Subject | English | Greek |
econ. | abnormal pension charges affecting a public enterprise | ευθύνη των εξόδων για μη κανονικές χορηγήσεις συντάξεων που βαρύνουν τις δημόσιες επιχειρήσεις |
law | act adversely affecting | βλαπτική πράξη |
law | act adversely affecting an official | βλαπτική πράξη |
econ. | adjustment affecting goods shipped for repairs | σχετικές προσαρμογές όσον αγορά τα αγαθά που αποστέλλονται για επισκευές |
market. | adversely affect the conditions of competition in the common market | αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς |
social.sc., agric. | Advisory Committee on Social Questions affecting Farmers and the Members of their Families | Συμβουλευτική Επιτροπή για τα Κοινωνικά Προβλήματα των Κατόχων Γεωργικών Εκμεταλλεύσεων και των Μελών των Οικογενειών τους |
social.sc., agric. | Advisory Committee on Social Questions Affecting Farmers and the Members of their Family | συμβουλευτική επιτροπή για τα κοινωνικά προβλήματα των κατόχων γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των μελών των οικογενειών τους |
med. | affect memory | συγκινησιακή μνήμη |
med. | affect spasms | απότομη συναισθηματική διακύμανση |
fin. | to affect the structural liquidity position of the banking system | επηρεάζω τη θέση της διαρθρωτικής ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος |
law | Agreement between the European Community and its Member States, of the one part, and the Swiss Confederation, of the other part, to counter fraud and all other illegal activities affecting their financial interests | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την καταπολέμηση της απάτης και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών τους συμφερόντων |
market. | all concerted practices which may affect trade | κάθε εναρμονισμένη πρακτική που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο |
med. | anomaly affecting the synthesis of haemoglobin | ανωμαλία σύνθεσης αιμοσφαιρίνης |
polit. | Committee on defence against obstacles to trade which affect the market of the Community or a non-member country TBR | Επιτροπή για την άμυνα κατά των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν αντίκτυπο στην αγορά της Κοινότητας ή μιας τρίτης χώρας ROC |
law | Convention relating to the Development of Hydraulic Power affecting more than one State | Σύμβαση "αφορώσα την διευθέτησιν των ενδιαφερουσών πλείονα του ενός κράτη υδραυλικών δυνάμεων" |
law | fraud affecting the financial interests of the Community | απάτη κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας |
med. | hereditary disorder affecting coagulation of blood | κληρονομική διαταραχή της πήξης του αίματος |
gen. | in the event of serious internal disturbances affecting the maintenance of law and order | σε περίπτωση σοβαρής εσωτερικής διαταραχής της δημοσίας τάξεως |
law, fin. | irregularity adversely affecting the Community budget | παρατυπία εις βάρος του κοινοτικού προϋπολογισμού |
gov. | measure affecting a specified person | μέτρα ατομικού χαρακτήρα |
gen. | measure affecting a specified person | μέτρο ατομικού χαρακτήρα |
transp. | measure affecting agent's standing | μέτρα που επηρεάζουν τη θέση των πρακτόρων |
commer. | measures affecting trade in services | μέτρα που επηρεάζουν τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών |
commun. | non-service-affecting | χωρίς δυσμενή επίδραση σε υπηρεσίες |
patents. | nothing in this article shall affect the provisions | το παρόν άρθρο ουδόλως αναιρεί τας διατάξεις ... |
health. | prohibition affecting the species involved | απαγόρευση που έχει σχέση με το συγκεκριμένο είδος |
commer. | rules which affect the competitive position of similar production | ρύθμιση που επηρεάζει την ανταγωνιστική θέση ομοειδούς παραγωγής |
commun. | service-affecting | υπηρεσιοφθόρος |
law | substantially affecting the identity of the trade mark | επηρεάζω ουσιωδώς την ταυτότητα του σήματος |
met. | the non-metallic inclusions affect the properties of steel | τα μη μεταλλικά εγκλείσματα επηρεάζουν την ποιότητα του χάλυβα |
gen. | the provisions which directly affect the functioning of the common market | οι οδηγίες οι οποίες έχουν άμεση επίπτωση επί της λειτουργίας της κοινής αγοράς |
law | this alteration shall not affect the obligation to... | η τροποποίηση αυτή δεν θίγει την υποχρέωση της... |
law | this Article shall not affect the international obligations of Member States | το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διεθνείς υποχρεώσεις των Kρατών μελών |
gen. | this obligation shall not affect any obligation which... | η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τις υποχρεώσεις που... |
el., construct. | unavailable capacity of a hydro-installation for reasons other than hydraulic affecting the output to the system | μη διαθέσιμη ισχύς υδροηλεκτρικής εγκατάστασης για λόγους άλλους από υδραυλικούς που επηρεάζουν την έξοδο στο σύστημα |
transp., UN | Working Party on Customs Questions affecting Transport | ομάδα εργασίας για τα τελωνειακά προβλήματα που αφορούν τις μεταφορές |