Subject | English | Greek |
transp., avia. | air route traffic control centre | κέντρο ελέγχου κυκλοφορίας αεροπορικών οδών |
transp., avia. | air traffic control | έλεγχος της εναέριας κυκλοφορίας |
econ. | air traffic control | έλεγχος εναέριου χώρου |
transp., polit. | Air Traffic Control/Air Land System | ΄Ελεγχος της εναέριας κυκλοφορίας/Σύστημα αέρος-εδάφους |
transp. | air traffic control authority | αρχή ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας |
transp., avia. | air-traffic control center | κέντρο ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp., avia. | air-traffic control centre | κέντρο ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp. | air traffic control centre | Κέντρο Ελέγχου της Εναέριας Κυκλοφορίας |
commer., transp., avia. | air traffic control clearance | εξουσιοδότηση ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp., avia. | air traffic control communication | επικοινωνία ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp. | Air Traffic Control Directorate | διεύθυνση ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp., avia. | air traffic control instruction | οδηγία ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp., avia. | air traffic control service | έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας |
transp., avia. | air traffic control service | υπηρεσία ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp., avia. | air traffic control service | εξυπηρέτηση ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp. | air traffic control transponder | πομποδέκτης ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
commun., transp. | air traffic control transponder | πομποδέκτης ATC |
commun., transp. | air traffic control transponder | πομποδέκτης ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp., avia. | air traffic control unit | μονάδα ΕΕΚ |
transp., avia. | air traffic control unit | μονάδα ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας |
transp. | airport terminal air traffic control | έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας του αερολιμένα |
commun., transp. | area traffic control | ρύθμιση κυκλοφορίας ευρύτερης περιοχής |
transp. | central freight traffic control | κεντρική διεύθυνση της εμπορευματικής κίνησης |
transp. | central freight traffic control | κεντρική διαχείριση της εμπορευματικής κυκλοφορίας |
el. | centralised traffic control | κεντρικός τηλεχειρισμός κυκλοφορίας |
transp. | centralized traffic control | κεντρικός έλεγχος της κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών |
el. | centralized traffic control | κεντρικός τηλεχειρισμός κυκλοφορίας |
commun., transp. | closed-loop traffic control system | σύστημα ρύθμισης κυκλοφορίας κλειστού κυκλώματος |
commun. | electric traffic control equipment | ηλεκτρικός εξοπλισμός ελέγχου κυκλοφορίας |
commun. | electric traffic control equipment | ηλεκτρική συσκευή για τις γραμμές συγκοινωνίας |
transp., polit. | European Air Traffic Control Harmonization and Integration Programme | Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Εναρμόνισης και Ολοκλήρωσης του Ελέγχου της Εναέριας Κυκλοφορίας |
transp., polit. | European Air Traffic Control Organization | Ευρωπαϊκός οργανισμός για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας |
commun., transp. | freight traffic control | διαχείριση της εμπορευματικής κυκλοφορίας |
transp. | freight traffic control centre | κεντρικό όργανο διαχείρισης της εμπορευματικής κίνησης |
transp. | integrated freight traffic control | κεντρική διαχείριση της εμπορευματικής κυκλοφορίας |
transp. | integrated freight traffic control | κεντρική διεύθυνση της εμπορευματικής κίνησης |
IT, transp. | real time traffic control | ρύθμιση κυκλοφορίας σε πραγματικό χρόνο |
gen. | single management centre for air traffic control | ενιαίο κέντρο διαχείρισης για τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας |
environ. | traffic control The organization of a more efficient movement of traffic within a given road network by rearranging the flows, controlling the intersections and regulating the times and places for parking | ρύθμιση έλεγχος της κυκλοφορίας |
transp. | traffic control | κυκλοφοριακή ρύθμιση |
transp. | traffic control | έλεγχος κυκλοφορίας τρένων |
transp. | traffic control | έλεγχος της κίνησης |
environ. | traffic control | ρύθμιση έλεγχος της κυκλοφορίας |
environ. | traffic control | ρύθμιση έλεγχος της κυκλοφορίας |
commun., transp. | traffic control | ρύθμιση της κυκλοφορίας |
econ. | traffic control | έλεγχος της κυκλοφορίας |
transp. | traffic control and assistance | κυκλοφοριακή ρύθμιση και βοήθεια |
el. | traffic control apparatus for airports | συσκευή ελέγχου κυκλοφορίας αερολιμένων |
transp. | traffic control device | σήμανσις |
transp., avia. | traffic control facilities | διευκολύνσεις εναέριας κυκλοφορίας |
commun., transp. | traffic control installation | εγκατάσταση ρύθμισης της κυκλοφορίας |
environ. | traffic control measure | μέτρο για τον έλεγχο της κυκλοφορίας |
environ. | traffic control measure Means of controlling the number and speed of motorvehicles using a road | μέτρο για τον έλεγχο της κυκλοφορίας |
commun., transp. | traffic control program | πρόγραμμα ρύθμισης της κυκλοφορίας |
commun., transp. | traffic control program | πρόγραμμα κυκλοφοριακού ελέγχου |
transp. | traffic control signals | σήματα ελέγχου θαλάσσιας κυκλοφορίας |
commun. | traffic control system | σύστημα ρύθμισης κίνησης |
transp. | train traffic control system | σύστημα ελέγχου της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας |
IT, transp. | urban traffic control | σύστημα καθολικής ρύθμισης αστικής κυκλοφορίας |