Subject | English | Greek |
agric. | a system providing for a different valuation of milk according to its use | διαφορετικό,ανάλογα με τη χρήση,καθεστώς εκτιμήσεως της αξίας του γάλακτος |
med. | abnormal use | κακή χρήση |
patents. | to acquiesce in the use of a later Community trade mark | ανέχομαι τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος |
law | to acquiesce in the use of the Community trade mark in the territory where this right is protected | ανέχομαι τη χρήση του κοινοτικού σήματος στο έδαφος στο οποίο προστατεύεται το δικαίωμα αυτό |
agric. | actual use | πραγματική βοσκοφόρτωσις |
law | actual use of the mark | πραγματική χρήση του σήματος |
gen. | adapted for use in war | αναπροσαρμογή για πολεμική χρήση |
gen. | Advisory Committee on the Community System for the rapid Exchange of Information on Dangers arising from the Use of Consumer Products | Συμβουλευτική Επιτροπή για την Καθιέρωση Κοινοτικού Συστήματος γρήγορης Ανταλ- λαγής Πληροφοριών όσον αφορά τους κινδύνους που απορρέουν από τη Χρήση Κατα- ναλωτικών Προϊόντων |
med. | Agreement concerning the Manufacture of Internal Trade in and Use of Prepared Opium | Συμφωνία που Αφορά στην Παραγωγή στο Εσωτερικό Εμπόριο και στην Χρήση Παρασκευασμένου Οπίου |
gen. | Agreement on provisional application between certain Member States of the European Union of the Convention drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union on the use of information technology for customs purposes | Συμφωνία για την προσωρινή εφαρμογή, μεταξύ ορισμένων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα που βασίζεται στο άρθρο Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση |
gen. | agreement relating to the peaceful use of nuclear energy | συμφωνία που αφορά τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς σκοπούς |
agric. | agricultural area in use | ωφέλιμη γεωργική επιφάνεια |
nat.sc., agric. | allowance use | Κατ'αρχήν δεκτή βοσκοϊκανότητα |
law | application of national laws for the purpose of prohibiting the use of Community trade marks | εφαρμογή του εθνικού δικαίου προς το σκοπό της απαγόρευσης της χρήσης κοινοτικών σημάτων |
gen. | Association of European cities interested in the use of electric road vehicles | Οργάνωση των ευρωπαϊκών πόλεων που ενδιαφέρονται για τη χρήση του ηλεκτρικού αυτοκινήτου |
med. | atomiser for home use | ψεκαστήρας οικιακής χρήσεως |
med. | atomiser for home use | αεροσόλ για χρήση στο σπίτι |
anim.husb. | auricular use | Ωτική χρήση |
chem. | authorised use | εγκεκριμένη χρήση |
gen. | avoid exposure-obtain special instructions before use | αποφεύγετε την έκθεση-εφοδιαστείτε με τις ειδικές οδηγίες πριν τη χρησιμοποίηση |
gen. | avoid exposure-obtain special instructions before use | Σ53 |
chem. | avoid risks to human health and the environment, comply with the instructions for use. | Για να αποφύγετε τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, ακολουθήστε τις οδηγίες χρήσης. |
law | to become distinctive in consequence of the use which has been made of it | απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα λόγω της χρήσης που έχει γίνει |
agric. | beneficial water use | ωφέλιμος υδατοκατανάλωσις |
chem. | brief general description of the use | σύντομη γενική περιγραφή της χρήσης |
mun.plan. | brush for household use | ψήκτρα οικιακής χρήσης |
mun.plan. | brush for household use | βούρτσα οικιακής χρήσης |
mun.plan. | brush for toilet use | ψήκτρα για τον καλλωπισμό |
mun.plan. | brush for toilet use | βούρτσα για τον καλλωπισμό |
med. | callipers for clinical use | παχυμετρικός διαβήτης για κλινική χρήση |
gen. | can become highly flammable during use | κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο |
gen. | can become highly flammable in use | Ρ30 |
gen. | can become highly flammable in use | κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο |
chem. | Can become highly flammable in use. Can become flammable in use. | Μπορεί να γίνει πολύ εύφλεκτο κατά τη χρήση. Mπορεί να γίνει εύφλεκτο κατά τη χρήση. |
gen. | change in use | αλλαγή χρήσεως |
agric. | charcoal for oenological use | άνθρακας οινολογικής χρήσης |
tax., transp. | charges for the use of roads | τέλη χρησιμοποιήσεως των αυτοκινητοδρόμων |
tax., transp. | charges for the use of roads | τέλη κυκλοφορίας |
tax., transp. | Charges for the use of roads by heavy goods vehicles | τέλη για τη χρησιμοποίηση των οδών από βαριά φορτηγά αυτοκίνητα |
gen. | to clean the floor and all objects contaminated by this material, use... to be specified by the manufacturer | για τον καθαρισμό του πατώματος και όλων των αντικειμένων που έχουν μολυνθεί απ αυτό το υλικό χρησιμοποιείτε...το είδος καθορίζεται από τον κατασκευαστή |
gen. | to clean the floor and all objects contaminated by this material, use... to be specified by the manufacturer | Σ40 |
agric. | collective use | συλλογική εκμετάλλευση |
agric. | collective use | εκμετάλλευση από κοινού |
agric. | collective use of agricultural aircraft | συνεταιρισμός εναέριων εφαρμογών |
agric. | collective use of agricultural aircraft | ομαδοποίηση εναέριων εφαρμογών |
gen. | coming into general use of the majority voting | γενίκευση της ψηφοφορίας στο Συμβούλιο |
gen. | commitment on non-first use | να μην είναι ο πρώτος που θα προσφύγει σε πυρηνικά όπλα |
gen. | commitment on non-first use | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" |
gen. | Committee for adaptation to technical progress of the directive on the approximation of the laws of the Member States relating to the noise emission in the environment by equipment for use outdoors | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την εκπομπή θορύβου στο περιβάλλον από εξοπλισμό προς χρήση σε εξωτερικούς χώρους |
energ.ind. | Committee for Adaptation to Technical Progress of the Directives on Electrical Equipment for Use in Potentially Explosive Atmospheres | επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο - σχετικά με το ηλεκτρολογικό υλικό που χρησιμοποιείται σε εκρήξιμη ατμόσφαιρα |
gen. | Committee for implementation and adaptation to technical progress of the directive on the contained use of genetically modified organisms | Επιτροπή για την εφαρμογή και την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας για την περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών |
gen. | Committee for implementation of the directive on the definition and use of compatible technical specifications for the procurement of air-traffic-management equipment and systems | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με τον καθορισμό και τη χρησιμοποίηση συμβατών τεχνικών προδιαγραφών για την προμήθεια τεχνικού εξοπλισμού και συστημάτων διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας |
gen. | Committee for implementation of the directive on the promotion of the use of biofuels or other renewable fuels for transport | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές |
law, IT | Committee for implementation of the multiannual Community programme to stimulate the development and use of European digital content on the global networks and to promote linguistic diversity in the information society eContent | Επιτροπή για την εφαρμογή του πολυετούς κοινοτικού προγράμματος για την τόνωση της ανάπτυξης και της χρήσης του ευρωπαϊκού ψηφιακού περιεχομένου στα παγκόσμια δίκτυα, καθώς και για την προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας στην κοινωνία της πληροφορίας eContent |
obs., health., pharma. | Committee for Medicinal Products for Human Use | Επιτροπή Φαρμακευτικών Ιδιοσκευασμάτων |
nat.sc. | Committee for the adaptation to technical progress and implementation of the directive on the contained use of genetically modified micro-organisms | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο και για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την περιορισμένη χρήση γενετικά τροποποιημένων μικροοργανισμών |
law, tech. | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Electrical Equipment for Use in Potentially Explosive Atmospheres | Επιτροπές Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Ηλεκτρολογικό Υλικό που Χρησιμοποιείται σε Εκρήξιμη Ατμόσφαιρα |
tax., transp. | Committee of Government Experts on the Co-ordination of Studies to be carried ou by the Member States in connection with the Proposal for a Council Decision on the Introduction of a Common System of Charging for the Use of Transport Infrastructure | Επιτροπή Κυβερνητικών Εμπειρογνωμόνων για το Συντονισμό των Μελετών που πρέπει να γίνουν στα Κράτη Μέλη σχετικά με την Πρόταση Απόφασης του Συμβουλίου για την Καθιέρωση Κοινού Συστήματος Καταλογισμού του Κόστους Χρήσης των Εργων Υποδομής στις Μεταφορές |
gen. | Committee on the Convention on the use of information technology for customs purposes | Επιτροπή για τη Σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα |
nat.sc., UN | Committee on the Peaceful Use of Outer Space | Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ειρηνική Χρήση του Διαστήματος |
nat.sc., UN | Committee on the Peaceful Use of Outer Space | Επιτροπή για την ειρηνική χρησιμοποίηση του απώτερου διαστήματος |
tech. | common list of dual use goods | κοινός κατάλογος αγαθών διπλής χρήσεως |
agric. | common use | Μικτή χρήση |
energ.ind. | Community action programme for improving the efficiency of electricity use | κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την αποτελεσματικότερη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας |
energ.ind. | Community action programme for improving the efficiency of electricity use | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας |
energ.ind. | Community action programme for improving the efficiency of electricity use | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας κατά τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας |
med. | Community action to combat the use of drugs, including the abuse of medicinal products, particularly in sport | Κοινοτική δράση καταπολέμησης της φαρμακοδιέγερσης,συμπεριλαμβανομένης της κατάχρησης φαρμάκων,στον αθλητισμό |
gen. | Community system for the rapid exchange of information on dangers arising from the use of consumer products | Κοινοτικό σύστημα ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη χρήση προϊόντων καταναλωτή |
agric. | Community-COST Concertation Committee on Use of Lignocellulose-Containing By-products and other Plant Residues for Animal Feeding | Επιτροπή Συντονισμού Κοινότητας - COST - Χρησιμοποίηση Υποπροϊόντων που περιέχουν Λιγνίνη-Κυτταρίνη και Αλλων Φυτικών Υπολειμμάτων για Ζωοτροφές |
obs., pharma. | compassionate use | συγκαταβατική χορήγηση ερευνητικού φαρμάκου κατ' εξαίρεση |
law | compensation for use | αποζημίωση για χρήση ακινήτου |
law | compulsory licence for non-exclusive use | υποχρεωτική άδεια για μη αποκλειστική εκμετάλλευση |
med. | condition of clinical use | συνθήκες κλινικής εφαρμογής |
law | condition of use of the trade mark | προϋπόθεση χρήσης του σήματος |
chem. | conditions of use | συνθήκες χρήσης |
law, IT | consent for additional use | συγκατάθεση για πρόσθετη χρήση |
agric. | conservative use of the soil | χρήσις χορτονομής κάτω του κανονικού |
gen. | Consultative Committee for implementation of Directive 89/105/EEC relating to the transparency of measures regulating the pricing of medicinal products for human use and their inclusion in the scope of national health insurance systems | Συμβουλευτική επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας 88/105/ΕΟΚ σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας |
chem. | consumer use | χρήση από τους καταναλωτές |
agric., construct. | consumptive-use efficiency | απόδοσις υδατοκαταναλώσεως |
earth.sc. | consumptive water use | ολική εξατμισοδιαπνοή |
law, fin. | Contact Committee on prevention of the use of the financial system for the purpose of money laundering | Επιτροπή επαφών για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες |
life.sc. | contained use | περιορισμένη χρήση |
nat.sc. | contained use of genetically modified micro-organisms | περιορισμένη χρήση γενετικώς τροποποιημένων μικροοργανισμών |
social.sc., health. | continued, or more intensive, drug use | συνεχής ή εντατικότερη χρήση ναρκωτικών |
social.sc., health. | continued use | συνεχής χρήση |
gen. | Convention banning the use or sale of blinding lasers | Σύμβαση για την απαγόρευση της χρήσης και της πώλησης των λέιζερ που προκαλούν τύφλωση |
chem. | Convention concerning Safety in the use of Chemicals at Work | Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασία |
chem. | Convention concerning Safety in the use of Chemicals at Work | Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασία |
chem. | Convention concerning Safety in the Use of Chemicals at Work, 1990, of the International Labour Organization Convention No 170 | Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασία |
chem. | Convention concerning Safety in the Use of Chemicals at Work, 1990, of the International Labour Organization Convention No 170 | Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασία |
gen. | Convention concerning the Use of White Lead in Painting | Σύμβαση "περί της χρήσεως του ανθρακικού μολύβδου στουμπετσίου εν τοις χρωματισμοίς" |
law, environ., polit. | Convention on cooperation for the protection and sustainable use of the Danube | Σύμβαση Συνεργασίας για την Προστασία και τη Βιώσιμη Χρήση του Δούναβη |
law, environ., polit. | Convention on cooperation for the protection and sustainable use of the Danube | Σύμβαση Συνεργασίας για την Προστασία και τη Διαρκή Χρήση του Δούναβη |
law, environ., polit. | Convention on cooperation for the protection and sustainable use of the Danube | σύμβαση για την προστασία του Δούναβη |
law, environ., polit. | Convention on cooperation for the protection and sustainable use of the river Danube | Σύμβαση Συνεργασίας για την Προστασία και τη Διαρκή Χρήση του Δούναβη |
law, environ., polit. | Convention on cooperation for the protection and sustainable use of the river Danube | Σύμβαση Συνεργασίας για την Προστασία και τη Βιώσιμη Χρήση του Δούναβη |
law, environ., polit. | Convention on cooperation for the protection and sustainable use of the river Danube | σύμβαση για την προστασία του Δούναβη |
gen. | Convention on Prohibitions or Restrictions on the Use of Certain Conventional Weapons Which May be Deemed to be Excessively Injurious or to Have Indiscriminate Effects | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα |
gen. | Convention on Prohibitions or Restrictions on the Use of Certain Conventional Weapons Which May be Deemed to be Excessively Injurious or to Have Indiscriminate Effects | Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα |
chem. | Convention on the Prohibition of the Development, Production, Stockpiling and Use of Chemical Weapons and on their Destruction | Σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, της παραγωγής, της αποθήκευσης και της χρήσης χημικών όπλων και για την καταστροφή τους |
gen. | Convention on the Prohibition of the Development, Production, Stockpiling and Use of Chemical Weapons and on their Destruction | Σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, παραγωγής, αποθήκευσης και χρήσης χημικών όπλων και για την καταστροφή τους; Σύμβαση για τα χημικά όπλα |
chem. | Convention on the Prohibition of the Development,Production,Stockpiling and Use of Chemical Weapons and on their Destruction | Σύμβαση για την καταστροφή των χημικών όπλων |
gen. | Convention on the Prohibition of the Use, Stockpiling, Production and Transfer of Anti-Personnel Mines and on their Destruction | Σύμβαση για την απαγόρευση της χρήσης, της αποθήκευσης, της παραγωγής και της διακίνησης ναρκών κατά προσωπικού και για την καταστροφή τους |
gen. | Convention on the Use of Certain Conventional Weapons | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα |
gen. | Convention on the Use of Certain Conventional Weapons | Σύμβαση για τα απάνθρωπα όπλα |
gen. | Conversational computer use | Διαλεκτική χρήση υπολογιστή |
gen. | cooperation agreement on the peaceful use of nuclear energy | συμφωνία με αντικείμενο την πυρηνική συνεργασία για ειρηνικές χρήσεις |
gen. | Coordinating Group on the Community regime for the control of exports of dual-use items and technology | Συντονιστική ομάδα για το κοινοτικό συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών και τεχνολογίας διπλής χρήσης |
law | Council Decision on the establishment, operation and use of the second generation Schengen Information System SIS II | Απόφαση σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς SIS II |
social.sc., health. | current levels of use | επίπεδα πρόσφατης χρήσης |
social.sc., health. | current use | πρόσφατη ή τρέχουσα χρήση |
tax., transp. | customs-approved treatment for use | τελωνειακός προορισμός |
tax., transp. | customs-approved use | τελωνειακός προορισμός |
anim.husb. | cutaneous use | Δερματική χρήση |
gen. | declaration on the use of languages | δήλωση για τη χρήση γλωσσών |
law | Declaration No 30 on the use of languages in the field of the common foreign and security policy | Δήλωση αριθ. 30 για τη χρήση γλωσσών στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας |
med. | department authorized for the reception and use of the embryonic material | υπηρεσία εξουσιοδοτημένη για την λήψη και χρήση εμβρυϊκού υλικού |
gen. | Determination of flow time by use of a flow cup | Προσδιορισμός του χρόνου ροής με χρησιμοποίηση κυπέλλου ροής |
gen. | Determination of light fastness of paints for interior use | Προσδιορισμός της αντοχής στο φως χρωμάτων για εσωτερική χρήση |
law | device to prevent unauthorised use of the vehicle | διατάξεις προφυλάξεως από μη επιτρεπόμενη χρήση του οχήματος |
chem. | diffuse use | διαδεδομένη χρήση |
gen. | Dimensions and sectional properties of aluminium alloy sections for marine use | Διαστάσεις και γεωμετρικά χαρακτηριστικά διατομών διαμορφωμένων κραμάτων αλουμινίου για ναυτική χρήση |
energ.ind. | Directive 2009/28/EC of the European Parliament and of the Council of 23 April 2009 on the promotion of the use of energy from renewable sources and amending and subsequently repealing Directives 2001/77/EC and 2003/30/EC | Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ |
energ.ind. | Directive on the promotion of the use of energy from renewable sources | Οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 , σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ |
law, commun. | Directive on the use of standards for the transmission of television signals | οδηγία σχετικά με τη χρήση προτύπων για τη μετάδοση τηλεοπτικού σήματος |
chem. | dispersive use | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρέος κοινού |
chem. | dispersive use | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρύτερου κοινού |
chem. | dispersive use | διάχυτη χρήση |
gen. | do not use compressed air for filling,discharging,or handling | ΜΗ χρησιμοποιείτε πεπιεσμένο αέρα για το γέμισμα,το άδειασμα ή το χειρισμό |
gen. | do not use water | για την απομάκρυνση ή την εξουδετέρωση της ουσίας χρησιμοποιήστε....ΜΗ χρησιμοποιείτε νερό |
hobby | doll for use in Punch-and-Judy show | κούκλα για θέατρα τρόμου |
hobby | doll for use in puppet show | κούκλα για θέατρα τρόμου |
agric. | double-use hopper | δοχείο διπλής χρήσης |
med. | drug for long-term use | φάρμακο μακροχρόνιας λήψης |
med. | drug use | κατανάλωση ναρκωτικών |
social.sc., health. | drug use behaviour | συμπεριφορά των τοξικομανών |
med. | drug use behaviour | συμπεριφορά χρήστη ναρκωτικών |
gen. | Dual-use Coordination Group | Συντονιστική ομάδα για το κοινοτικό συστήματος ελέγχου των εξαγωγών ειδών και τεχνολογίας διπλής χρήσης |
nat.sc., industr. | dual-use item | αγαθό διπλής χρήσεως |
gen. | dual-use technology | τεχνολογία διπλής σκοπιμότητας |
gen. | during use,may form flammable/explosive vapour-air mixture | κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα |
gen. | EC declaration of conformity and of suitability for use | δήλωση ΕΚ συμμόρφωσης και καταλληλότητας χρήσης |
life.sc., construct. | effective water use | πραγματική υδατοκατανάλωσις |
agric., construct. | effective water use | πραγματική κατανάλωση |
energ.ind. | efficient energy use | ενεργειακή απόδοση |
gen. | Electric ovens for household use | Ηλεκτρικοί φούρνοι οικιακής χρήσης |
obs., pharma. | empty cachet of a kind suitable for pharmaceutical use | κάψουλα για φάρμακα |
chem. | end use | τελική χρήση |
energ.ind. | energy use of biomass | ενεργειακή εκμετάλλευση της βιομάζας |
mater.sc. | entire unit suitable for use | ενιαία μονάδα κατάλληλη για χρήση |
tech. | equipment exclusively for military use | υλικό αποκλειστικά στρατιωτικής χρήσης |
law | exclusive licence to use the technology | άδεια αποκλειστικής χρήσης της τεχνολογίας |
law | exclusive right to use the design | αποκλειστικό δικαίωμα χρησιμοποίησης του σχεδίου ή υποδείγματος |
construct. | existing pattern of land use | υφισταμένη διάκριση ζωνών χρήσεων γης |
agric. | expected rate of use | προβλεπόμενο ποσοστό χρησιμοποίησης |
chem. | explosive for civil use | εκρηκτικό εμπορικής χρήσεως |
life.sc., agric., food.ind. | extended history of safe use | μακρό ιστορικό ασφαλούς χρήσης |
anim.husb. | Extra-amniotic use | Εξωαμνιακή χρήση |
law | facilitate the use of the ECU and oversee its development, including the smooth functioning of the ECU clearing system | διευκολύνω τη χρήση του ECU και εποπτεύω την ανάπτυξή του,συμπεριλαμβανομένης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού σε ECU |
agric. | fallow land with no economic use | γαία υπό αγρανάπαυση η οποία χρησιμοποιείται οικονομικά |
life.sc., construct. | farm water use efficiency | απόδοσις χρήσεως ύδατος εις αγρόκτημα |
law, construct. | federal building and urban land use code | ομοσπονδιακός οικοδομικός κώδικας |
nat.sc. | field of use | τομέας χρησιμοποίησης |
nat.sc. | field of use | τεχνικός τομέας εφαρμογής |
life.sc., construct. | field water use efficiency | απόδοσις χρήσεως ύδατος εις αγρόν |
law, fin. | final use and consumption | τελική χρήση και κατανάλωση |
law | first public use | πρώτη παρουσίαση στο κοινό |
gen. | first use of nuclear weapons | κάνω πρώτος χρήση πυρηνικών όπλων |
gen. | for official use only | μόνον για υπηρεσιακή χρήση |
agric., food.ind. | for private domestic use | για ιδιωτική οικιακή χρήση |
gen. | free use of funds | ελεύθερη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων |
law | frequent use of the death penalty | συχνή επιβολή της θανατικής ποινής |
anim.husb. | Gastroenteral use | Γαστρεντερική χρήση |
gen. | 1925 Geneva Protocol prohibiting the use in war of chemical and biological weapons | Πρωτόκολλο για την απαγόρευση της χρήσεως κατά τον πόλεμο ασφυξιογόνων, τοξικών ή παρομοίων αερίων και βακτηριολογικών μέσων |
patents. | genuine use | πραγματική χρήση |
patents. | genuine use | ουσιαστική χρήση |
law | genuine use in the Community | ουσιαστική χρήση μέσα στην Κοινότητα |
law | genuine use of the trade mark started or resumed | έναρξη ή επανάληψη της ουσιαστικής χρήσης |
anim.husb. | Gingival use | Χρήση επί των ούλων |
agric. | grape variety for special use | ποικιλία σταφυλιών για ειδική χρήση |
construct. | Green paper on access to and use of public sector information | Πράσινο Βιβλίο για την πρόσβαση και την αξιοποίηση των πληροφοριών του δημόσιου τομέα |
med. | homologous use | ομόλογη χρήση |
med. | humidifier for medical use | υγραντήρας για ιατρική χρήση |
gen. | Identification and use of cores of flexible cables | Επισήμανση και χρήση των πόλων των ευκάμπτων καλωδίων |
law, IT, transp. | illegal use | παράνομη χρήση |
med. | improper use of the components of an aborted foetus | ακατάλληλη χρήση συστατικών αποβλημένου εμβρύου |
chem. | In case of fire: Use … for extinction. | Σε περίπτωση πυρκαγιάς: Χρησιμοποιήστε … για την κατάσβεση. |
chem. | In use may form flammable/explosive vapour-air mixture. | Κατά τη χρήση µπορεί να σχηµατίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά µείγµατα ατµού-αέρος. |
gen. | in use, may form flammable/explosive vapour-air mixture | Ρ18 |
gen. | in use, may form flammable/explosive vapour-air mixture | κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα |
social.sc., health. | incidence of drug use | επίπτωση χρήσης ναρκωτικών |
earth.sc. | indirect land use change | έμμεση αλλαγή της χρήσης της γης |
law | information communicated with authority to make free use of it | γνώσεις ανακοινούμενες με την ευχέρεια ελευθέρας διαθέσεως |
gen. | intended use | προτεινόμενη χρήση |
social.sc. | intensive use | εντατική χρήση |
agric., industr. | Intergroup on the Industrial Use of Agricultural Products | Διακομματική Ομάδα "Βιομηχανική χρήση γεωργικών προϊόντων" |
mater.sc. | intermittent use | μη συνεχής λειτουργία |
gen. | International Agreement on the Use of INMARSAT Ship Earth Stations within the Territorial Sea and Ports | Διεθνής Συμφωνία για τη χρησιμοποίηση των επίγειων σταθμών πλοίων INMARSAT στα χωρικά ύδατα και λιμάνια |
agric., chem., UN | International Code of Conduct on the Distribution and Use of Pesticides | διεθνής κώδικας συμπεριφοράς για τη διανομή και χρήση των γεωργικών φαρμάκων |
gen. | International Code of Conduct on the Distribution and Use of Pesticides | Διεθνής Κώδικας Συμπεριφοράς για τη διανομή και τη χρησιμοποίηση των παρασιτοκτόνων |
med., pharma. | International Conference on Harmonisation of Technical Requirements for Registration of Pharmaceuticals for Human Use | Διεθνής διάσκεψη για την εναρμόνιση των τεχνικών προδιαγραφών για την καταχώριση φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση |
anim.husb. | Intraarterial use | Ενδοαρτηριακή χρήση |
anim.husb. | Intraarticular use | Ενδοαρθρική χρήση |
anim.husb. | Intrabursal use | Ενδοθυλακική χρήση |
anim.husb. | Intracardiac use | Ενδοκαρδιακή χρήση |
anim.husb. | Intracavernous use | Ενδοσηραγγική χρήση |
anim.husb. | Intracervical use | Ενδοτραχηλική χρήση |
anim.husb. | Intracoronary use | Ενδοστεφανιαία χρήση |
anim.husb. | Intradermal use | Ενδοδερμική χρήση |
anim.husb. | Intradiscal use | Ενδομεσοσονδύλια χρήση |
anim.husb. | intralesional use | Ενδοβλαβική χρήση |
anim.husb. | Intralymphatic use | Ενδολεμφαγγειακή χρήση |
anim.husb. | Intramammary use | Ενδομαστική οδός |
anim.husb. | Intramuscular use | Ενδομυική χρήση |
anim.husb. | Intraocular use | Ενδοφθάλμια χρήση |
anim.husb. | Intraperitoneal use | Ενδοπεριτοναϊκή χρήση |
anim.husb. | Intrapleural use | Ενδοϋπεζωκοτική χρήση |
anim.husb. | Intraruminal use | Ενδομεγαλοκοιλιοκή χρήση |
anim.husb. | Intravesical use | Ενδοκυστική χρήση |
chem. | investigation of alleged use | έρευνα μετά από διατύπωση ισχυρισμών περί χρήσεως |
agric. | joint stock use | Μικτή χρήση |
agric. | joint use | Μικτή χρήση |
agric. | joint use | εκμετάλλευση από κοινού |
agric. | joint use | συλλογική εκμετάλλευση |
hobby, construct., mun.plan. | land for recreative use | περιοχή αναψυχής |
construct. | land for special use | ζώνη ειδικών χρήσεων |
law, environ. | land use | χρήση γης/έγγειος εκμετάλλευση |
construct., mun.plan. | land use | εκμετάλλευση εδάφους |
law | land use | χρήση γης |
agric. | land use | χρησιμοποίηση των γαιών |
agric., tech. | land-use-capacity classes | κλάσεις ικανότητος χρήσεως γαιών |
construct. | land use designation | χαρακτηρισμός χρήσης γης |
construct., mun.plan., transp. | land use model | πρότυπο χωροταξίας |
life.sc., agric. | land-use pattern | χάρτης χρήσεως γαιών |
construct. | land use plan and masterplan | χωροταξικό και ρυθμιστικό σχέδιο |
mun.plan., environ., construct. | land use planning | καθορισμός χρήσεων γης |
mun.plan., environ., construct. | land use planning | προγραμματισμός πόρων και ανάπτυξης |
mun.plan., environ., construct. | land use planning | χωροταξία |
construct. | land use planning | χωροταξικός σχεδιασμός |
construct. | land zoned for residential use | γη ζωνοποιημένη για οικιστική χρήση |
law, fin. | legal framework for the use of the euro | νομικό πλαίσιο που διέπει τη χρήση του Ευρώ |
construct., mun.plan. | legally binding land-use plan | Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο |
law | legitimacy of use | νομιμότητα χρήσεως |
law, min.prod. | legitimate use of the sea | νόμιμη χρήση της θάλασσας |
law, h.rghts.act. | limitation on use of restrictions on rights | όρια στη χρήση των περιορισμών σε δικαιώματα |
life.sc., environ., agric. | living modified organism intended for direct use as food or feed or for processing | ζων τροποποιημένος οργανισμός προοριζόμενος για άμεση χρήση ως τρόφιμο ή ζωοτροφή ή για περαιτέρω επεξεργασία |
med. | medical glove for single use | ιατρικά γάντια μιας χρήσης |
mun.plan. | mincing knife for use in the household | μεγάλο μαχαίρι οικιακής χρήσης |
law | mixed use development | ανάπτυξη γης για μικτή χρήση |
nat.sc., food.ind. | modified entity with no established history of food use | μόριο χωρίς αποδεδειγμένο ιστορικό χρήσης σε τρόφιμα |
nat.sc., agric. | moisture-use efficiency | απόδοσις υδατοκαταναλώσεως υπό καλλιεργείας |
relig., commun. | multiannual Community programme to stimulate the development and use of European digital content on the global networks and to promote linguistic diversity in the information society | πολυετές κοινοτικό πρόγραμμα για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της χρήσης του ευρωπαϊκού ψηφιακού περιεχομένου στα παγκόσμια δίκτυα και για την προώθηση της γλωσσικής πολυμορφίας στην κοινωνία της πληροφορίας' πρόγραμμα e-Περιεχόμενο |
energ.ind. | Multiannual Programme of technological actions promoting the clean and efficient use of solid fuels | πολυετές πρόγραμμα τεχνολογικών δράσεων για την προώθηση της αντιρρυπαντικής και αποδοτικής χρησιμοποίησης των στερεών καυσίμων |
gen. | Multilateral agreement for the use of NATO Missile Firing Installation at Souda Bay, Crete | Πολυμερής Συμφωνία χρησιμοποίησης του πεδίου βολής βλημάτων του ΝΑΤΟ εις τον όρμο Σούδας - Κρήτη |
anim.husb. | Nasal use | Ρινική χρήση |
gen. | no-first use declaration | να μην είναι ο πρώτος που θα προσφύγει σε πυρηνικά όπλα |
gen. | no-first use declaration | δέσμευση για "μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων" |
tech. | nominal range of use | ονομαστική περιοχή χρησιμοποίησης |
chem. | non dispersive use | χρήση που δεν συνεπάγεται έκθεση του ευρύτερου κοινού |
gen. | non explosive use | μη εκρηκτική χρήση |
nat.sc., life.sc. | non productive consumptive use | μη επωφελής υδατοκατανάλωσις |
law, agric. | non-use | απαγόρευσις χρήσεως βοσκοτόπου |
patents. | non-use | μη χρήση |
gen. | non-use of force | μη χρήση βίας |
law | non-use of trade mark | μη χρήση του σήματος |
nat.sc., life.sc. | non-beneficial consumptive use | μη επωφελής υδατοκατανάλωσις |
med. | non-homologous use | μη ομόλογη χρήση |
gen. | not recommended for interior use on large surface areas | να μη χρησιμοποιηθεί σε ευρείες επιφάνειες σε κατοικούμενους χώρους |
gen. | not recommended for interior use on large surface areas | Σ52 |
gen. | not recommended for use on large surface areas in populated places | να μη χρησιμοποιηθεί σε ευρείες επιφάνειες σε κατοικούμενους χώρους |
energ.ind., construct. | numeric indicator of primary energy use | αριθμητικός δείκτης για τη χρήση πρωτογενούς ενέργειας |
chem. | Obtain special instructions before use. | Εφοδιαστείτε με τις ειδικές οδηγίες πριν από τη χρήση. |
anim.husb. | Ocular use | Οφθαλμική χρήση |
law | official use | επίσημη χρήση |
gen. | off-label use | συνταγογράφηση εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων |
law | to oppose the use of the earlier right | αντιτάσσομαι στη χρήση του προγενέστερου δικαιώματος |
law | to oppose the use of the later trade mark | αντιτάσσομαι στη χρήση του μεταγενέστερου σήματος |
law | to oppose the use of the mark by his agent or representative | αντιτάσσομαι στη χρήση του σήματος από τον ειδικό πληρεξούσιο ή τον αντιπρόσωπο του δικαιούχου |
earth.sc. | optical device for use with arms | οπτική διάταξη συναρμολογημένη πάνω σε όπλο |
energ.ind. | Optimal use of energy resources in Latin America | Λατινική Αμερική - Βέλτιστη χρησιμοποίηση των ενεργειακών πόρων |
agric., chem. | optimizing the use of fertilisers mainly nitrogen | βελτιστοποίηση της χρήσεως λιπασμάτων κυρίως αζώτου |
life.sc. | optimum consumptive use | βελτίστη εξατμισοδιαπνοή |
anim.husb. | Oral use | Από στόματος χρήση |
agric. | over-use of the soil | υπερβόσκησις |
anim.husb. | Paravertebral use | Παρασπονδυλική χρήση |
social.sc. | passive use of an official language | παθητική χρήση μίας επίσημης γλώσσας |
social.sc. | pattern of drug use | πρότυπα χρήσης ναρκωτικών |
gen. | peaceful use | ειρηνική χρήση |
anim.husb. | Periarticular use | Περιαρθρική χρήση |
anim.husb. | Perineural use | Περινευρική χρήση |
med. | period of use of feed additives | χρόνος χρησιμοποίησης των προσθέτων |
law | place of public use | τόπος δημόσιας χρήσης |
social.sc. | polydrug use | πολλαπλή χρήση ουσιών |
tax., oil | port use tax on petroleum products | δικαίωμα χρήσης λιμένων επί των πετρελαιοειδών |
law | post-term use ban | απαγόρευση χρήσης μετά τη λήξητης συμφωνίας |
anim.husb. | Pour-on use | Επίχυση |
med. | preferential use of right or left leg | λειτουργική προτίμησις ενός σκέλους |
construct. | preparation of land use plans | εκπόνηση ρυθμιστικών σχεδίων |
construct. | preparatory land-use plan | σχέδιο χρήσης γης |
social.sc., agric. | pre-pension with non-agricultural use of land | προσύνταξη με εγκατάλειψη της γης |
chem. | Pressurized container: Do not pierce or burn, even after use. | Περιέκτης υπό πίεση. Να μην τρυπηθεί ή καεί ακόμη και μετά τη χρήση. |
construct. | priority of use method | μέθοδος προτεραιότητος χρήσεως |
relig., transp. | private use | ιδιωτική χρήση |
social.sc. | problem drug use | Δείκτης προβληματικής χρήσης ουσιών |
social.sc. | problematic drug use | προβληματική χρήση ναρκωτικών |
med. | product for external use | προϊόν εξωτερικής χρήσης |
agric. | product for food use | προϊόν διατροφής |
agric. | product for industrial use | προϊόν βιομηχανικής χρήσης |
med. | product for internal use | προϊόν εσωτερικής χρήσης |
med. | product for topical use | προϊόν για τοπική χρήση |
gen. | production and use of radioisotopes | παραγωγή και χρησιμοποίηση των ραδιοϊσοτόπων |
law, social.sc. | Programme to develop coordinated initiatives on the combating of trade in human beings and the sexual exploitation of children, on disappearances of minors and on the use of telecommunications facilities for the purposes of trade in human beings and the sexual exploitation of children | πρόγραμμα ανάπτυξης συντονισμένων πρωτοβουλιών σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, τις εξαφανίσεις ανηλίκων και τη χρησιμοποίηση των μέσων τηλεπικοινωνίας για σκοπούς εμπορίας ανθρώπων και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών |
law | to prohibit its use by a third party | απαγόρευση της χρήσης από τρίτον |
law | to prohibit the use of a national trade mark | απαγόρευση της χρήσης ενός εθνικού σήματος |
patents. | to prohibit the use of the Community trade mark | απαγορεύεται η χρήση κοινοτικού σήματος |
patents. | prohibition of direct use of the invention | απαγόρευση της άμεσης εκμετάλλευσης της εφεύρεσης |
patents. | prohibition of indirect use of the invention | απαγόρευση της έμμεσης εκμετάλλευσης της εφεύρεσης |
law | prohibition of the use of a Community trade mark registered in the name of an agent or representative | απαγόρευση της χρήσης του κοινοτικού σήματος το οποίο έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι ειδικού πληρεξουσίου ή αντιπροσώπου |
law | prohibition of use of Community trade marks | απαγόρευση της χρήσης κοινοτικών σημάτων |
law | proof of use | απόδειξη χρήσης |
patents. | proof of use | απόδειξη της χρήσης |
law | proper reason for non-use | εύλογος αιτία για τη μη χρήση |
agric. | proper use of the soil | κανονική βόσκησις |
med. | prophylactic use | προφυλακτική χρήση |
med. | proposed use in animals | προτεινόμενη χρήση στο ζώο |
gen. | Protocol drawn up on the basis of Article K.3 of the Treaty on European Union, on the scope of the laundering of proceeds in the Convention on the use of information technology for customs purposes and the inclusion of the registration number of the means of transport in the Convention | Πρωτόκολλο με βάση το άρθρο Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στη Σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα καθώς και σχετικά με την προσθήκη του αριθμού καταχώρησης των μέσων μεταφοράς στη σύμβαση |
gen. | Protocol for Limiting and Regulating the Cultivation of the Poppy Plant, the Production of, International and Wholesale Trade in, and Use of Opium | Πρωτόκολλο "περί περιορισμού και ρυθμίσεως της καλλιεργείας της μήκωνος ως και της παραγωγής, του διεθνούς εμπορίου, του χονδρικού εμπορίου και της χρήσεως του οπίου" |
med. | Protocol for Limiting and Regulating the Cultivation of the Poppy Plant,as well as the production,the International and Wholesale Trade and the Use of Opium | Πρωτόκoλλo για τov περιoρισμό και τη ρύθμιση της καλλιέργειας της μήκωvoς της υπvoφόρoυ καθώς και της παραγωγής τoυ διεθvoύς εμπoρίoυ,τoυ χovδρεμπoρίoυ και της χρήσης τoυ oπίoυ |
gen. | Protocol for the Prohibition of the Use in War of Asphyxiating, Poisonous or Other Gases, and of Bacteriological Methods of Warfare | Πρωτόκολλο για την απαγόρευση της χρήσεως κατά τον πόλεμο ασφυξιογόνων, τοξικών ή παρομοίων αερίων και βακτηριολογικών μέσων |
gen. | Protocol on Prohibitions or Restrictions on the Use of Incendiary Weapons | Πρωτόκολλο σχετικό με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των εμπρηστικών όπλων |
law | Protocol on Prohibitions or Restrictions on the Use of Mines, Booby Traps and Other Devices | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση ναρκών, παγίδων ή άλλων μηχανισμών |
gen. | Protocol on Prohibitions or Restrictions on the Use of Mines, Booby Traps and other Devices, as amended on 3 May 1996 | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των ναρκών, των παγίδων και άλλων μηχανισμών |
construct. | public notice of land use plans | δημοσίευση ρυθμιστικού σχεδίου |
construct. | public notice of land use plans | δημόσια γνωστοποίηση σχεδίου χρήσης γης |
construct. | public notice of land use plans | ανακοίνωση ρυθμιστικού σχεδίου |
gen. | public use | Δημόσια Χρήση |
nat.sc., life.sc. | ration of consumptive use of water to evaporation | λόγος εξατμισοδιαπνοής προς εξάτμισιν |
energ.ind. | rational use of energy | ορθολογική χρησιμοποίηση της ενέργειας |
energ.ind. | rational use of energy | ορθολογική χρήση της ενέργειας |
mater.sc. | re-use package | επιστρεφόμενη συσκευασία |
mater.sc. | re-use package | συσκευασία πολλών χρήσεων |
chem. | Read label before use. | Διαβάστε την ετικέτα πριν από τη χρήση. |
med. | reagent intended for use on slides | αντιδραστήριο προορισμένο να χρησιμοποιηθεί σε αντικειμενοφόρες πλάκες |
social.sc., health. | recent current use | πρόσφατη τρέχουσα χρήση |
gen. | Recommendation concerning Safety in the Use of Asbestos | Σύσταση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση αμιάντου |
gen. | Recommendation concerning safety in the use of chemicals at work | Σύσταση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασία |
gen. | Recommendation of the Customs Cooperation Council concerning the use of a code for the representation of modes of transport | Σύσταση του Συμβουλίου Τελωνειακής Συνεργασίας σχετικά με τη χρησιμοποίηση ενός κώδικα για την περιγραφή των τρόπων μεταφοράς |
law, fin., polit. | Recommendation of the Customs Cooperation Council concerning the use of codes for the representation of data elements | Σύσταση του Συμβουλίου Τελωνειακής Συνεργασίας όσον αφορά τη χρήση κωδίκων για την παρουσίαση πληροφοριακών στοιχείων |
law | Recommendation regulating the use of personal data in the police sector | σύσταση που έχει ως στόχο να ρυθμίσει τη χρήση των προσωπικών δεδομένων από την αστυνομία |
anim.husb. | Rectal use | Ορθική χρήση |
chem. | registrant's own use | ιδία χρήση του καταχωρούντος |
law | regulation governing use of the mark | κανονισμός χρήσης του σήματος |
law, transp. | Regulations governing the reciprocal Use of Carriages and Brake-vans in international Traffic R.I.C. | Κανονισμός Αμοιβαίας Χρησιμοποίησης Αμαξών και Σκευοφόρων στη Διεθνή Κυκλοφορία |
law, transp. | Regulations governing the reciprocal Use of Wagons in international Traffic R.I.V. | κανονισμός αμοιβαίας χρησιμοποίησης βαγονιών σε διεθνή κυκλοφορία |
patents. | regulations governing use of the mark | κανονισμός χρήσης του σήματος |
gen. | Regulatory Committee on the Minimum Requirements for the Use by Workers of Individual Protection Equipment | επιτροπή κανονιστικής ρύθμισης σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη χρήση εξοπλισμού ατομικής προστασίας από τους εργαζόμενους |
tax., transp. | releasing goods for home use | διάθεση στην κατανάλωση |
gen. | to remove or neutralize substance use... | για την απομάκρυνση ή την εξουδετέρωση της ουσίας χρησιμοποιήστε....ΜΗ χρησιμοποιείτε νερό |
life.sc., construct. | reservoir regulation by combining maximum beneficial use and control of design flood | ρύθμισις υδροταμιευτήρος διά συνδυασμού μεγίστης επωφελούς χρήσεως και ελέγχου της κατά μελέτην πλημμύρας |
chem., el. | residential use | οικιακή χρήση |
anim.husb. | Respiratory use | Χρήση στο αναπνευστικό σύστημα |
social.sc. | response to drug use | μέτρα αντιμετώπισης της χρήσης ναρκωτικών |
construct. | revision of a land use plan | αναθεώρηση σχεδίου χρήσης γης |
law | right of use | δικαίωμα χρήσεως |
law, fin. | right of use | δικαίωμα εκμετάλλευσης |
law, fin. | right of use | δικαίωμα εκμετάλευσης |
law | right of use and consumption | δικαίωμα χρήσεως και καταναλώσεως |
law | right to prohibit the use of a subsequent trade mark | δικαίωμα απαγόρευσης της χρήσης πλέον πρόσφατου σήματος |
law | right to use immovable properties on a timeshare basis | δικαίωμα χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης |
law | rights revoked for lack of use | εκπίπτω των δικαιωμάτων μου λόγω ανεπαρκούς χρήσης |
law, fin. | royalty paid for the use of equipment | τέλος που καταβάλλεται για τη χρήση ενός εξοπλισμού |
med. | safe use of cosmetic products | ασφάλεια χρήσης των καλλυντικών |
hobby | safety line for use on recreational craft | σχοινί ασφαλείας για χρήση σε σκάφη αναψυχής |
life.sc. | seasonal consumptive use | εποχιακή εξατμισοδιαπνοή |
chem. | sector of use | τομέας χρήσης |
agric. | self propelled fork tedder for use in mountain areas | ξηραντικές μηχανές χόρτου με αυτοκινούμενες διχάλες για αγροκτήματα ορεινών περιοχών |
law | short-term agreement for use and occupation | σύμβαση παραχωρήσεως της χρήσεως που συνάπτεται για ορισμένο χρόνο |
earth.sc. | simultaneous use of ultrasonic waves | ταυτόχρονη χρήση υπερήχων |
hobby, nat.sc. | single-use camera | φωτογραφική μηχανή μιας χρήσεως |
hobby, nat.sc. | single-use camera | φωτογραφική μηχανή |
chem. | single-use cell | κυψελίδα μιας χρήσης |
med. | single-use device | ιατροτεχνολογικό προϊόν μίας χρήσης |
mater.sc., mech.eng. | single use valve | βαλβίδα μίας χρήσης |
agric. | skimmed milk for use as feeding stuff | αποκορυφωμένο γάλα που χρησιμοποιείται για τη διατροφή ζώων |
chem. | small stone for use in mosaics | κύβος για μωσαϊκά |
gen. | Solvent for parenteral use | Διαλύτης για παρεντερική χρήση |
chem., el. | special-use tariff | τιμολόγιο ανά χρήση |
agric. | specific aid for the use of arable land for non-food purposes | ειδική ενίσχυση για τη χρησιμοποίηση των αρόσιμων γαιών για μη γεωργικούς σκοπούς |
energ.ind. | Specific research and technological development programme in the field of energy-non-nuclear energies and rational use of energy 1989-92, J oint Opportunities for Unconventional or L ong-term Energy Supply | Ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης στον τομέα της ενέργειας-μη πυρηνικές πηγές ενέργειας και ορθολογική χρησιμοποίηση της ενέργειας1989-1992 |
construct. | stacking material for re-use | συσσωρευμένο υλικό |
patents. | to start or resume genuine use of the trade mark | πραγματική έναρξη ή επανάληψη της χρήσης του σήματος |
anim.husb. | Subconjunctival use | Υποεπιπεφυκωτική χρήση |
anim.husb. | Subcutaneous use | Υποδόρια χρήση |
law, tech. | suitability for use | καταλληλότητα χρήσης |
mater.sc. | suitable for use in tropical climates | κατάλληλος για χρήση σε τροπικά κλίματα |
life.sc., environ. | sustainable use | βιώσιμη χρήση |
nat.sc. | sustainable use | αυτοσυντηρούμενη χρησιμοποίηση |
anim.husb. | Teat use | Θηλαία χρήση |
nat.sc. | technological field of use | τεχνολογικός τομέας εφαρμογής |
law | ...that another Member State is making improper use of the powers provided for in... | ...ότι άλλο Kράτος μέλος ασκεί καταχρηστικώς τις εξουσίες που προβλέπονται σε... |
tech., met. | the brittle fracture behaviour was tested with the use of ISO specimens with a v-notch | η ευθραυστότητα δοκιμάστηκε με τη χρήση δοκιμίων 150 με εγκοπή σχήματος V |
gen. | the right to use a title or designatory letters | το δικαίωμα να κάνουν χρήση ενός τίτλου ή των ενδεικτικών του τίτλου γραμμάτων |
agric., met. | the use of stainless steel in all stages of milking | είσοδος του ανοξείδωτου χάλυβα σε όλα τα στάδια της γαλακτοπαραγωγής |
med. | therapeutic use | θεραπευτική χρήση |
med. | therapeutic use of foetal tissues | θεραπευτική χρήση εμβρυϊκών ιστών |
law | third parties making use of the partners'technology | χρήση της τεχνολογίας των συνεργαζομένων εταιρειών από τρίτους |
law | third party entitled to use a geographical name | τρίτος που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία |
mater.sc., met. | three-dimensional photoelasticity studies with the use of the frozen stress method | μελέτες φωτοελαστικότητας τρισδιάστατες με χρήση της μεθόδου των παγωμένων τάσεων |
social.sc., lab.law. | time use survey | μελέτη διάθεσης του χρόνου |
tech., food.ind. | tobacco for oral use | καπνός που λαμβάνεται από το στόμα |
anim.husb. | Transdermal use | Διαδερμική χρήση |
law | transmission and use of information | διαβίβαση και χρήση των πληροφοριών |
law | unauthorised use of the trade mark | χρήση του σήματος χωρίς σχετική άδεια |
law | unauthorized use of variety constituent | χρησιμοποίηση συστατικού άνευ σχετικής άδειας |
gen. | Unit for the Evaluation of Medicinal Products for Human Use | Μονάδα αξιολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων για ανθρώπινη χρήση |
gen. | Unplasticised polyvinyl chloride PVC moulded fittings for elastic sealing ring type joints for use pressure - Oven test | Χυτά εξαρτήματα από μη πλαστικοποιημένο χλωριούχο πολυβινύλιο PVC για σύνδεση με ελαστικό δακτύλιο και χρήση σε πίεση - Δοκιμή κλιβάνου |
gen. | to use all control rods ganged together | ομαδικός χειρισμός όλων των ράβδων ρυθμίσεως |
chem. | use and exposure category | κατηγορία χρήσης και έκθεσης |
law | use another language for all or part of the proceedings | χρήση ολικώς ή μερικώς μιας άλλης γλώσσας |
gen. | use appropriate containment to avoid environmental contamination | να χρησιμοποιηθεί κατάλληλο περίβλημα έτσι ώστε να αποφευχθεί μόλυνση του περιβάλλοντος |
gen. | use appropriate containment to avoid environmental contamination | Σ57 |
mater.sc. | use as is | χρησιμοποίηση ως έχει |
law, agric., food.ind. | "use by" date | τελική ημερομηνία ανάλωσης |
chem. | Use Category | κατηγορία χρήσης |
med. | use error | σφάλμα χρήσης |
chem. | Use explosion-proof electrical/ventilating/lighting/…/ equipment. | Να χρησιμοποιείται αντιεκρηκτικός ηλεκτρολογικός /εξαερισμού/φωτιστικός/…/ εξοπλισμός. |
chem. | Use … for extinction. | Χρησιμοποιήστε … για την κατάσβεση. |
agric., polit., food.ind. | use for non-food purposes | χρήση για σκοπούς εκτός της διατροφής |
gen. | use for which ores are intended | προορισμός των μεταλλευμάτων |
patents. | to use in advertising | χρησιμοποιώ στη διαφήμιση |
patents. | to use in the course of trade | xρησιμοποιώ στις συναλλαγές |
tech., mater.sc. | use limit | όρια χρησιμοποίησης |
law | use of a Community trade mark | χρήση του κοινοτικού σήματος |
gen. | use of a personal air sampler | χρήση ατομικού δειγματολήπτη αέρα |
agric. | use of agricultural raw materials for non-food uses | χρήση γεωργικών πρώτων υλών για σκοπούς άλλους από τη διατροφή |
med. | use of asbestos | χρησιμοποίηση του αμίαντου |
med. | use of computed tomography and magnetic resonance image | χρήση απεικόνισης με υπολογιστική τομογραφία και μαγνητική συντονισμού |
gen. | use of computers for management of interpreters and meeting rooms | χρήση της πληροφορικής στον τομέα της διοικητικής διαχείρισης των διερμηνέων και αιθουσών συνεδριάσεων |
med. | use of ct and mr image | χρήση απεικόνισης με υπολογιστική τομογραφία και μαγνητική συντονισμού |
gen. | use of data-processing applications | χρήστης πληροφορικής |
med. | use of dead human embryos for therapeutic purposes | θεραπευτική χρήση νεκρών ανθρώπινων εμβρύων |
med. | use of embryological materials for the manufacture of biological weapons | χρήση εμβρυϊκών υλικών για την παρασκευή βιολογικών όπλων |
med. | use of embryos for industrial purposes | βιομηχανική χρήση εμβρύων |
construct. | use of facilities method | μέθοδος χρήσεως των έργων |
law, immigr. | use of forged documents | χρήση πλαστών εγγράφων |
gen. | use of fund credit IMF | χρήση των πιστώσεων του ΔNTUSE OF FUND CREDIT |
med. | use of human foetuses in an industrial context | βιομηχανική χρήση ανθρώπινων εμβρύων |
construct., mun.plan. | use of land | χρήση γης |
construct., mun.plan. | use of land | εκμετάλλευση εδάφους |
earth.sc. | use of liquid chemical agents carried by a large volume of air | χρήση υγρών χημικών παραγόντων μεταφερομένων από μεγάλο όγκο αέρα |
med. | use of mineral waters | υδροθεραπεία,λουτροθεραπεία |
agric., construct. | use of sewage | χρησιμοποίηση υδάτων υπονόμων |
agric., construct. | use of sewage | χρησιμοποίηση υδάτων οχετών |
agric., construct. | use of sewage | χρήση ακάθαρτων νερών |
med. | use of stationary cells | χρησιμοποίηση στασίμων κυττάρων |
tech., patents. | use of stone for printing | λιθογραφία |
tech., met. | use of temperature-indicating colours | θερμοχρωμομετρική μέτρηση της θερμοκρασίας |
law | use of terms | ορολογία |
law | use of the licensed technology | χρησιμοποίηση της παραχωρούμενης τεχνολογίας |
law | use of the official language or languages | καθεστώς της επίσημης γλώσσας |
law | use of the trade mark with the consent of the proprietor | χρήση του σήματος με τη συγκατάθεση του δικαιούχου |
gen. | use only in well-ventilated areas | χρησιμοποιείται μόνο σε χώρους με πολύ καλό αερισμό |
gen. | use only in well-ventilated areas | Σ51 |
chem. | Use only non-sparking tools. | Να χρησιμοποιούνται μόνο εργαλεία που δεν παράγουν σπινθήρες. |
chem. | Use only outdoors or in a well-ventilated area. | Να χρησιμοποιείται μόνο σε ανοικτό ή καλά αεριζόμενο χώρο. |
chem. | Use personal protective equipment as required. | Χρησιμοποιείτε μέσα ατομικής προστασίας όταν απαιτείται. |
gen. | use reduced-sparking hand-tools | χρησιμοποιείτε εργαλεία με μικρή ικανότητα ανάπτυξης σπινθήρων |
law | use right | δουλεία |
tech., industr., construct. | use-surface | επιφάνεια χρήσης |
patents. | to use the Community trade mark in relation to part of the goods or services for which it is registered | χρησιμοποιώ το κοινοτικό σήμα για μέρος των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε |
law | use without due cause of the trade mark applied | χρησιμοποίηση χωρίς εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος |
life.sc. | valley consumptive use | εξατμισοδιαπνοή κοιλάδος |
med. | value for cropping and use | καλλιεργητική αξία και χρησιμότητα |
agric. | value for cultivation and use | αξία όσον αφορά την καλλιέργεια ή/και τη χρήση |
agric. | value for cultivation and use | αξία καλλιέργειας ή/και χρήσης |
agric. | value for cultivation and/or use | αξία καλλιέργειας ή/και χρήσης |
agric. | value for cultivation and/or use | αξία όσον αφορά την καλλιέργεια ή/και τη χρήση |
chem. | Warning! Contains cadmium. Dangerous fumes are formed during use. See information supplied by the manufacturer. Comply with the safety instructions. | Προσοχή! Περιέχει κάδμιο. Κατά τη χρήση αναπτύσσονται επικίνδυνες αναθυμιάσεις. Βλέπετε πληροφορίες του κατασκευαστή. Τηρείτε τις οδηγίες ασφαλείας. |
chem. | Warning! Do not use together with other products. May release dangerous gases chlorine. | Προσοχή! Να μην χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα προϊόντα. Μπορεί να ελευθερωθούν επικίνδυνα αέρια χλώριο. |
anim.husb. | Water borne use | Διυδατική χρήση |
life.sc., environ., agric. | water use efficiency | απόδοσις χρήσεως ύδατος |
gen. | water use efficiency | υδραυλική απόδοσις αρδεύσεως |
nat.sc., life.sc. | water-use ratio | συντελεστής διαπνοής |
gen. | waxed paper stencil for use in duplicators | μεμβράνηστένσιλπολυγράφου |
gen. | waxed paper stencil for use in duplicators | μεμβράνη επιστρωμένη με στρώμα κεριού για πολύγραφους |
patents. | while being aware of the use of a later Community trade mark | γνωρίζοντας άν και εγνώριζε τη χρήση μεταγενέστερου κοινοτικού σήματος |
construct., law, fin. | White Paper on the legal obstacles to the use of the ecu | Λευκό βιβλίο σχετικά με τα νομικά εμπόδια κατά τη χρησιμοποίηση του Ecu |
chem. | wide dispersive use | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρύτερου κοινού |
chem. | wide dispersive use | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρέος κοινού |
chem. | wide dispersive use | διάχυτη χρήση |
chem. | widespread dispersive use | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρέος κοινού |
chem. | widespread dispersive use | χρήση που συνεπάγεται έκθεση του ευρύτερου κοινού |
chem. | widespread dispersive use | διάχυτη χρήση |
anim.husb. | Wing-web-stab use | Χορήγηση με νύγμα πτέρυγας |
social.sc. | Working Party on Development and Use of the French Language | Ομάδα Εργασίας "Ανάπτυξη και Χρήση της Γαλλικής Γλώσσας" |
gen. | Working Party on Dual-Use Goods | Ομάδα "Αγαθά διπλής χρήσης" |
gen. | Wrought aluminium alloys for use in shipbuilding | Εξελασμένα κράματα αλουμινίου για ναυπηγική χρήση |
construct. | zone defined by category of land use | ταξινόμηση περιοχών ανάλογα με τη χρήση γης |
construct. | zone use plan | σχέδιο χρήσης γης |