Subject | English | Greek |
stat. | Bartlett's test of second order interaction | έλεγχος του Bartlett για αλληλεπίδραση δεύτερου βαθμού |
stat., scient. | Bartlett's test of second-order interaction | έλεγχος αλληλοεπίδρασης δεύτερης τάξης του Bartlett |
met. | bending test of a ring | δοκιμή κάμψης ενός δακτυλίου |
med. | deltoid test of Bronisch | δοκιμασία του δελτοειδούς κατά Bronisch |
earth.sc., tech. | loading test of structures in situ | τοπική δοκιμή φόρτισης της κατασκευής |
med. | short test of calcium metabolism | σύντομος απολογισμός του ασβεστιούχου μεταβολισμού |
transp., tech. | shunting test of a wagon | δοκιμή φορτηγού βαγονιού σε πρόσκρουση |
med. | slide test of Diamond and Abelson | εξέταση Diamond και Abelson επάνω σε αντικειμενοφόρα πλάκα |
fin., account. | test of controls | δειγματοληπτικός έλεγχος συμφωνίας |
stat., scient. | test of difference | τεστ διαφοράς |
med. | test of drugs | φαρμακευτικός έλεγχος |
stat., scient. | test of equivalence | τεστ ισοδυναμίας |
med. | test of expression | δοκιμασία έκφρασης |
fin. | test of goodness of fit | έλεγχος προσαρμογής των εκτιμώμενων στατιστικά θεωρητικών τιμών προς τα αρχικά δεδομένα |
market. | test of innovations developed by chain | δοκιμή των καινοτομιών που αναπτύχθηκαν για το δίκτυο |
agric. | test of milking | έλεγχος της ταχύτητας άμελξης |
life.sc. | test of multitemporal classification | δοκιμή πολυχρονικής κατάταξης |
health. | test of non-sensitization to tuberculin | δοκιμή μη ευαισθητοποίησης σε φυματίνη |
stat. | test of normality | έλεγχος Κανονικότητας |
stat. | test of normality | τεστ κανονικότητας |
med. | test of personality | δοκιμασία της προσωπικότητος |
med. | test of personality | δοκιμασία χαρακτήρος |
med. | test of personality factors | δοκιμασία των παραγόντων της προσωπικότητος |
med. | test of personality factors | δοκιμασία 16-P-F του Cattell |
med. | test of physical condition | δοκιμασία φυσιολογικής καταστάσεως |
med. | test of pneumonic function | δοκιμασία της αναπνευστικής λειτουργίας |
law | test of public policy | λόγος που βασίζεται στη δημόσια τάξη |
transp., tech., law | test of resistance to abrasion | δοκιμή αντίστασης σε τρίψιμο |
transp., tech., law | test of resistance to chemicals | δοκιμή αντοχής σε χημικές ουσίες |
environ., agric. | test of resistance to detonation | δοκιμή εκρηκτικότητας |
transp., tech., law | test of resistance to high temperature | δοκιμή αντοχής σε υψηλή θερμοκρασία |
transp., tech., law | test of resistance to simulated weathering | δοκιμή αντίστασης σε προσομοιωμένη επίδραση του καιρού |
transp., tech., law | test of resistance to the environment | δοκιμή αντίστασης στην επίδραση του περιβάλλοντος |
transp., tech., law | test of resistance to the environment | δοκιμή αντοχής στο περιβάλλον |
stat., scient. | test of significance | έλεγχος σημαντικότητας |
stat. | test of significance | στατιστική ανάλυση |
met. | test of the suitability for cutting | έλεγχος καταλληλότητας για κοπή |
lab.law. | test of vocational inclinations | τεστ επαγγελματικών κλίσεων |
lab.law. | test of vocational inclinations | δοκιμές επαγγελματικών ροπών |