread Changes | Μη αναγνωσμένες αλλαγές (A feature that highlights new or changed content in a shared notebook that the user has not yet read) |
phys.sc. | upper critical velocity at which flow changes abruptly from laminar to turbulent | ανωτέρα κρίσιμος ταχύτης |
econ. | uses/resources or changes in financial assets/liabilities | χρήσεις/πόροι ή μεταβολές των χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων/υποχρεώσεων |
econ. | value changes for certain economic magnitudes | μεταβολές της αξίας ορισμένων οικονομικών μεγεθών |
lab.law. | washing and changing periods | χρόνος προετοιμασίας για την εργασία |
mech.eng. | wheel changing equipment | εξοπλισμός αντικατάστασης τροχών |
transp. | wheelset changing installation | συσκευή αλλαγής αξόνων |
agric. | with changing tread | ποικιλόμορφος δρόμος |
industr., construct. | yarn-changing unit | ψαλίδι |