Subject | English | Greek |
gen. | Additional Protocol to the Europe Agreement on trade in textile products between the European Community and the Republic of Bulgaria | Πρόσθετο πρωτόκολλο της ευρωπαϊκής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας για το εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
gen. | Adhesion strength of vulcanised rubbers to textile fabrics | Αντοχή εις πρόσφυσιν βουλκανισμένων ελαστικών επί υφασμάτων |
agric. | Advisory Committee on Non-Food and Textile Crops | Συμβουλευτική Επιτροπή Καλλιεργειών Μη Εδώδιμων Προϊόντων και Ινών |
market. | Agreement between the European Community and state on trade in textile products | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καιόνομα χώραςγια το εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
textile | Agreement between the European Community and the Republic of Serbia on trade in textile products | σύναψη συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Σερβίας για το εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
interntl.trade., textile | Agreement on Textiles and Clothing | Συμφωνία για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα είδη ένδυσης |
fin., industr. | Agreement on Textiles and Clothing | συμφωνία για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης |
commer., textile | Agreement on Textiles and Clothing | Συμφωνία για τα κλωστοϋφαντουργικά προïόντα και τα είδη ένδυσης |
environ. | animal textile fibre A filament or threadlike strand derived from animals that manufacturers use to produce clothes or other goods that require weaving, knitting or felting, which include silk, wool, mohair and other forms of animal hair | ζωική υφαντική ίνα |
environ. | animal textile fibre | ζωική υφαντική ίνα |
fin., industr. | Arrangement regarding International Trade in Textiles | διακανονισμός για το διεθνές εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών |
interntl.trade., textile | Arrangement regarding International Trade in Textiles | Συμφωνία πολυϊνών' Συμφωνία για το διεθνές εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών; Διακανονισμός σχετικά με το διεθνές εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών |
fin., industr. | Arrangement regarding International Trade in Textiles | Διακανονισμός της Γενεύης |
industr. | article of worn clothing or other worn textile article | μεταχειρισµένα ενδύµατα και άλλα µεταχειρισµένα είδη |
industr. | base of a textile product | ύφανσιμο προϊόν ενίσχυσης |
interntl.trade., textile | binary textile fibre mixture | διμερές μείγμα ινών |
industr. | binary textile fibre mixture | δυαδική ανάμειξη υφανσίμων ινών |
tech., industr., construct. | bonded-pile textile floor covering | μπόντεντ |
tech., industr., construct. | bonded-pile textile floor covering | χαλί συγκολλημένου πέλους |
tech., industr., construct. | braided textile floor covering without pile | πλεκτό χαλί χωρίς πέλος |
industr., construct. | bundle of textile rovings | δέσμη υφαντικών φυτιλιών |
textile | clothing, travel goods, handbags or other textile or leather goods | ενδύματα, υποδήματα, καλύμματα, δερμάτινα είδη και κάθε κατασκευή ή εξοπλισμός |
industr., construct. | colour fastness of textiles | σταθερότητα χρωματισμών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
polit., textile | Committee for Directives relating to Textile Names and Labelling | Επιτροπή για τον τομέα των οδηγιών των σχετικών με τις ονομασίες και την επισήμανση των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
polit., textile | Committee for Directives relating to Textile Names and Labelling | Επιτροπή για τον τομέα τον οδηγιών των σχετικών με τις ονομασίες και την επισήμανση των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
industr. | Committee for the adaptation of methods of textile analysis to developments in technology | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο των μεθόδων αναλύσεως στον τομέα των υφανσίμων |
environ., textile | Committee for the Adaptation to Scientific and Technical Progress of the Directives on Methods of Textile Analysis | Επιτροπή προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Μέθοδοι Αναλύσεως στον Τομέα των Υφανσίμων |
industr. | Committee of the Cotton and Allied Textile Industries of the EEC | επιτροπή βάμβακος και συναφών κλωστοϋφαντουργικών βιομηχανιών της ΕΟΚ |
fin., industr. | Committee of the Wool Textile Industry of the EEC | Επιτροπή βιομηχανίας υφαντουργικών προϊόντων |
polit. | Committee on common rules for imports of textile products from certain third countries autonomous regime | Επιτροπή για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων που προέρχονται από ορισμένες τρίτες χώρες αυτόνομο καθεστώς |
gen. | Committee on common rules for imports of textile products from certain third countries not covered by bilateral agreements, protocols or other arrangements | Επιτροπή για τους κοινούς κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς |
polit., textile | Committee on directives relating to textile names and labelling | Επιτροπή για τον τομέα των οδηγιών των σχετικών με τις ονομασίες και την επισήμανση των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
polit., textile | Committee on directives relating to textile names and labelling | Επιτροπή για τον τομέα τον οδηγιών των σχετικών με τις ονομασίες και την επισήμανση των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
fin., tax. | Committee on Economic Outward Processing Arrangements for Textiles | επιτροπή οικονομικού καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεισαγωγή στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών |
polit., fin., textile | Committee on Economic Outward Processing Arrangements for Textiles | Επιτροπή Οικονομικού Καθεστώτος Τελειοποιήσεως προς Επανεισαγωγή για τα Κλωστο- ϋφαντουργικά |
gen. | Committee on economic outward processing arrangements for textiles | Επιτροπή οικονομικού καθεστώτος παθητικής τελειοποίησης, στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών |
industr. | Community initiative for regions heavily dependent on the textiles and clothing sector | κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών και ειδών ένδυσης |
industr., construct. | Community initiative for regions heavily dependent on the textiles and clothing sector | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών και ειδών ένδυσης |
gen. | Community Initiative for Regions Heavily Dependent on the Textiles and Clothing Sector | Κοινοτική πρωτοβουλία που αφορά τις περιφέρειες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών και των ειδών ένδυσης |
market. | Community textile quota | κοινοτική ποσόστωση στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας |
industr., construct. | continuous textile glass fibres | συνεχείς υφαντικές ίνες από γυαλί |
textile | Co-ordinating Committee for the Textile Industries in the EEC | Συντονιστική Επιτροπή των Κλωστοϋφαντουργικών Βιομηχανιών της ΕΟΚ |
industr. | Coordination Committee for the Textile Industries of the EEC | Επιτροπή Συντονισμού των Κλωστοϋφαντουργικών Βιομηχανιών της ΕΟΚ |
industr., construct. | cotton textile | υφαντική του βαμβακιού |
industr. | covered textile fabric | επικαλυμμένο ύφασμα |
interntl.trade. | Decision on notification of first integration under article 2.6 of the Agreement on Textiles and Clothing | Απόφαση για τη γνωστοποίηση της πρώτης ενσωμάτωσης στο πλαίσιο του άρθρου 2 παράγραφος 6 της Συμφωνίας για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα είδη ένδυσης |
gen. | Designation of the direction of twist in textile yarns | Χαρακτηρισμός διευθύνσεως συστροφής νημάτων |
industr., construct. | discontinuous textile glass fibres | μη συνεχείς υφαντικές ίνες από γυαλί |
tech., industr., construct. | equipment for heat treatment for synthetic textiles | εξοπλισμός θερμής επεξεργασίας υφασμάτων από συνθετικές ίνες |
industr., polit. | European Association for Textile Polyolefins | Ευρωπαϊκή Ενωση για κλωστοϋφαντουργικά από πολυολεφίνες |
industr., polit. | European Association for Textile Polyolefins | Ευρωπαϊκή ένωση υφασμάτων από πολυολεφίνες |
social.sc. | European Association for Textile Polyolefins | Ευρωπαϊκή Ενωση για τις Κλωστοϋφαντουργικές Πολυολεφίνες |
industr., polit. | European Association for Textiles Polyolefin | Ευρωπαϊκή Ενωση για κλωστοϋφαντουργικά από πολυολεφίνες |
industr., polit. | European Association for Textiles Polyolefin | Ευρωπαϊκή ένωση υφασμάτων από πολυολεφίνες |
textile | European Textile and Clothing Observatory | Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα κλωστοϋφαντουργικά και τα είδη ένδυσης |
industr., polit. | European Textile and Clothing Observatory | Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Υφαντουργικά και τα Είδη ΄Ενδυσης |
industr. | Federation of Danish Textile and Clothing Industries | Ομοσπονδία δανικών επιχειρήσεων των κλάδων κλωστοϋφαντουργίας και ενδύματος |
industr. | Federation of the Italian Association of the textile industry | Ομοσπονδία Ιταλικών Ενώσεων της Βιομηχανίας Κλωστοϋφαντουργικών Προϊόντων |
industr., construct. | finishing department of textile mill | τμήμα φινιρίσματος σε υφαντουργική μονάδα |
tech., industr., construct. | flocked pile textile floor covering | φλοκωτό χαλί |
gen. | Hose of textile reinforced thermoplastics | Σωλήνες από θερμοπλαστικά υλικά, ενισχυμένοι με πλέξεις από νήματα |
industr. | impregnated textile fabric | εμποτισμένο ύφασμα |
textile | Initiative concerning the modernization of the Portuguese textile and clothing industry | Πρωτοβουλία που προορίζεται για τον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργίας-ένδυσης της Πορτογαλίας |
textile | International Textile Manufacturers Federation | Διεθνής Ομοσπονδία Κλωστοϋφαντουργικών Βιομηχανιών |
interntl.trade., textile | International Textiles and Clothing Bureau | Διεθνές Γραφείο Κλωστοϋφαντουργικών και Ενδυμάτων; Διεθνές γραφείο κλωστοϋφαντουργίας και ιματισμού ; Διεθνές Γραφείο Κλωστοϋφαντουργικών και Ενδυμάτων |
industr. | Ivory Coast Textile Development Company | Εταιρεία της Ακτής του Ελεφαντοστού για την Ανάπτυξη των Κλωστοϋφαντουργικών |
textile | Joint Committee of the Textile Finishing Industry in the EC | Ηνωμένες Επιτροπές της Φινιριστικής Βιομηχανίας στην ΕΟΚ |
fin., polit., textile | Joint Committee on the Agreement between Switzerland and the EEC on the Processing Traffic in Textiles | Μικτή Επιτροπή της Συμφωνίας Ελβετίας-ΕΟΚ για τη Διακίνηση Εμπορευμάτων για Τελειοποίηση στον Κλάδο της Κλωστοϋφαντουργίας |
fin. | Joint Committee on the Agreement between Switzerland and the EEC on the Processing Traffic in Textiles | μεικτή επιτροπή της συμφωνίας ΕΟΚ-Ελβετίας για τη διακίνηση εμπορευ- μάτων για τελειοποίηση στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας |
industr., construct. | jute textile industry | υφαντουργική βιομηχανία γιούτας |
tech., industr., construct. | knitted textile floor covering with pile | χαλί με πλεκτή τούφα |
tech., industr., construct. | knitted textile floor covering without pile | επικάλυψη δαπέδου με πλεκτά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα χωρίς πέλος |
industr. | laminated textile fabric | ύφασμα με απανωτές στρώσεις |
industr., construct. | layer of carded textile fibres | φύλλο λαναρισμένων υφαντικών ινών |
textile | Long-Term Agreement regarding International Trade in Cotton Textiles | μακροπρόθεσμη συμφωνία για τις διεθνείς συναλλαγές των προϊόντων βάμβακος' μακροπρόθεσμη συμφωνία |
industr., construct. | machine for extruding man-made textiles | μηχανή νηματοποίησης των συνθετικών ή τεχνητών υφαντικών υλών |
commun. | machine for glueing strips of paper or textile on to loose pages | μηχανή τοποθέτησης μικρών ταινιών |
industr., construct. | machine for planting teeth in textile card clothing | μηχανή καθαρισμού των λαναρών μέσα στο ύφασμα της λανάρας |
industr. | machine for preparing textile yarn | μηχανή για το ξετύλιγμα των υφαντικών υλών |
industr., construct. | machine for the preparation of textile fibres | μηχανή προετοιμασίας κλωστοϋφαντουργικών ινών |
gen. | Machine-made textile floor coverings - Determination of mass per unit area | Μηχανοποίητα καλύμματα δαπέδων - Προσδιορισμός μάζης ανά μονάδα επιφανείας |
industr., construct. | manufacture of household textiles and other made-up textile goods,outside weaving-mills | ραφή διαφόρων άλλων υφαντουργικών ειδών,εκτός ύφανσης |
industr., construct. | manufacture of textile machinery and accessories | κατασκευή υφαντουργικών μηχανημάτων και των εξαρτημάτων τους.Κατασκευή ραπτομηχανών |
textile | Memorandum of Understanding between the European Community and the Arab Republic of Egypt on trade in textile products | Μνημόνιο Συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου για το εμπόριο των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
industr., construct. | metallised textile | νήμα από μέταλλο συνδυασμένο με νήμα από υφαντικές ύλες |
industr., construct. | miscellaneous textile industries | διάφορες άλλες υφαντουργικές βιομηχανίες |
industr., construct. | mixed textile product | σύμμικτο κλωστοϋφαντουργικό προϊόν |
tech., industr., construct. | non-textile backing | μη κλωστοϋφαντουργική βάση |
fin., polit. | non-textile glass fibres | ίνες από γυαλί μη υφανικές |
industr., construct. | non-textile glass fibres in flock | μη υφαντικές ίνες από γυαλί σε νιφάδες |
med. | nonwoven textile | μη υφασμένο |
agric., construct. | other textile crops | λοιπά κλωστικά φυτά |
environ. | plant textile fibre | φυτική υφαντική ίνα |
environ. | plant textile fibre Natural textile fibres of vegetal origin | φυτική υφαντική ίνα |
industr. | Programme for the modernization of the Portuguese textile and clothing industry | πρόγραμμα για τον εκσυγχρονισμό της κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας και της βιομηχανίας ενδύσεως στην Πορτογαλία |
gen. | Protocol extending the Arrangement regarding International Trade in Textiles | Πρωτόκολλο για την παράταση του Διακανονισμού που αναφέρεται στο διεθνές εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών |
law, industr., construct. | Protocol maintaining in force the Arrangement regarding international trade in textiles, Geneva | Πρωτόκολλο για την εξακολούθηση της ισχύος της συμφωνίας για το διεθνές εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών,Γενεύη |
mun.plan., construct. | PVC surfaced textile covering | επένδυση από υφαντό με επιφάνεια PVC |
industr., construct. | reinforced textile | συνθετικός ιστός |
industr., construct. | reinforced textile | συνθετικό ύφασμα |
gen. | Research Institute for Cotton and Exotic Textiles | Ινστιτούτο Ερευνών για το Βαμβάκι και τις Υφαντικές Υλες των Εξωτικών Χωρών |
industr., construct. | ring spindle %RF Suppa,Textile Gloss | άτρακτος κλώστριας δακτυλιδιού |
industr. | rubberised textile fabric | ύφασμα συνδυασμένο με καουτσούκ |
industr., construct. | rubberized textile fabric | ύφασμα συνδυασμένο με καουτσούκ |
industr., construct. | rubberized textile fabric | ύφασμα επιχρισμένο με καουτσούκ |
textile | Specific programme for the modernisation of the Portuguese textile and clothing industry | Ειδικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της πορτογαλικής βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ειδών ένδυσης |
industr., construct. | specific programme for the modernization of the Portuguese textile and clothing industry | ειδικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων-ειδών ένδυσης |
industr., construct. | support of textile fabric | υπόθεμα από υφαντικές ύλες |
transp., industr., construct. | suspended textile material | αιωρούμενο κλωστοϋφαντουργικό υλικό |
environ. | synthetic textile fibre An artificially produced filament or threadlike strand used by manufacturers to produce clothes or other goods that require weaving, knitting or felting, including polyester, nylon, rayon and other similar material | συνθετική υφαντική ίνα |
environ. | synthetic textile fibre | συνθετική υφαντική ίνα |
industr. | technical textile | τεχνικό ύφασμα |
industr. | technical textile | κλωστοϋφαντουργικό είδος για τεχνικές χρήσεις |
industr., construct. | test to detect changes in the dimensions of textile samples | δοκιμή που προορίζεται για τη μέτρηση των αλλαγών των διαστάσεων στα υφάσματα |
gen. | textile area | κλωστοϋφαντουργική περιοχή |
industr. | textile article for industrial use | τεχνικό ύφασμα |
industr. | textile article for industrial use | κλωστοϋφαντουργικό είδος για τεχνικές χρήσεις |
industr., construct. | textile auxiliary | βοηθητικά υλικά κλωστοϋφαντουργίας |
industr. | textile backing | υπόστρωμα από ύφασμα |
industr., construct. | textile backing | επένδυση από ύφασμα |
construct. | textile bag filter | φίλτρο σκόνης |
industr. | textile bast fibre | υφαντική ίνα που προέρχεται από βίβλο |
industr., construct. | textile bast fibre | υφαντική ίνα η οποία προέρχεται από τον εσωτερικό φλοιό ορισμένων φυτών |
industr. | textile bast fibre | υφαντική ίνα που προέρχεται από το εσωτερικό του φλοιού |
industr. | textile bast fibre | ίνα που προέρχεται από το εσωτερικό του φλοιού βίβλου |
industr. | textile bonding | κλωστοϋφαντουργία |
industr. | Textile Committee | Επιτροπή Κλωστοϋφαντουργικών |
polit. | Textile Committee conventional regime | Επιτροπή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων συμβατικό καθεστώς |
gen. | Textile Committee conventional regime | Επιτροπή κλωστοϋφαντουργικών συμβατικό καθεστώς |
polit. | Textile Committee | Επιτροπή για τη θέσπιση κοινών κανόνων για τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων που προέρχονται από ορισμένες τρίτες χώρες αυτόνομο καθεστώς |
gen. | Textile Committee autonomous regime | Επιτροπή για τους κοινούς κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς |
stat., agric. | textile crop | κλωστικά φυτά |
gen. | textile crop | κλωστικό φυτό |
industr., construct., chem. | textile cuttings | υφασμάτινα τεμάχια |
mun.plan. | textile duster | ξεσκονόπανο |
mun.plan. | textile duster | μάκτρο από ύφασμα |
construct. | textile fabrics | γεωυφάσματα |
industr., construct. | textile fibre | υφάνσιμη ίνα |
econ., industr., construct. | textile fibre | κλωστοϋφαντουργική ίνα |
agric., industr. | textile fibre | φυτική υφαντική ίνα |
industr., construct., chem. | textile fibre | ίνα κλωστοϋφαντουργίας |
econ. | textile fibre | υφάνσιμες ίνες |
agric., industr. | textile fibre | φυτική κλωστική ίνα |
industr. | textile fibre of the genus Agave | υφαντική ίνα του είδους Agave |
industr., construct. | textile fibres in the mass | υφαντικές ίνες σε μάζες |
stat., industr., construct. | textile finishing | φινίρισμα κλωστοϋφαντουργικό |
stat., industr., construct. | textile finishing | βιομηχανία επεξεργασίας υφασμάτων |
textile | textile finishing services | κλωστοϋφαντουργικές υπηρεσίες φινιρίσματος |
agric., industr. | textile flax | λίνο υφαντουργίας |
agric., industr. | textile flax | υφαντικό λίνο |
agric., industr. | textile flax | κλωστικό λίνο |
industr., construct. | textile flock | χνούδι από την επεξεργασία υφασμάτων |
industr., construct. | textile flock | υφαντικό γνάφαλοfloc textile |
tech., textile | textile floor covering | επένδυση δαπέδου από κλωστοϋφαντουργικό υλικό |
tech., industr., construct. | textile floor covering with knotted pile carpet | χαλί με πέλος δεμένο με κόμπους |
tech., industr., construct. | textile floor covering with needled pile | χαλί με βελονιασμένο πέλος |
tech., industr., construct. | textile floor covering with pile | μοκέτα |
tech., industr., construct. | textile floor covering with stitched-on pile | χαλί με φυτευτό πέλος |
tech., industr., construct. | textile floor covering without pile | επικάλυψη δαπέδου με κλωστοϋφαντουργικό προϊόν χωρίς πέλος |
tech., industr., construct. | textile floor covering without pile formed of bonded textile material | επικάλυψη δαπέδου χωρίς πέλος από μη υφάνσιμα κλωστοϋφαντουργικά υλικά |
industr., construct. | textile gauze | ύφασμα |
industr., construct. | textile gauze | οθόνη από υφαντική ύλη |
textile | textile glass | υφαντική ίνα από γυαλί |
industr., construct., chem. | textile glass continuous filament yarn | νήμα από συνεχείς ίνες υάλου |
chem. | textile glass fabric | ύφασμα από γυάλινες ίνες |
textile | textile glass fibre | υφαντική ίνα από γυαλί |
industr., construct., met. | textile glass fibre | υαλόνημα |
industr., construct. | textile glass fibres | υφαντικές ίνες γυαλιών |
chem. | textile glass mat | ύφανση γυάλινων ινών χωρίς πλέξη |
industr., construct., chem. | textile glass prepreg | Mασούρι υαλονήματος |
industr., construct., chem. | textile glass staple fibre | υαλοβάμβακας |
industr., construct., chem. | textile glass staple fibre | ίνες υάλου |
industr., construct., met. | textile glass staple fibre product | υφαντουργική υαλοΐνα για παραγωγή υφάσματος |
industr., construct., chem. | textile glass tube | Σωλήνας από υαλο-ύφασμα |
agric. | textile hemp | υφαντική κάνναβη |
agric. | textile hemp | κάνναβη υφαντουργίας |
environ. | textile industry Industry for the production of fabrics | κλωστοϋφαντουργία |
econ. | textile industry | κλωστοϋφαντουργία |
ed. | Textile Industry Training Board | ίδρυμα για την προώθηση της επαγγελματικής κατάρτισης στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας |
IT, textile | textile information system | σύστημα πληροφόρησης κλωστοϋφαντουργικών |
industr., construct., chem. | textile laminate | επικολλητό ύφασμα |
chem. | textile lubricating preparation | λιπαντικό παρασκεύασμα για τη κατεργασία των υφαντικών υλών |
chem. | textile lubrication | επεξεργασία με λάδι ή με λίπος των υφαντικών υλών |
econ. | textile machine | μηχάνημα κλωστοϋφαντουργίας |
textile | textile names | ονομασίες των υφανσίμων |
gen. | textile negotiations | διαπραγματεύσεις για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα |
econ. | textile plant | κλωστικό φυτό |
nat.res., industr. | textile plant | υφαντικό φυτσ |
environ. | textile plant Plant producing material suitable to be made into cloths | κλωστικό φυτό |
nat.sc., agric. | textile plant | υφαντικό φυτό |
nat.res., industr. | textile plant | ινώδη φυτά |
agric. | textile plant harvesting | συγκομιδή φυτών παραγωγής ινών |
chem. | textile printing | εκτύπωση των υφασμάτων |
econ. | textile product | κλωστοϋφαντουργικό προϊόν |
market. | textile protocol | πρωτόκολλο κλωστοϋφαντουργίας |
industr. | textile pulp | κλωστοϋφαντουργικός πολτός |
industr. | textile reeling machine | μηχανή για την περιτύλιξη σε πηνεία |
industr., construct. | textile spinning can | δοχείο κλωστηρίων |
industr., construct. | textile stuffed with wadding | παραγέμισμα από ύφασμα |
environ. | textile technology | τεχνολογία κλωστουφαντουργίας |
industr., construct. | textile testing machine | μηχανή για δοκιμές υφαντικών υλών |
textile | textile weaving loom | αργαλειός ύφανσης |
textile | textile weaving loom | αργαλειός υφαντικών υλών |
industr. | textile winding machine | μηχανή για την περιτύλιξη σε πηνεία |
industr., construct. | textile yarn | υφαντικό νήμα |
industr., construct. | textile yarn combined with metal thread or strip | υφαντικό νήμα στριμμένο με μεταλλικά νήματα |
industr., construct. | textile yarn covered with metal | επιμεταλλωμένο υφαντικό νήμα |
industr., construct. | textile yarn spun with metal | υφαντικό νήμα περιελιγμένο με μεταλλικό νήμα |
industr., construct. | textile yarn,fabrics,made-up articles,not elsewhere specified and related products | υφαντικά νήματα,υφάσματα,έτοιμα υφαντικά προϊόντα,μ.α.κ.,και συναφή προϊόντα |
gen. | textiles anti-fraud initiative | πρωτοβουλία κατά της απάτης στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα |
gen. | textiles anti-fraud initiative | ΤΑFI |
industr. | Textiles, Clothing and Footwear Plan | σχέδιο στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών, των ειδών ένδυσης και των υποδημάτων |
interntl.trade., textile | Textiles Monitoring Body | Εποπτικό 'Οργανο Κλωστοϋφαντουργικών Προϊόντων |
fin., industr. | Textiles Monitoring Body | εποπτικό όργανο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων |
fin., industr. | Textiles Surveillance Body | όργανο επιτήρησης κλωστοϋφαντουργικών |
interntl.trade., textile | Textiles Surveillance Body | ´Οργανο Εποπτείας Κλωστοϋφαντουργικών |
econ., market. | Textiles Surveillance Body | 'Οργανο Επιτήρησης των Κλωστοϋφαντουργικών |
industr., construct. | top roll for wet textiles | πιεστικός κύλινδρος για βρεγμένα υφάσματα |
industr. | tufted textile fabric | θυσανωτό ή φλοκωτό ύφασμα |
industr. | tufted textile fabric | είδος κορδελοποιΐας |
tech., industr., construct. | tufted textile floor covering with pile | χαλί με φυτευτή τούφα |
industr. | underlying material of a textile product | ύφανσιμο προϊόν ενίσχυσης |
unions., industr. | Union of Textile Industries | ένωση των βιομηχανιών του υφάσματος |
industr., construct. | vegetable textile yarn | νήμα από φυτικές υφαντικές ίνες |
tech., industr., construct. | wall-to-wall textile floor covering | επικάλυψη δαπέδου με κλωστοϋφαντουργικό προϊόν από τοίχο σε τοίχο |
environ. | wastes from processed mixed textile fibres | Απόβλητα από κατεργασμένες μικτές υφαντουργικές ίνες |
environ. | wastes from processed textile fibres mainly of animal origin | Απόβλητα από μη κατεργασμένες υφαντουργικές ίνες κυρίως ζωικής προέλευσης |
environ. | wastes from processed textile fibres mainly of artificial or synthetic origin | Απόβλητα από μη κατεργασμένες υφαντουργικές ίνες κυρίως τεχνητής ή συνθετικής προέλευσης |
environ. | wastes from processed textile fibres mainly of vegetable origin | Απόβλητα από μη κατεργασμένες υφαντουργικές ίνες κυρίως φυτικής προέλευσης |
environ. | wastes from textile cleaning and degreasing of natural products | Απόβλητα από τον καθαρισμό υφασμάτων και την απολίπανση φυρικών προϊόντων |
environ. | wastes from textile cleaning and degreasing of natural products | απόβλητα από τον καθαρισμό υφασμάτων και την απολίπανση φυσικών προϊόντων |
environ. | wastes from textile industry | Απόβλητα από τη βιομηχανία υφαντουργίας |
environ. | Wastes from the leather and textile industries | Απόβλητα από τις βιομηχανίες δέρματος και υφαντουργίας |
environ. | wastes from the leather and textile industries | απόβλητα από τις βιομηχανίες δέρματος και υφαντουργίας |
environ. | wastes from the leather, fur and textile industries | απόβλητα από τις βιομηχανίες δέρματος και υφαντουργίας |
environ. | wastes from the textile industry | απόβλητα από τη βιομηχανία υφαντουργίας |
environ. | wastes from unprocessed mixed textile fibres before spinning and weaving | Απόβλητα από μη κατεργασμένες μικτές υφαντουργικές ίνες πριν την περιδίνηση και την ύφανση |
environ. | wastes from unprocessed textile fibres and other natural fibrous substances mainly of vegetable origin | Απόβλητα από μη κατεργασμένες υφαντουργικές ίνες και άλλες φυσικές ινώδεις ουσίες κυρίως φυτικής προέλευσης |
environ. | wastes from unprocessed textile fibres mainly artificial or synthetic | Απόβλητα από μη κατεργασμένες υφαντουργικές ίνες κυρίως τεχνητές ή συνθετικές |
environ. | wastes from unprocessed textile fibres mainly of animal origin | Απόβλητα από μη κατεργασμένες υφαντουργικές ίνες κυρίως ζωικής προέλευσης |
industr., construct. | wire for making textile loom healds | σύρμα για πλαίσια αργαλειών |
industr., construct. | wool textile producer | επιχείρηση κατασκευής μάλλινων υφασμάτων |
interntl.trade., textile | Working Group of the Textiles Committee on Adjustment Measures of GATT | Ομάδα Διευθέτησης των Διαρθρώσεων της Επιτροπής Κλωστοϋφαντουργικών της GATT |
obs., agric., textile | Working Party on Special Plant Products and Textile Fibres Cotton | Ομάδα "Ειδικευμένα φυτικά προϊόντα και κλωστοϋφαντουργικές ίνες" Βαμβάκι |
tech., industr., construct. | woven textile floor covering with pile | υφαντό χαλί με πέλος |
tech., industr., construct. | woven textile floor covering without pile | επικάλυψη δαπέδου με υφαντά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα χωρίς πέλος |