Subject | English | Greek |
environ. | buffer ability of the soil | ρυθμιστική ικανότητα του εδάφους |
life.sc., chem. | buffer action | Ρυθμιστική ικανότητα |
med. | buffer action | ρυθμιστική δράση |
el. | buffer amplifier | απομονωτικός ενισχυτής |
el. | buffer amplifier | ενισχυτής απομόνωσης |
el. | buffer amplifier | βαθμίδα απομόνωσης |
el. | buffer amplifier | απομονωτική βαθμίδα |
gen. | buffer amplifier | ενισχυτής διαχωρισμού |
el. | buffer attenuator | εξασθενητής απομόνωσης |
transp., mech.eng. | buffer bar | μπάρα προφυλακτήρα |
el. | buffer battery | συστοιχεία αντισταθμίσεως |
el. | buffer battery | ρυθμιστικός συσσωρευτής |
transp. | buffer beam | δοκός στερέωσης προσκρουστήρων |
transp. | buffer beam | μετωπική δοκός |
transp. | buffer beam | ακραία δοκός |
transp., mech.eng. | buffer block | συγκρατήρας |
transp., mech.eng. | buffer block | προσκρουστήρας |
transp., mech.eng. | buffer block | αποσβεστήρας |
transp., mech.eng. | buffer block | ανασταλτήρας |
transp., mech.eng. | buffer block | συγκρουστήρας |
mech.eng., construct. | buffer blocking | πλάκα βάσεως κρουστήρα |
mech.eng., construct. | buffer blocking | πλάκα βάσεως αποσβεστήρα κρούσεων |
transp. | buffer box | οδηγός του προσκρουστήρα |
transp. | buffer brace | βάση προσκρουστήρα |
transp. | buffer brace | αντιστήριγμα προσκρουστήρα |
IT | buffer capacity | Χωρητικότητα ενδιάμεσης μνήμης |
med. | buffer capacity | ρυθμιστική ικανότητα |
IT | buffer capacity | χωρητικότητα εξισωτικού ταμιευτή |
med. | buffer capacity | ρυθμιστική δύναμη |
earth.sc. | buffer capacity | απομονωτική ικανότητα |
bank. | buffer capital | κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας |
transp. | buffer case | οδηγός του προσκρουστήρα |
mech.eng., construct. | buffer channel | μορφοσίδηρος διατομής Π για στερέωση του αποσβεστήρα κρούσεων |
el. | buffer charging | φόρτιση μικρού ρεύματος |
el. | buffer charging | φόρτιση έκτακτης ανάγκης |
el. | buffer circuit | ενδιάμεσο κύκλωμα |
el. | buffer coating | προστατευτική επικάλυψη |
IT, dat.proc. | buffer command | εντολή ενδιάμεσης μνήμης |
law, fin. | buffer company | εταιρεία προπέτασμα |
mech.eng., construct. | buffer contact | ηλεκτρική επαφή αποσβεστήρα κρούσεων |
IT, dat.proc. | buffer containing answer messages to the marker | ενδιάμεση μνήμη περιέχουσα απαντητικά μηνύματα στο σημείο ένδειξης |
comp., MS | buffer control block | μπλοκ ελέγχου buffer (An opaque structure in the cache manager that maintains state as a file system pins and releases data in the cache) |
IT, dat.proc. | buffer control memory | μνήμη ελέγχου ενδιάμεσου κυκλώματος |
life.sc., chem. | buffer curve | καμπύλαι τιτλοδοτήσεως ρυθμιστικής δυνάμεως |
transp. | buffer disc | δίσκος του προσκρουστήρα |
IT, dat.proc. | buffer document | τεκμήριο στην ενδιάμεση μνήμη |
IT, dat.proc. | buffer document | έγγραφο στην ενδιάμεση μνήμη |
el. | buffer element | στοιχείο προσαρμογής |
el. | buffer element | στοιχείο απομόνωσης |
transp. | buffer guide | οδηγός του προσκρουστήρα |
transp. | buffer head | δίσκος του προσκρουστήρα |
earth.sc. | buffer helium | ήλιο ενδιαμέσου χώρου |
earth.sc. | buffer helium | ήλιο διαχωριστικού χώρου |
transp., mil., grnd.forc. | buffer locking | εμπλοκή προσκρουστήρων |
IT | buffer management | Διαχείρηση ενδιάμεσης μνήμης |
IT | buffer manager | κύκλωμα διαχείρισης ενδιάμεσης μνήμης |
mater.sc. | buffer material strip | ταινία ανασταλτικού υλικού |
mater.sc. | buffer material strip | ανασταλτικό παρέμβυσμα |
IT, tech. | buffer memory | ενδιάμεση μνήμη |
IT, tech. | buffer memory | αντιμνήμη |
IT, tech. | buffer memory | Ενδιάμεσος καταχωρητής |
IT, tech. | buffer memory | μνήμη εξισωτικού ταμιευτή |
med. | buffer nerve | ρυθμιστικό νεύρο |
med. | buffer nerve | ομαλοποιητικό νεύρο |
comp., MS | buffer overflow | υπερχείλιση buffer (A condition that results from adding more information to a buffer than it was designed to hold. An attacker may exploit this vulnerability to take over a system) |
mech.eng., construct. | buffer pad | αντικραδασμικό προσκέφαλο αποσβεστήρα κρούσεων |
mech.eng., construct. | buffer pier | βάση στηρίξεως αποσβεστήρα κρούσεων |
mech.eng. | buffer pin | πείρος ασφαλείας ενδιαμέσου χώρου |
transp. | buffer plunger | στέλεχος προσκρουστήρα |
transp. | buffer plunger | ράβδος προσκρουστήρα |
comp., MS | buffer pool | χώρος συγκέντρωσης buffer (A block of memory reserved for index and table data pages) |
med. | buffer power | ρυθμιστική δύναμη |
med. | buffer power | ρυθμιστική ικανότητα |
gen. | Buffer prefix | Πρόθεμα ενδιάμεσης μνήμης |
health. | buffer region | παρεμβαλλόμενη περιφέρεια |
gen. | Buffer register | Ενδιάμεσος καταχωρητής |
mech.eng., construct. | buffer return spring | ελατήριο επαναφοράς του αποσβεστήρα κρούσεων |
mech.eng., construct. | buffer return switch | διακόπτης επιστροφής αποσβεστήρα κρούσεων |
transp. | buffer ring | δαχτυλίδι του προσκρουστήρα |
transp. | buffer rod | ράβδος προσκρουστήρα |
transp. | buffer rod | στέλεχος προσκρουστήρα |
chem. | buffer salt | ρυθμιστικό άλας |
mech.eng. | buffer section | ενδιάμεσο τμήμα |
mech.eng. | buffer section | διαχωριστικό τμήμα |
transp. | buffer shank | ράβδος προσκρουστήρα |
transp. | buffer shank | στέλεχος προσκρουστήρα |
transp. | buffer shoe | τάκος αντιστήριξης ελατηρίου προσκρουστήρα |
med. | buffer solution | ρυθμιστικό διάλυμα |
construct. | buffer space | προσαρτημένο θερμοκήπιο |
construct. | buffer space | θερμοκήπιο για θέρμανση κατοικíας |
transp. | buffer spindle | στέλεχος προσκρουστήρα |
transp. | buffer spindle | ράβδος προσκρουστήρα |
mech.eng. | buffer spring | ελατήριο προέντασης ερπύστριας |
mech.eng. | buffer spring | ελατήριο κρούσης |
met. | buffer spring case | κιβώτιο με ελατήριο απόσβεσης |
el. | buffer stage | απομονωτικός ενισχυτής |
el. | buffer stage | ενισχυτής απομόνωσης |
el. | buffer stage | βαθμίδα απομόνωσης |
el. | buffer stage | απομονωτική βαθμίδα |
mech.eng., construct. | buffer steel | βάση στηρίξεως αποσβεστήρα κρούσεων από μορφοσίδηρο |
econ. | buffer stock | ρυθμιστικό απόθεμα |
interntl.trade., agric. | buffer stock account | λογαριασμός του ρυθμιστικού αποθέματος |
fin. | Buffer Stock Account | λογαριασμός ρυθμιστικού αποθέματος |
fin. | buffer stock financing facility | μηχανισμός χρηματοδότησης ρυθμιστικών αποθεμάτων |
interntl.trade. | buffer stock manager | διευθυντής του ρυθμιστικού αποθέματος |
fin., lab.law. | Buffer Stock Manager | διαχειριστής του ρυθμιστικού αποθέματος |
transp. | buffer stop | προστατευτικός προσκρουστήρας |
transp. | buffer stop | ανασταλτικός προσκρουστήρας |
transp. | buffer stop block | προσκρουστήρας σταθερός με σύστημα απόσβεσης |
IT, tech. | buffer storage | Ενδιάμεσος καταχωρητής |
IT, tech. | buffer storage | μνήμη εξισωτικού ταμιευτή |
IT, tech. | buffer storage | αντιμνήμη |
IT, tech. | buffer storage | ενδιάμεση μνήμη |
mater.sc., el. | buffer storage | αποθήκευση ανάγκης |
IT | buffer storage locations | θέσεις προσωρινής αποθήκευσης |
IT, tech. | buffer store | ενδιάμεση μνήμη |
IT, tech. | buffer store | μνήμη εξισωτικού ταμιευτή |
IT, tech. | buffer store | αντιμνήμη |
IT, tech. | buffer store | Ενδιάμεσος καταχωρητής |
econ. | buffer strip | λωρίς απομονώσεως |
agric. | buffer-strip | ζώνη ανασχέσεως |
agric. | buffer-strip cropping | καλλιέργεια κατά ζώνας ανασχέσεως |
transp. | buffer stroke | διαδρομή του προσκρουστήρα |
pharma., chem. | buffer substrate | ρυθμιστικό διάλυμα υποστρώματος |
transp. | buffer support plate | πλάκα στήριξης του προσκρουστήρα |
transp. | buffer support plate | πλάκα έδρασης του προσκρουστήρα |
econ. | buffer surround | λωρίς απομονώσεως |
med. | buffer system | ρυθμιστικό σύστημα |
mech.eng. | buffer tank | δεξαμενή απόσβεσης |
agric., mech.eng. | buffer tank | αντισταθμιστική δεξαμενή |
transp. | buffer time | σιγαστική χρονική διάρκεια |
gen. | Buffer unit | Μονάδα ενδιάμεσης μνήμης |
med. | buffer value | ρυθμιστική αξία |
mech.eng. | buffer vessel | δοχείο ενδιαμέσου αποθηκεύσεως |
mech.eng. | buffer vessel | δοχείο διαχωριστικής αποθηκεύσεως |
transp. | buffer wagon | όχημα προστασίας από προσκρούσεις |
transp. | buffer wagon | όχημα ασφαλείας |
transp., mech.eng. | buffer with rod | προσκρουστήρας με ράβδο |
transp., mech.eng. | buffer with spring-collar | προσκρουστήρας με ελατήριο σε σχήμα δακτυλίου |
econ. | buffer zone | λωρίς απομονώσεως |
fin., scient. | buffer zone | περιοχή απορρόφησης τιμών |
environ., health., anim.husb. | buffer zone | προστατευτική ζώνη |
polit. | buffer zone | ζώνη ασφαλείας |
agric. | buffer zone | ζώνη απομόνωσης |
health., anim.husb. | buffer zone of vaccinated stock | προστατευτική ζώνη εμβολιασμού |
forestr. | buffer zones | προστατευτικές ζώνες |
transp. | central buffer coupling | ζεύξη με κεντρικό προσκρουστήρα |
chem. | citrate buffer solution | ρυθμιστικό διάλυμα κιτρικών |
el. | clocked buffer stage | συγχρονιζόμενη βαθμίδα απομόνωσης |
fin. | Committee on Buffer Stock Operations | επιτροπή λειτουργιών του ρυθμιστικού αποθέματος |
gen. | core buffer unit | ενδιάμεση μονάδα ελεγχομένης αποθηκεύσεως αερίων |
IT, earth.sc. | data buffer circuit | ενδιάμεσο κύκλωμα δεδομένων |
gen. | Display buffer size | Μέγεθος ενδιάμεσης μνήμης οθόνης |
IT | double row buffer memory | ενδιάμεση μνήμη διπλής σειράς |
IT, el. | dual buffer circuit | διπλό ενδιάμεσο κύκλωμα |
IT | dual-port buffer memory manager | κύκλωμα διαχείρισης με διπλές εισόδους για ενδιάμεση μνήμη |
IT, el. | fixed gain buffer amplifier stage | βαθμίδα ενισχυτού απομόνωσης σταθερής απολαβής |
IT | frame buffer bandwidth | εύρος ζώνης περιοχής προσωρινής αποθήκευσης καρέ |
law, transp. | gauge for buffer heads | περιτύπωμα ταμπονιέρων |
law, transp. | gauge for buffer heads | περιτύπωμα δίσκων προσκρουστήρων |
IT, tech. | high speed buffer storage | αντιμνήμη |
IT, tech. | high speed buffer store | αντιμνήμη |
mech.eng., construct. | instantaneous with oil buffer type | μηχανισμός αρπάγης ακαριαίας ακινητοποιήσεως με υδραυλική απόσβεση κραδασμών |
gen. | liquid buffer storage | αποθήκευση σε υγρή μορφή |
mech.eng. | oil buffer safety gear | συσκευή αρπάγης με υδραυλικούς αποσβεστήρες |
mech.eng. | oil buffer safety gear | συσκευή αρπάγης με υδραυλικά αμορτισέρ |
IT, el. | output buffer amplifier | ενισχυτής απομόνωσης εξόδου |
med. | pressure buffer system | σύστημα ομαλοποίησης πίεσης |
med. | pressure buffer system | ρυθμιστικό σύστημα τασεοϋποδοχέων |
chem. | primary buffer stock solution | πρωτογενές ρυθμιστικό διάλυμα |
IT, earth.sc. | receiver buffer memory | ενδιάμεση μνήμη λήψεως |
transp. | replaceable buffer beam | αντικαθιστώμενη μετωπική διαδοκίδα |
transp., construct. | shock absorber or buffer spring | αποσβεστήρ κρούσεων |
transp., construct. | shock absorber or buffer spring | απορροφητής κραδασμών |
transp. | side buffer screw-coupling | ζεύξη με κοχλία και πλάγιους προσκρουστήρες |
gen. | Storage buffer register | Καταχωρητής ενδιάμεσης μνήμης |
IT | temporary buffer store | προσωρινή μνήμη |
IT | temporary buffer store | μνήμη με καταχωριστή απομονωτή |
IT, dat.proc. | tone buffer memory | ενδιάμεση μνήμη τόνου |
transp. | track buffer stop | ανασταλτικός προσκρουστήρας |
transp. | track buffer stop | προστατευτικός προσκρουστήρας |
IT, earth.sc. | transmit buffer memory | ενδιάμεση μνήμη διαβίβασης |
health., nat.res., agric. | vaccination buffer zone | ουδέτερη ζώνη εμβολιασμού |
chem. | vacuum buffer volume | όγκος ενδιάμεσου κενού |
IT | write buffer memory | ενδιάμεση μνήμη εγγραφής |