Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Terms containing
adaptability
|
all forms
|
exact matches only
Subject
English
Greek
econ.
adaptability
of businesses
προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων
environ.
adaptability
of ecosystems
προσαρμοστικότητα του οικοσυστήματος
environ.
adaptability
of ecosystems
ικανότητα προσαρμογής του οικοσυστήματος
environ.
adaptability
to siting requirements
προσαρμοστικότης στις απαιτήσεις που αφορούν στην επιλογή της θέσεως της εγκαταστάσεως
lab.law.
individual
adaptability
to user
προσαρμοστικότητα στον κάθε χρήστη
lab.law.
internal
adaptability
of firms
εσωτερική προσαρμοστικότητα των επιχειρήσεων
lab.law.
labour-market
adaptability
προσαρμοστική ικανότητα της αγοράς εργασίας
transp., mil., grnd.forc., mech.eng.
self
adaptability
αυτόματη προσαρμογή
IT
software
adaptability
προσαρμοστικότητα λογισμικού
IT
technological
adaptability
τεχνολογική προσαρμοστικότητα
nat.sc., agric.
varietal
adaptability
of soya beans
προσαρμοστικότητα ποικιλιών σόγιας
econ.
worker
adaptability
προσαρμοστικότητα εργαζομένου
Get short URL