Subject | English | Greek |
econ. | analysis of causes | ανάλυση αιτίων |
health. | arousal caused by stimulants | υπερεγρήγορση προκαλούμενη από διεγερτικές ουσίες |
med. | cancer caused by radiant heat | καρκίνος που προκλήθηκε από θερμική ακτινοβολία |
gen. | carcinoma caused by chromium | καρκίνος από χρώμιο |
gen. | causes burns | προκαλεί εγκαύματα |
chem. | Causes damage to organs. | Προκαλεί βλάβες στα όργανα. |
chem. | Causes damage to organs through prolonged or repeated exposure. | Προκαλεί βλάβες στα όργανα ύστερα από παρατεταμένη ή επανειλημμένη έκθεση. |
stat. | causes of death statistics | στατιστική αιτιών θανάτου |
environ., agric. | causes of fires | αιτίες πυρκαγιών |
chem. | Causes serious eye damage. | Προκαλεί σοβαρή οφθαλμική βλάβη. |
chem. | Causes serious eye irritation. | Προκαλεί σοβαρό οφθαλμικό ερεθισμό. |
gen. | causes severe burns | προκαλεί σοβαρά εγκαύματα |
chem. | Causes severe skin burns and eye damage. | Προκαλεί σοβαρά δερματικά εγκαύματα και οφθαλμικές βλάβες. |
chem. | Causes skin irritation. | Προκαλεί ερεθισμό του δέρματος. |
stat., tech. | chance causes | ανατρεπτικές αιτίες |
met. | changes caused by prolonged stressing | δομικές τροποποιήσεις οι οποίες προκαλούνται από καταπόνηση μακράς διάρκειας |
environ. | civil liability for damage caused by waste | αστική ευθύνη για τις ζημιές που προκαλούνται από τα απόβλητα |
law | claim for compensation for damage caused | αγωγή για αποζημίωση |
patents. | claims for compensation for damage caused by negligence | αγωγή για αποζημίωση λόγω πταίσματος ή κακής πίστης |
commun. | Committee for the Adaptation to Technical Progress of the Directives on Appliances causing Radio Interference | επιτροπή για την εφαρμογή στην τεχνική πρόοδο - σχετικά με τις συσκευές που προκαλούν ραδιο-ηλεκτρικά παράσιτα |
law, tech. | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Appliances Causing Radio Interference | Επιτροπές Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Συσκευές που προκαλούν Παράσιτα |
law | compensation for damage caused by a Community institution | αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από κοινοτικό όργανο |
health., nat.sc. | concentration causing 50% inhibition of a given parameter | συγκέντρωση προκαλούσα κατά 50% αναστολή συγκεκριμένης παραμέτρου |
health., nat.sc. | concentration causing 50% inhibition of a given parameter | συγκέντρωση που αναστέλλει κατά 50% μια δεδομένη παράμετρο |
mater.sc., met. | contamination corrosion caused by cleaning with wire brushes | διάβρωση από μόλυνση που προκαλείται από καθαρισμό με συρμάτινες βούρτσες |
astronaut., transp. | Convention on International Liability for Damage Caused by Space Objects | Σύμβαση "περί διεθνούς ευθύνης διά ζημίας προκαλουμένας εξ αντικειμένων εκτοξευομένων εις το διάστημα" |
polit., law | costs unreasonably or vexatiously caused | έξοδα που προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως |
med. | cystitis caused by foreign bodies | ξένο σώμα ουροδόχου κύστης |
agric. | damage caused by birds | ζημιά από πουλιά |
agric. | damage caused by game | ζημιές από θηράματα |
agric. | damage caused by storage | αλλοίωση οφειλόμενη στην εναποθήκευση |
agric., industr. | damage caused during treatment | ελάττωμα λόγω επεξεργασίας |
agric., industr. | damage caused during treatment | ζημία κατά την αποξήρανση |
agric. | damages caused by hail | ζημίες λόγω χαλαζιού |
med. | decrease of visual power causing earning incapacity | πτώσις της οράσεως προκαλούσα ανικανότητα εργασίας |
IT, life.sc. | depolarization caused by rain | αποπόλωση λόγω βροχής |
med. | disease caused by external agents | νόσος προκαλούμενη από εξωτερικούς παράγοντες |
med. | disease caused by injury | νόσηση από κάκωση |
med. | disease caused by slow viruses | νόσοι που προκαλούνται από βραδείς ιούς |
gen. | disease-causing organism | παθογόνος παράγοντας' παθογόνος οργανισμός |
med. | dolichocephaly caused by delivery | δολιχοκεφαλία |
med. | eczema caused by chromium salts | έκζεμα από άλατα χρωμίου |
transp. | eddy caused by propeller | στροβιλισμοί από τον έλικα |
transp. | eddy caused by propeller | διαταραχή του νερού από τον έλικα |
earth.sc., mater.sc. | expansion caused by humidity | διαστολή λόγω υγρασίας |
med. | fatty liver caused by protein deficiency | λιπώδες ήπαρ λόγω έλλειψης πρωτεϊνης |
med. | fatty liver caused by protein deficiency | ηπατική στεάτωση εκ πείνας |
insur. | FPA unless caused by | κάλυψη ελεύθερα μερικής αβαρίας εκτός αν η ζημιά προκλήθηκε από την προσάραξη του πλοίου |
insur. | free of particular average unless caused by | κάλυψη ελεύθερα μερικής αβαρίας εκτός αν η ζημιά προκλήθηκε από την προσάραξη του πλοίου |
el. | gain caused by a ridge | απολαβή λόγω κορυφής |
crim.law. | genocide by causing serious bodily or mental harm | γενοκτονία με πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης |
med. | haemophilia caused by immune inhibitors | αιμορροφιλία προκαλούμενη από ανοσοαναστολείς |
med. | hematuria caused by exercise | αιματουρία κόπωσης |
environ., agric. | human-caused risk | ανθρώπινος κίνδυνος |
environ., agric. | human-caused risk | ανθρώπινη αιτία |
environ., agric. | human-caused risk scaling factor | δείκτης ανθρώπινου παράγοντα κινδύνου |
med. | ileus caused by hypopotassaemia | ειλεός προκληθείς από υποκαλιαιμία |
agric. | infection caused by fungi | μυκητίαση |
med. | injuries caused by smoking | βλάβες οφειλόμενες στο κάπνισμα |
med. | injury caused by contrast medium | κάκωσις προκληθείσα από αδιαφανή ουσία |
obs., med. | International Classification of Diseases, Injuries, and Causes of Death | Διεθνής ταξινόμηση των νόσων, των κακώσεων και των αιτιών θανάτου |
stat., social.sc. | joint causes of death | πολλαπλές αιτίες θανάτου |
med. | limping caused by contraction | χωλότης από συστολή |
med. | lung cancer caused by chromates | χρωμιογενής καρκίνος πνεύμονα |
med. | metastasis caused by inoculation | μετάσταση από εμβολιασμό |
stat., social.sc. | multiple causes of death | πολλαπλές αιτίες θανάτου |
med. | muscle stiffness caused by chloroform | χλωροφορμιακή ακαμψία |
med. | muscular rigidity caused by exposure to cold | μυϊκή δυσκαμψία από έκθεση στο ψύχος |
med. | mycosis caused by inoculation | μύκωση από ενοφθαλμισμό |
earth.sc., mech.eng. | oscillation caused by a pump | ταλαντώσεις δημιουργούμενες από μια αντλία |
med. | paralysis caused by hypokalaemia | παράλυσις από υποκαλιαιμία |
med. | Paralysis caused by hypopotassaemia | παράλυσις από υποκαλιαιμία |
med. | pathological DNA causing a disease | DNA παθολογικό που προκαλεί νόσο |
med. | poisoning caused by polishing waxes | δηλητηρίαση από στιλβωτικό κερί |
environ. | pollution caused by nitrates | νιτρορρύπανση |
gen. | reacts causing fire and explosion hazard | αντιδρά προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης |
environ. | release of substances causing modification of the ozone layer | έκλυση ουσιών που προκαλούν μεταβολή της στιβάδας του όζοντος |
health., food.ind. | smoking causes fatal lung cancer | το κάπνισμα προκαλεί θανατηφόρο καρκίνο των πνευμόνων |
med. | substance causing infertility | ουσία που προκαλεί στειρότητα |
med. | substance causing low fertility | ουσία που μειώνει τη γονιμότητα |
gen. | the substance decomposes on burning,causing fire and explosion hazard | η ουσία αποσυντίθεται με καύση,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης |
gen. | the substance decomposes on contact with...,causing fire and explosion hazard | η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με...,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης |
gen. | the substance decomposes on warming,causing fire and explosion hazard | η ουσία αποσυντίθεται με ελαφρά θέρμανση,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης |
el., construct. | unavailability factor due to external causes | συντελεστής μη διαθεσιμότητας οφειλόμενης σε εξωτερικά αίτια |
insur. | unless caused by | εκτός αν προκλήθηκε από |
environ., agric. | unnormalized man-caused risk | μερικός κίνδυνος φωτιάς από ανθρώπινη αιτία |
med. | varices caused by pregnancy | κιρσοί εξαιτίας εγκυμοσύνης |
med. | vertigo caused by exertion | ζάλη οφειλόμενη εις υπερβο λικήν προσπάθειαν |
med. | vertigo caused by exertion | ίλιγγος οφειλόμενος εις υπερβολικήν προσπάθειαν |