Subject | English | Greek |
IT | bounding box | πλαίσιο χαρακτήρα |
IT | bounding box | χαρακτηροπλαίσιο |
commun. | bounding box | χαρακτηροπλαίσιο' πλαίσιο χαρακτήρα |
comp., MS | bounding box | πλαίσο διαλόγου ορίων (The smallest rectangle that can enclose the text in a text frame) |
IT, geogr. | geographic bounding box | περίγραμμα γεωγραφικών συντεταγμένων |