Subject | English | Greek |
lab.law. | abattoir worker | εργάτης σφαγειοτεχνικών καταστάσεων |
econ., pharma. | activities carried out by a worker | δραστηριότητες εργαζομένου |
gen. | adaptation of workers of either sex to industrial changes | προσαρμογή των εργαζομένων στις μεταβολές της βιομηχανίας |
immigr., sociol., lab.law. | Administrative Commission on Social Security for Migrant Workers | Διοικητική Eπιτροπή για την Kοινωνική Aσφάλιση των Διακινουμένων Eργαζομένων |
social.sc., lab.law. | Administrative Commission on Social Security for Migrant Workers | Διοικητική Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την Κοινωνική Ασφάλιση των Διακινούμενων Εργαζομένων |
immigr., sociol., lab.law. | Administrative Commission on Social Security for Migrant Workers | Διοικητική Eπιτροπή |
social.sc., lab.law. | Administrative Commission on Social Security for Migrant Workers | Διοικητική Επιτροπή για την Κοινωνική Ασφάλιση των Διακινουμένων Εργαζομένων |
social.sc., empl. | Advisory Committee on Freedom of Movement for Workers | Συμβουλευτική επιτροπή για την ελεύθερη διακίνηση των εργαζομένων |
social.sc., empl. | Advisory Committee on Social Security for Migrant Workers | Συμβουλευτική επιτροπή για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων |
insur. | Advisory Committee on Social Security for Migrant Workers | Συμβουλευτική Eπιτροπή για την Kοινωνική Aσφάλιση των Διακινουμένων Eργαζομένων |
social.sc., lab.law., empl. | Advisory Committee on Social Security for Migrant Workers | Συμβουλευτική Επιτροπή για την Κοινωνική Ασφάλιση των Διακινουμένων Εργαζομένων |
social.sc., lab.law., empl. | agency worker | προσωρινά απασχολούμενος |
social.sc., lab.law., empl. | agency worker | εργαζόμενος σε εταιρία προσωρινής απασχόλησης |
lab.law., agric. | agricultural worker | γεωργικός εργάτης |
lab.law. | agricultural worker | αγροτεργάτης γενικά |
lab.law., agric. | agricultural workers | αγροτικός ενεργός πληθυσμός |
lab.law., agric. | agricultural workers | εργαζόμενοι στη γεωργία |
stat., social.sc., agric. | agricultural workers | απασχολούμενοι στη γεωργία |
gen. | Albanian Workers' Party | Κόμμα Εργασίας Αλβανίας |
ed., school.sl. | apprenticeship as a skilled worker | τεχνική εκπαίδευση |
social.sc., health. | approved social worker | αναγνωρισμένος κοινωνικός λειτουργός |
lab.law. | assembly line worker | εργάτης συναρμολογήσεως μεταλλοβιομηχανίας |
immigr. | asylum case worker | Υπεύθυνος αξιωματικός της διεθνούς αίτησης |
social.sc., empl. | atypical worker | απασχολούμενος σε άτυπες μορφές εργασίας |
insur., sec.sys. | Austrian Workers' Compensation Board | ΄Ιδρυμα Γενικής Ασφαλίσεως Ατυχήματος |
econ. | auxiliary worker | βοηθητικός εργαζόμενος |
lab.law. | basic rights of worker | θεμελιώδη κεκτημένα δικαιώματα των μισθωτών |
industr., construct. | basket maker/Wicker worker m/f | καλαμοπλέκτηςα/γ |
stat., coal. | below-ground worker | εργάτης εργαζόμενος υπό τη γη |
stat., coal. | below-ground worker | εργάτης βάθους |
lab.law., industr. | blue-collar worker | χειρώνακτας |
lab.law., industr. | blue-collar worker | αμειβόμενος με ημερομίσθιο |
econ. | blue-collar worker | εργάτης |
econ., lab.law. | body of workers | εργατικό προσωπικό |
lab.law. | border worker | διαμεθοριακός εργαζόμενος |
lab.law. | border worker | μεθοριακός εργαζόμενος |
law, immigr. | border worker | διασυνοριακός εργαζόμενος |
stat., account. | border workers | μεθοριακοί εργαζόμενοι |
tech., industr., construct. | breaker card of a card with workers | πρώτη μηχανή συστήματος λαναρίσματος με εργάτες |
tech., industr., construct. | breast roller of a card with workers | προκαταρκτικό τύμπανο προετοιμασίας και καθαρισμού λαναριού με εργάτες |
health., lab.law. | breastfeeding worker | θηλάζουσα εργαζόμενη |
empl. | to bring about, by progressive stages, freedom of movement for workers | πραγματοποιείται προοδευτικά η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων |
agric. | butter-worker | μαλακτήρας |
agric. | butter worker | ζυμωτήριο |
tech., industr., construct. | card with workers | λανάρι με εργάτες |
med. | cardroom workers'asthma | πυρετός των λαναριστών |
med. | cardroom workers'asthma | πυρετός των ξαντών |
immigr. | case worker | Υπεύθυνος αξιωματικός της διεθνούς αίτησης |
immigr. | case worker in procedures for international protection | Υπεύθυνος αξιωματικός της διεθνούς αίτησης |
forestr. | casual forest worker | εποχιακός δασικός εργάτης |
empl. | casual worker | περιστασιακή εργασία |
med. | cement workers'dermatitis | έκζεμα από τσιμέντο |
med. | cement workers'dermatitis | ψωρίαση από τσιμέντο |
lab.law. | central workers' council | εργασιακό συμβούλιο |
social.sc. | Centre for Social Security for Migrant Workers | Κέντρο κοινωνικής ασφάλισης των διακινούμενων εργαζομένων |
med. | cheese worker's itch | έκζεμα των τυροκόμων |
med. | cheese worker's lung | βρογχίτις των τυροκόμων |
gen. | chemical worker | εργαζόμενος σε χημική βιομηχανία |
ed., school.sl. | childcare worker | παιδαγωγός |
social.sc., lab.law. | childcare worker | εργαζόμενος στον τομέα παιδιών μικρής ηλικίας |
econ. | clandestine worker | λαθραία εργαζόμενος |
gen. | clandestine worker | εργαζόμενος λαθραία |
tech., industr., construct. | clearer roller of a card with workers | αποκολλητικός κύλινδρος λαναριού με εργάτες |
lab.law. | clerical or office worker | μη χειρώνακτας |
lab.law. | clerical or office worker | υπάλληλος γραφείου |
lab.law. | clerical or office worker | αμειβόμενος με μισθό |
med. | coal worker's pneumoconiosis | ανθράκωσις |
med. | coal worker's pneumoconiosis | πνευμονοπάθεια των ανθρακωρύχων |
med. | coal worker's pneumoconiosis | πνευμονοκονίωση ανθρακωρύχων |
med. | coal worker's pneumonoconiosis | πνευμονοκονίωση ανθρακωρύχων |
med. | coal-workers'pneumoconiosis | πνευμονοπάθεια των ανθρακωρύχων |
med. | coal workers'pneumoconiosis | ανθράκωσις |
med. | coal-workers'pneumoconiosis | ανθράκωσις |
med. | coal workers'pneumoconiosis | πνευμονοπάθεια των ανθρακωρύχων |
med. | coal workers'silicosis | πυριτίασις των ανθρακωρούχων |
med. | coal workers'silicosis | πνευμονοκονίωσις από άνθρακα |
med. | coal workers'silicosis | μικτή κατάστασις των πνευμόνων από ανθράκωση και πυριτίαση |
med. | coal workers'silicosis | ανθράκωσις |
med. | coffee worker's asthma | πνευμονοκονίαση οφειλόμενη στη σκόνη του καφέ |
med. | coffee worker's disease | πνευμονοκονίαση οφειλόμενη στη σκόνη του καφέ |
med. | coffee-worker's lung | πνευμονοκονίαση οφειλόμενη στη σκόνη του καφέ |
med. | coffee worker's lung | πνευμονοκονίαση οφειλόμενη στη σκόνη του καφέ |
lab.law. | coir fibre worker | καλαθοπλέκτης |
tech., industr., construct. | collector roller of a card with workers | κύλινδρος συγκέντρωσης λαναριού με εργάτες |
agric. | combined churn and butter-worker | καρδάρα-μαλακτήρας |
econ., social.sc., empl. | comparable permanent worker | αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου |
social.sc., health. | compensatory fund for manual workers | επικουρικό ταμείο χειρωνακτών εργαζομένων |
med. | complicated coal workers'pneumoconiosis | πνευμονοκονίαση των ανθρακωρύχων |
law | Confederation of Female Workers | Συνομοσπονδία εργαζομένων γυναικών |
immigr. | contract migrant worker | Εργατικός Μετανάστης |
immigr. | contract migrant worker | μισθωτός μετανάστης εργαζόμενος |
empl. | Convention concerning Conditions of Employment of Plantation Workers | ΔΣΕ 110: Για τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων στις φυτείες |
med. | corundum worker's pneumoconiosis | πνευμονία των χυτών κορουνδίου |
med. | corundum workers'pneumoconiosis | πνευμονία των χυτών κορουνδίου |
law, immigr. | cross-border worker | διαμεθοριακός εργαζόμενος |
law, immigr. | cross-border worker | διασυνοριακός εργαζόμενος |
immigr. | cross-border worker | διασυνοριακής εργαζομένων |
law, immigr. | cross-border worker | μεθοριακός εργαζόμενος |
social.sc., empl. | cross-frontier worker | μεθοριακός εργαζόμενος |
unions. | Cyprus Workers Confederation | Συνομοσπονδία Εργατών Κύπρου |
health. | daily personal noise exposure of a worker | ημερήσια ατομική ηχοέκθεση ενός εργαζομένου |
tech., industr., construct. | delivery side of a card with workers | πλευρά παράδοσης-έξοδος λαναριού με εργάτες |
med. | detergent worker's lung | πνευμονοπάθεια των εργαζομένων σε βιομηχανίες απορρυπαντικών |
econ. | development worker | εθελοντές για την ανάπτυξη |
lab.law., agric. | direct agricultural worker | άμεσος γεωργικός μισθωτός |
tech., industr., construct. | dirt remover of a card with workers | μηχανισμός απομάκρυνσης απορριμμάτων λαναριού με εργάτες |
gen. | discouraged worker | αποθαρρυμένος εργαζόμενος |
law | discrimination between men and women workers | διακριτική μεταχείριση η οποία βασίζεται στο φύλο |
tech., industr., construct. | doffer comb of a card with workers | αποκολλητικό χτένι λαναριού με εργάτες |
lab.law. | domestic worker | οικιακός μισθωτός |
lab.law. | dyke worker | εργάτης επιχωματώσεως |
social.sc., lab.law. | elderly worker | ηλικιωμένος εργαζόμενος |
lab.law. | employment opportunities for workers | οι δυνατότητες απασχολήσεως των εργαζομένων |
empl. | to ensure productive re-employment of workers | εξασφαλίζει στους εργαζομένους μία παραγωγική επαναπασχόληση |
law, immigr. | entitlement to sponsor a worker | άδεια προσλήψεως |
law, insur. | European Convention concerning social security for workers in international transport | Ευρωπαϊκή Σύμβαση σχετικά με την Κοινωνική Ασφάλεια των εργαζομένων στις διεθνείς μεταφορές |
law, insur. | European Convention concerning social security for workers in international transport | Eυρωπαϊκή Σύμβαση περί της Kοινωνικής Aσφαλίσεως των Eργαζομένων στις Διεθνείς Mεταφορές |
social.sc., agric. | European Federation of Agricultural Workers | Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργατών Γής |
social.sc., agric. | European Federation of Agricultural Workers' Trade Unions | Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συνδικάτων των Εργατών της Γης |
unions., transp., polit. | European Transport Workers' Federation | Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές |
lab.law., polit. | European Workers Centre | Ευρωπαϊκό Κέντρο Εργαζομένων |
social.sc., empl. | exchange of young workers | ανταλλαγή εργαζομένων νέων |
econ. | expatriate worker | εκπατριζόμενος εργαζόμενος |
social.sc., lab.law. | experienced workers | ειδικευμένο προσωπικό |
health., el. | exposed worker | εκτιθέμενος εργαζόμενος |
agric. | extension worker | αγροτικός εμπειρογνώμονας |
econ., agric. | extension worker | γεωργικός σύμβουλος |
agric. | extension worker | αγροτικός σύμβουλος |
agric. | extension worker | ειδικός επί των αγροτικών θεμάτων |
lab.law., industr. | factory worker | αμειβόμενος με ημερομίσθιο |
lab.law., industr. | factory worker | εργάτης |
lab.law., industr. | factory worker | χειρώνακτας |
econ. | family worker | οικογενειακό εργατικό δυναμικό |
tech., industr., construct. | fancy roller of a card with workers | ανυψωτικός κύλινδρος λαναριού με εργάτες |
agric. | farm worker | εργάτης γης |
lab.law., agric. | farm workers | εργάτες στον γεωργικό τομέα |
law | federation of office workers | Ομοσπονδία υπαλλήλων γραφείου |
unions., transp. | Federation of Transport Workers' Unions | ομοσπονδία των ενώσεων εργαζομένων στις μεταφορές |
tech., industr., construct. | feed rollers of a card with workers | τροφοδοτικοί κύλινδροι λαναριού με εργάτες |
textile | feed side of a card with workers | πλευρά τροφοδοσίας λαναριού με εργάτες |
tech., industr., construct. | feed table of a card with workers | τραπέζι τροφοδοσίας λαναριού με εργάτες |
lab.law. | female worker | εργαζόμενη |
lab.law. | female worker | εργαζόμενη γυναίκα |
econ. | female worker | γυναικείο εργατικό δυναμικό |
stat., social.sc. | field worker | επιτόπιος ερευνητής |
stat., social.sc. | field worker | απογραφέας |
stat., social.sc. | field worker | ερευνητής που παίρνει συνέντευξη |
health. | fishmeal worker's lung | πνευμονοπάθεια αλεύρου ψαριών |
social.sc., empl. | fixed-term contract worker | εργαζόμενος ορισμένου χρόνου |
social.sc., empl. | fixed-term worker | εργαζόμενος ορισμένου χρόνου |
social.sc., empl. | flex-worker | ευέλικτος εργαζόμενος |
law, immigr. | foreign national employed as government authorised exchange worker | αλλοδαπός μαθητευόμενος |
law, immigr. | foreign national employed as government authorised exchange worker | αλλοδαπός ασκούμενος |
law, immigr. | foreign temporary worker - creative and sporting Tier 5 | αλλοδαπός αθλητής |
law, immigr. | foreign worker | αλλοδαπός μισθωτός εργαζόμενος |
immigr. | foreign worker | εργαζόμενος μετανάστης |
social.sc., lab.law. | foreign worker | αλλοδαπός εργαζόμενος |
forestr. | forest worker | δασεργάτης |
forestr. | forest-worker accessories | εργαλεία δασεργατών |
forestr. | forest-worker aids | εργαλεία δασεργατών |
med. | foundry workers'pneumoconiosis | πνευμονοκονίαση των χυτών |
econ. | free movement of workers | ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων |
law, lab.law. | freedom of movement for workers | ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων |
lab.law. | freedom of movement for workers | ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων |
law, lab.law. | freedom of movement for workers | ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων |
law, lab.law. | freedom of movement for workers | ελευθερία κυκλοφορίας εργαζομένων |
empl. | freelance worker | εξωτερικός συνεργάτης |
econ. | frontier worker | μεθοριακός εργαζόμενος |
immigr. | frontier worker | συνοριακός εργαζόμενος |
lab.law. | frontier worker | διαμεθοριακός εργαζόμενος |
lab.law. | frontier worker | παραμεθόριος εργαζόμενος |
law, immigr. | frontier worker | διασυνοριακός εργαζόμενος |
lab.law. | frontier workers | μεθοριακοί εργαζόμενοι |
lab.law. | frontier-zone worker | διαμεθοριακός εργαζόμενος |
lab.law. | frontier-zone worker | μεθοριακός εργαζόμενος |
social.sc., lab.law. | frontline worker | εργαζόμενος στην πρώτη γραμμή |
empl. | full-time worker full-time worker | εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση |
stat., lab.law. | gainful worker | αμειβόμενοι εργαζόμενοι |
stat., lab.law. | gainful worker | εργαζόμενοι επ'αμοιβή |
stat., lab.law. | gainful worker | απ'αμοιβή απασχολούμενος |
stat., social.sc. | gainful worker | βιοποριστικά εργαζόμενος |
unions. | General Confederation of Greek Workers | Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας |
empl. | ghost worker | εργαζόμενος φάντασμα |
med. | glas worker's cataract | καταρράκτης υαλεργατών |
lab.law. | glass bench worker | υαλοτεχνίτης εργαστηριακών οργάνων |
med. | glass worker's cataract | καταρράκτης των υαλουργών |
med. | glass worker's cataract | καταρράκτης των υαλοποιών |
med. | glass workers'cataract | καταρράκτης των υαλοποιών |
med. | glass workers'cataract | καταρράκτης των υαλουργών |
agric. | glasshouse worker | τεχνίτης φυτωρίων |
agric. | glasshouse worker | τεχνίτης σέρρας |
law, lab.law. | Greek worker | `Eλληνας εργαζόμενος |
immigr. | guest worker | μετακαλούμενος εργαζόμενος |
social.sc., lab.law. | guest worker | αλλοδαπός εργαζόμενος |
law, lab.law. | guest workers | αλλοδαποί εργαζόμενοι |
social.sc., empl. | guidance centre for returning workers | κέντρο προσανατολισμού για τους παλινοστούντες εργαζόμενους |
health., lab.law. | health of workers | υγεία των εργαζομένων |
health. | health worker | επαγγελματίας υγείας |
stat., lab.law. | healthy worker effect | φαινόμενο υγιών εργαζομένων |
med. | healthy worker effect | αποτέλεσμα της καλής υγείας των εργαζομένων |
immigr. | highly qualified migrant worker | μετανάστης υψηλης εξειδίκευσης |
law, immigr. | highly qualified third-country worker | αλλοδαπός εργαζόμενος υψηλής ειδίκευσης |
immigr., social.sc. | highly qualified worker | υψηλής ειδίκευσης εργαζόμενος |
health. | hospital social worker | νοσοκομειακός κοινωνικός λειτουργός |
lab.law. | illegally employed worker | παράνομα εργαζόμενος |
social.sc., lab.law. | immigrant worker | αλλοδαπός εργαζόμενος |
stat., industr., construct. | industrial worker | βιομηχανικός εργάτης |
stat., social.sc. | inexperienced workers | ανειδίκευτο προσωπικό |
ed. | information worker | υπεύθυνος πληροφόρησης |
health. | injured worker | θύμα εργατικού ατυχήματος |
health. | injured worker | εργαζόμενος που έπαθε εργατικό ατύχημα |
ed. | instructors recruited among specially qualified workers | εκπαιδευτές που έχουν εκλεγεί μεταξύ των ιδιαιτέρως ειδικευμένων εργαζομένων |
unions., industr., chem. | International Federation of Chemical, Energy, Mine and General Workers' Unions | Διεθνής Ομοσπονδία των ενώσεων εργαζομένων στον χημικό, ενεργειακό και μεταλλευτικό τομέα και σε διάφορες βιομηχανίες |
social.sc., lab.law. | International Federation of Social Workers | διεθνής ομοσπονδία των εργαζομένων στον κοινωνικό τομέα |
econ. | international voluntary worker | διεθνείς εθελοντές |
lab.law. | involvement of employer and worker representatives | συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων |
insur., sociol. | Italian Workers' Compensation Authority | εθνικό ίδρυμα ασφαλίσεως εργατικών ατυχημάτων |
social.sc., agric. | Joint Committee on Social Problems of Agricultural Workers | Ισομερής επιτροπή για τα κοινωνικά προβλήματα των μισθωτών σε γεωργική απασχόληση |
social.sc., lab.law., agric. | Joint Committee on Social Problems of Agricultural Workers | ισομερής επιτροπή για τα κοινωνικά προβλήματα των αγρεργατών |
social.sc., ed. | kindergarten worker | παιδοκόμος ή νηπιαγωγός |
social.sc., ed. | kindergarten worker | νηπιαγωγός |
el., empl. | knowledge worker | εργαζόμενος γνώσης |
gen. | Kurdish Workers' Party | Κόμμα Κούρδων Εργαζόμενων |
gen. | Kurdish Workers' Party | Κούρδικο Εργατικό Κόμμα |
gen. | Kurdistan Workers' Party | Συνέδριο για την ελευθερία και τη δημοκρατία στο Κουρδιστάν |
gen. | Kurdistan Workers' Party | Κόμμα Κούρδων Εργαζόμενων |
gen. | Kurdistan Workers' Party | Κούρδικο Εργατικό Κόμμα |
gen. | Kurdistan Workers' Party | Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν |
industr., construct., met. | lamp worker | υαλουργός φυσητής |
lab.law. | land drainage worker | τοποθετητής σωληνώσεων αποχετεύσεως |
law | law on insurance for workers | νόμος για την ασφάλεια των εργαζομένων |
tech., industr., construct. | left side of a card with workers | αριστερή πλευρά λαναριού με εργάτες |
law, lab.law. | levels of worker qualification | επίπεδα ειδίκευσης εργαζομένων |
tech., industr., construct. | licker-in device of a card with workers | κόφτης λαναριού με εργάτες |
lab.law. | limeyard worker | πλύντης δερμάτων |
fin. | loan for workers'housing | δάνειο για κοινωνικές κατοικίες |
fin. | loan for workers'housing | δάνειο Λαϊκής Στέγης |
social.sc., lab.law. | low-paid worker | χαμηλόμισθος εργάτης |
ed. | low-skilled worker | ανειδίκευτοι εργαζόμενοι |
social.sc., lab.law. | low-wage worker | χαμηλόμισθος εργάτης |
gen. | Luxembourg Socialist Workers' Party | Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Λουξεμβούργου |
tech., industr., construct. | main cylinder of a card with workers | κεντρικό τύμπανο λαναριστικής μηχανής με εργάτες |
med. | malt worker's disease | πνευμονοπάθεια των εργατών βύνης |
med. | malt worker's disease | νόσος των ασχολουμένων με την ύγρανση και ξήρανση του κριθαριού |
med. | malt worker's lung | πνευμονοπάθεια των εργατών βύνης |
med. | malt worker's lung | νόσος των ασχολουμένων με την ύγρανση και ξήρανση του κριθαριού |
lab.law., industr. | manual handling of loads involving a risk of musculoskeletal injury to workers | χειρωνακτική διακίνηση φορτίων που εμπεριέχει μυοσκελετικούς κινδύνους για τους εργαζομένους |
empl. | manual worker | εργάτης |
lab.law., industr. | manual worker | χειρώνακτας |
lab.law., industr. | manual worker | αμειβόμενος με ημερομίσθιο |
econ. | manual worker | χειρώνακτες |
lab.law. | manual worker in the steel industry | χειρωνάκτης εργαζόμενος της βιομηχανίας χάλυβα |
social.sc., empl. | marginal worker | απασχολούμενος σε άτυπες μορφές εργασίας |
lab.law. | market garden worker | ανθοκόμος |
agric. | market garden worker | τεχνίτες καλλιεργείας φρούτων και λαχανικών για εμπόριο |
health. | medical social welfare worker | νοσοκομειακός υπάλληλος εργαζόμενος στην κοινωνική πρόνοια |
health. | medical social welfare worker | γιατρός εργαζόμενος στην κοινωνική πρόνοια |
health. | medical social worker | νοσοκομειακός υπάλληλος εργαζόμενος στην κοινωνική πρόνοια |
health. | medical social worker | γιατρός εργαζόμενος στην κοινωνική πρόνοια |
insur. | metal worker's extension | ασφάλιση μηχανολογικού εξοπλισμού |
immigr., econ. | migrant worker | εργαζόμενος μετανάστης |
econ. | migrant worker | διακινούμενος εργαζόμενος |
law, lab.law. | mine workers right | δίκαιο μεταλλορύχων |
gen. | mobility of workers | κινητικότητα της εργασίας |
med. | mother-of-pearl worker's osteomyelitis | κογχιολινοστεομυελίτις |
law, social.sc., lab.law. | movement of workers | κυκλοφορία εργαζομένων |
econ. | multiskilled worker | εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες |
health. | mushroom worker's disease | νόσος των καλλιεργητών μανιταριών |
health. | mushroom-worker's lung | νόσος των καλλιεργητών μανιταριών |
health., agric. | National Welfare and Assistance Office for Agricultural Workers | Εθνική Υπηρεσία Προνοίας και Αρωγής των Αγρεργατών |
lab.law. | Netherlands association of social workers | Ολλανδική Οργάνωση Κοινωνικών Λειτουργών |
lab.law. | new worker | νέο προσωπικό |
social.sc., agric., polit. | non-agricultural worker | απασχολούμενος σε μη γεωργικές δραστηριότητες |
social.sc., lab.law. | non-agricultural workers | μη απασχολούμενοι στη γεωργία |
gen. | non-Community worker | εργαζόμενος από μη κοινοτική χώρα |
empl. | non-manual worker | υπάλληλος |
immigr., lab.law. | non-wage-earning migrant worker | μη μισθωτός διακινούμενος εργαζόμενος |
econ., lab.law. | number of workers employed | αριθμός εργαζομένων |
econ., lab.law. | number of workers employed | σύνολο απασχολούμενου προσωπικού |
econ., environ. | occasional workers | όσοι εργάζονται περιστασιακά |
health. | occupationally exposed worker | επαγγελματικά εκτιθέμενος εργαζόμενος |
econ. | office worker | υπάλληλος γραφείου |
econ. | older worker | ηλικιωμένος εργαζόμενος |
pharma., earth.sc., mech.eng. | other workers | λοιποί εργαζόμενοι |
account. | out-workers | εξωτερικοί εργαζόμενοι |
health., lab.law., nucl.pow. | outside worker | εξωτερικός εργαζόμενος |
empl. | own-account worker | ελεύθερος επαγγελματίας |
med. | paraffin workers'cancer | καρκίνος των συμπιεστών παραφίνης |
lab.law. | parquetry worker | τεχνίτης παρκέτων |
lab.law. | parquetry worker | παρκετοποιός |
lab.law., unions. | participation of workers | συµµετοχή των εργαζοµένων |
lab.law. | part-time worker | ημιαπασχολούμενος εργαζόμενος |
lab.law. | part-time worker | εργάτης μερικής απασχόλησης |
lab.law. | part-time worker | εργαζόμενος μερικής απασχόλησης |
med. | pearl worker's disease | κογχιολινοστεομυελίτις |
med. | pearl worker's osteomyelitis | κογχιολινοστεομυελίτις |
med. | pearl workers'asthma | μαργαριτοάσθμα |
med. | pearl workers'ostitis | κογχιολινοστεομυελίτις |
social.sc., lab.law. | pensioning-off of workers | συνταξιοδότηση των εργαζομένων |
agric. | permanent forest worker | μόνιμος δασικός εργάτης |
lab.law. | permanent worker | μόνιμος εργάτης |
lab.law. | permanent worker | μόνιμος εργαζόμενος |
law, lab.law. | piece worker | μεταλλευτής αμοιβόμενος με το κομμάτι |
med. | pitch worker's cancer | καρκίνος της πίσσας |
empl. | portfolio worker | πολυδύναμος εργαζόμενος |
law, immigr. | posted worker | αλλοδαπός αποσπασμένος εργαζόμενος |
social.sc., lab.law. | posted worker | αποσπασμένος εργαζόμενος |
social.sc., empl. | posting of workers | απόσπαση εργαζομένων |
gen. | Posting of Workers Directive | Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών |
health., lab.law. | pregnant worker | έγκυος εργαζόμενη |
health., empl. | pregnant worker | έγκυος εργαζομένη |
tech., industr., construct. | pressure of a card with workers | πίεση λαναριού με εργάτες |
gen. | processing worker or technician | επεξεργαστής |
law, lab.law. | production-process worker | εργάτης στην παραγωγή |
law, lab.law. | production-process worker | εργάτης παραγωγής |
social.sc. | to promote improved working conditions and an improved standard of living for workers | προάγουν τη βελτίωση των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού |
law | protection of workers'privacy | προστασία της ιδιωτικής ζωής των εργαζομένων |
health. | psychiatric social worker | κοινωνική λειτουργός ψυχιατρείου |
law, lab.law. | qualified worker | ειδικευμένος εργάτης |
unions. | Qualified Workers | Ειδικευμέvoι Εργάτες |
el. | radiation worker | ακτινεργάτης |
health. | radiation worker category A | εργαζόμενοι σε ραδιενεργό περιβάλλον-κατηγορία Α- |
health. | radiation worker category B | εργαζόμενοι σε ραδιενεργό περιβάλλον-κατηγορία Β- |
lab.law. | readaptation of workers | επαναπροσαρμογή των εργαζομένων |
social.sc., empl. | Recommendation No 162 concerning Older Workers ILO | σύσταση αριθ. 162 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με τους ηλικιωμένους |
ed. | recruitment of individual workers | ονομαστική πρόσληψη εργαζομένων |
lab.law. | redeployment of workers | αλλαγή της επαγγελματικής ειδίκευσης των εργαζομένων |
social.sc. | to re-employ redundant workers | η επαναπασχόληση του εργατικού δυναμικού που κατέστη διαθέσιμο |
insur. | registration of the worker | εγγραφή του εργαζομένου στα μητρώα των ασφαλισμένων |
agric., polit. | relief worker | υπάλληλος που εκτελεί χρέη αντικαταστάτη |
gen. | relief worker | συνεργαζόμενος για την ανάπτυξη |
social.sc. | relief workers | προσωπικό παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας |
insur. | request for information, communication of information, request for forms, reminder on an employed person, a self-employed person, a frontier worker, a pensioner, an unemployed person, a dependant | αίτηση πληροφοριών,κοινοποίηση πληροφοριών,αίτηση εντύπων,υπόμνηση σχετικά με εργαζόμενο μισθωτό,εργαζόμενο μη μισθωτό,μεθοριακό εργαζόμενο,συνταξιούχο,άνεργο,δικαιοδόχο |
insur. | request for information, communication of information, request for forms, reminder on an employed person, a self-employed person, a frontier worker, a pensioner, an unemployed person, a dependant | έντυπο Ε001 |
econ. | requisitioning of workers | επίταξη των εργαζομένων |
gen. | research worker | ερευνητής |
social.sc., polit. | Retired Workers' Coordinating Committee | επιτροπή συντονισμού των συνταξιούχων εργαζομένων |
lab.law. | rice mill worker | μυλωνάς ορυζομύλων |
tech., industr., construct. | right side of a card with workers | δεξιά πλευρά λαναριού με εργάτες |
gen. | safety of workers | ασφάλεια των εργαζομένων |
insur., transp., construct. | scheme applicable to manual workers | σύστημα που εφαρμόζεται στους εργάτες |
law, immigr. | seasonal agricultural worker | αλλοδαπός εποχιακός εργαζόμενος |
lab.law. | seasonal worker | εποχιακά εργαζόμενος |
lab.law. | seasonal worker | εποχιακός εργάτης |
immigr., social.sc., empl. | seasonal worker | εποχικά εργαζόμενος |
immigr. | seasonal worker | εποχικός μετανάστης |
lab.law. | seasonal worker | εποχικά απασχολούμενος |
econ. | seasonal worker | εποχικός εργαζόμενος |
immigr. | seasonal worker migrant | εποχικός μετανάστης |
account. | seasonal workers | εποχιακοί εργαζόμενοι |
social.sc., empl. | self-employed worker | μη μισθωτός |
social.sc., empl. | self-employed worker | ανεξάρτητος επαγγελματίας |
econ. | semi-skilled worker | ημιειδικευμένος εργάτης |
empl. | semi-skilled worker | ημι-ειδικευμένος εργάτης |
lab.law. | semi-skilled worker | εξειδικευμένος εργαζόμενος |
law, lab.law. | semi-skilled worker | εξειδικευμένος εργάτης |
empl. | severely disadvantaged worker | εργαζόμενος σε πολύ μειονεκτική θέση |
lab.law. | sheet metal worker | εργάτης κατασκευής ειδών από φύλλα μετάλλου |
social.sc., empl. | short-term worker | εργαζόμενος μικρής διάρκειας |
law, lab.law. | short-time worker | εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο |
law, lab.law. | short-time worker | ημιάνεργος |
med. | simple coal worker's pneumonoconiosis | απλή πνευμονοκονίωση ανθρακωρύχων |
forestr. | skilled forest worker | ειδικευμένος δασεργάτης |
lab.law. | skilled worker | ειδικευμένος εργαζόμενος |
econ. | skilled worker | ειδικευμένος εργάτης |
gen. | Skilled Worker | Eιδικευμένος εργάτης |
lab.law. | skilled workers | ειδικευμένο εργατικό δυναμικό |
social.sc. | social case worker | κοινωνικός λειτουργός |
social.sc. | social case worker | εργαζόμενος στην κοινωνική πρόνοια |
sociol. | social protection of workers | κοινωνική προστασία των εργαζομένων |
econ. | social worker | κοινωνικός λειτουργός |
social.sc. | social worker | εργαζόμενος στην κοινωνική πρόνοια |
social.sc. | social worker | εργαζόμενος στον κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα |
ed. | socio-educational youth worker | διοργανωτής κοινωνικο-εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων |
gen. | Spanish Socialist Workers' Party | Σοσιαλιστικό Εργατικό Ισπανικό Κόμμα |
unions. | spatial mobility of workers | γεωγραφική κινητικότητα |
immigr., sec.sys. | special scheme for self-employed workers | ειδικό σύστημα για μη μισθωτούς |
insur., construct. | special scheme for workers in mines and similar undertakings | ειδικό σύστημα για τους εργαζομένους των ορυχείων και των εξομοιουμένων επιχειρήσεων |
lab.law. | specialised worker | εξειδικευμένος εργαζόμενος |
law, lab.law. | specialized worker | εξειδικευμένος εργάτης |
social.sc. | state-recognised childcare worker | κρατικώς αναγνωρισμένοι παιδαγωγοί |
law | status of blue-collar workers | καθεστώς των χειρωνακτικά εργαζομένων |
gen. | steel worker | χαλυβεργάτης |
tech., industr., construct. | stripper roller of a card with workers | κύλινδρος απομάκρυνσης λαναριού με εργάτες |
agric. | sugar beet worker | αγροτεργάτης ζαχαροκαλάμου |
med. | sugar worker's itch | ψωρίαση από τη ζάχαρη |
stat., coal. | surface worker | εργάτης επιφανείας |
lab.law., leath. | tannery worker | βυρσοδέψης λεπτών δερμάτων |
lab.law., leath. | tannery worker | λευκαντής δερμάτων |
law | temporarily laid off worker | εργαζόμενος του οποίου η απασχόληση αναστέλλεται προσωρινά |
social.sc., lab.law., empl. | temporary agency worker | εργαζόμενος σε εταιρία προσωρινής απασχόλησης |
social.sc., lab.law., empl. | temporary agency worker | προσωρινά απασχολούμενος |
lab.law. | temporary relocation of workers employed by a firm providing services | προσωρινή μετακίνηση για λογαριασμό ενός φορέα παροχής υπηρεσιών |
lab.law. | temporary worker | έκτακτος εργαζόμενος |
lab.law. | temporary worker | έκτακτο εργατικό προσωπικό |
lab.law. | temporary worker | πρόσκαιρα εργαζόμενος |
lab.law. | temporary workers | ευκαιριακό εργατικό δυναμικό |
immigr., ed. | the worker's right to be joined by his family | το δικαίωμα του εργαζομένου να συνοδεύεται από την οικογένειά του |
agric., industr. | tobacco-worker | καπνεργάτης |
social.sc. | training of youth workers | κατάρτιση διοργανωτών για νέους |
lab.law. | transfrontier worker | διαμεθοριακός εργαζόμενος |
lab.law. | transfrontier worker | μεθοριακός εργαζόμενος |
law, lab.law. | transit workers | αλλοδαποί εργαζόμενοι |
gen. | Translation group for migrant workers | γλωσσική ομάδα για τους διακινούμενους εργαζόμενους |
gen. | Translation group for migrant workers | ΓΟΔΕ |
lab.law. | transnational hiring-out of workers | διασυνοριακή διάθεση εργαζομένων |
law, lab.law. | tut worker | μεταλλευτής αμοιβόμενος με το κομμάτι |
stat., coal. | underground worker | εργάτης βάθους |
stat., coal. | underground worker | εργάτης εργαζόμενος υπό τη γη |
law, insur., lab.law. | unemployed worker | άνεργος |
econ., stat. | unpaid family worker | μη αμειβόμενος οικιακός βοηθός |
stat., social.sc. | unpaid family worker | οικογενειακός βοηθός |
stat., social.sc. | unpaid family worker | άμισθος οικόσιτος εργαζόμενος |
stat., social.sc. | unpaid family worker | άμισθος βοηθός οικογενειακής επιχείρησης |
econ., stat. | unpaid family worker | μη αμειβόμενα συμβοηθούντα μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων |
econ. | unskilled worker | ανειδίκευτος εργάτης |
lab.law., transp., mil., grnd.forc. | vehicle body sheet metal worker | κατασκευαστής αμαξωμάτων αυτοκινήτου |
nat.sc., agric. | vineyard worker | εργάτης αμπέλου |
lab.law., industr. | water worker | τεχνίτης διαύλων και προστασίας ακτών |
nat.sc., agric. | wearing of gloves by workers | χρησιμοποίηση γαντιών από τούς εργαζόμενους |
tech., industr., construct. | web squeezer of a card with workers | πιεστικοί κύλινδροι σύνθλιψης αράχνης λαναριού με εργάτες |
comp., MS | web worker API | API εργασιών web (The API that defines a way to run scripts in the background. Web Workers are specified in the World Wide Web Consortium (W3C)'s Web Workers specification) |
social.sc. | welfare worker | εργαζόμενος στην κοινωνική πρόνοια |
social.sc. | welfare worker | κοινωνικός λειτουργός |
lab.law. | white-collar worker | υπάλληλος γραφείου |
econ. | white-collar worker | υπάλληλος |
social.sc., empl. | wholly unemployed worker | μισθωτός σε πλήρη ανεργία |
med. | wood pulp worker's disease | πνευμονοπάθεια των ξυλοκόπων |
med. | wood-worker's fever | πυρετός των ξυλεργατών |
med. | wood worker's lung | πνευμονοπάθεια των ξυλοκόπων |
econ. | worker adaptability | προσαρμοστικότητα εργαζομένου |
econ. | worker consultation | διαβούλευση με τους εργαζομένους |
law, lab.law. | worker dismissed without a valid reason | εργαζόμενος που απολύθηκε καταχρηστικά |
stat., industr., construct. | worker in industry | βιομηχανικός εργάτης |
lab.law. | worker in mines and similar undertakings | εργαζόμενος των ορυχείων και των παρεμφερών επιχειρήσεων |
econ. | worker information | πληροφόρηση των εργαζομένων |
gen. | worker mobility | κινητικότητα της εργασίας |
industr., construct. | worker of a card | εργάτης μάλλινου χαρτζιού |
industr., construct. | worker of a card | εργάτης λαναριού |
tech., textile | worker of a gilljam carding machine | εργάτης λαναριστικής μηχανής gilljam |
econ. | worker participation | συμμετοχή των εργαζομένων |
gen. | worker participation | συμμετοχή εργαζομένων |
social.sc., lab.law. | worker population | ενεργός πληθυσμός |
comp., MS | worker process | διεργασία εργασίας (The implementation of the core Web server in IIS. Worker processes run in W3wp.exe) |
comp., MS | worker process isolation mode | λειτουργία απομόνωσης διεργασίας εργασίας (The Web process model for IIS 6.0) |
lab.law. | worker representative on the supervisory board | αντιπρόσωπος των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο |
social.sc., lab.law. | worker retired on a bridging pension | εργαζόμενος που λαμβάνει πρόωρη συνταξιοδότηση |
fin. | worker's bond | ομόλογο εργασίας |
lab.law., agric. | worker's glove | τριδάχτυλο εργατικό γάντι |
social.sc., lab.law. | worker's protection | προστασία των εργατών |
social.sc., lab.law. | worker's protection | εργατική προστασία |
law, fin. | worker's share | μετοχή προσωπικού |
law, fin. | worker's share | μετοχή εργασίας |
law, fin. | worker's share | μετοχή εργαζομένου |
lab.law. | worker sent abroad by the company | εργαζόμενος που αποσπάται στο εξωτερικό από την επιχείρηση |
fin., PR | worker-shareholder | μέτοχοι-μισθωτοί |
gen. | worker suffering from an illness | εργαζόμενος που κατέστη ανάπηρος |
comp., MS | worker thread | νήμα εργασίας (A thread commonly used to handle background tasks that the user should not have to wait for to continue using your application. Tasks such as recalculation and background printing are typically executed on worker threads) |
lab.law. | worker who has given birth | εργαζόμενη λεχώνα |
health., lab.law. | worker who has recently given birth | λεχώνα εργαζομένη |
health., lab.law. | worker who is breastfeeding | γαλουχούσα εργαζομένη |
h.rghts.act., social.sc. | worker whose employment is terminated without a valid reason | αδικαιολόγητη απόλυση εργαζομένου |
med. | worker "with a pathological condition" | εργάτης με παθολογικό υπόβαθρο |
econ. | worker with disabilities | εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες |
social.sc., lab.law. | worker with reduced mobility | εργαζόμενος με μειωμένη κινητικότητα |
ed. | worker without training | ανειδίκευτος εργαζόμενος |
social.sc., lab.law. | workers'association | εργατικός σύλλογος |
social.sc., lab.law. | workers'association | εργατικό σωματείο |
lab.law. | workers' control | εργατικός έλεγχος |
fin., lab.law. | workers' control over investment | έλεγχος επενδύσεων |
lab.law. | workers' council | εργατικό συμβούλιο |
lab.law. | workers' democracy | εργατική δημοκρατία |
social.sc. | Workers' Housing Organization | Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας |
social.sc. | workers in poverty | εργαζόμενος φτωχός |
social.sc. | workers in poverty | φτωχός εργαζόμενος |
econ. | Workers International | Εργατική Διεθνής |
econ. | workers' movement | εργατικό κίνημα |
tech., industr., construct. | workers of a card with workers | εργάτες λαναριστικής μηχανής με εργάτες |
tech., industr., construct. | workers of a carding-willow | εργάτες-κύλινδροι ανοικτικού καθαριστικού μαλλιού |
tech., industr., construct. | workers of a garnetting machine | εργάτες γκαρνέττας |
gen. | Workers' Party | Κόμμα Εργατών |
gen. | Workers' Party of Ireland | Κόμμα Εργατών |
stat., fin. | workers' remittances | εμβάσματα εργατών |
econ. | workers' representation | εκπροσώπηση του προσωπικού |
unions. | workers' representative | εκπρόσωπος των μισθωτών |
lab.law. | workers' self-management | αυτοδιαχείρηση |
social.sc., lab.law. | workers'situation | η θέση των εργαζομένων |
econ. | workers' stock ownership | εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης |
econ. | workers'union | ένωση εργαζομένων |
social.sc., lab.law. | Workers' Welfare Foundation | Εργατική Εστία |
tech., industr., construct. | working direction of a card with workers | κατεύθυνση λειτουργίας λαναριού με εργάτες |
tech., industr., construct. | working organ of a card with workers | λειτουργικό όργανο λαναριού με εργάτες |
tech., industr., construct. | working width of a card with workers | λειτουργικό πλάτος λαναριού με εργάτες |
social.sc., empl. | World Movement of Christian Workers | Παγκόσμιο Κίνημα Χριστιανών Εργαζομένων |
econ. | young worker | νέος εργαζόμενος |
social.sc., lab.law. | Young Workers' Exchange Programme | Πρόγραμμα ανταλλαγής νέων εργαζομένων |
law | youth exchanges and exchanges of youth workers | ανταλλαγές νέων και οργανωτών κοινωνικομορφωτικών δραστηριοτήτων |
social.sc. | youth worker | οργανωτής δραστηριοτήτων για νέους |
social.sc., ed. | youth worker | διοργανωτής δραστηριοτήτων για νέους' εμψυχωτής |
social.sc. | youth worker | διοργανωτής δραστηριοτήτων για νέους |