Subject | English | Greek |
environ. | a diagnostic test which enables the limits of collective security to be fixed | μια διαγνωστική εξέταση η οποία επιτρέπει να καθορισθούν τα όρια της συλλογικής ασφάλειας |
gen. | accuracy of test equipment | ορθότητα εξοπλισμού δοκιμής |
med. | accuracy of the test | πιστότητα μιάς δοκιμασίας |
stat. | Bartlett's test of second order interaction | έλεγχος του Bartlett για αλληλεπίδραση δεύτερου βαθμού |
stat., scient. | Bartlett's test of second-order interaction | έλεγχος αλληλοεπίδρασης δεύτερης τάξης του Bartlett |
stat. | battery of tests | συστοιχία ελέγχων |
met. | bending test of a ring | δοκιμή κάμψης ενός δακτυλίου |
med. | blood test for evidence of syphilitic infection | ανάλυση αίματος για συφιλίδα |
mater.sc., construct. | capping a test speciment of concrete | επιπεδοποίηση ενός δείγματος ελέγχου του σκυροδέματος |
med. | caudal part of the test area | μέρος της ουράς της ελεγχομένης περιοχής |
lab.law. | choice of profession test | τεστ επαγγελματικού προσδιορισμού |
math. | combination of tests | συνδυασμός ελέγχων |
polit. | Committee for the adaptation to technical progress of the laws relating to roadworthiness tests for motor vehicles | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της νομοθεσίας σχετικά με τον τεχνικό έλεγχο των οχημάτων |
nat.sc., transp. | Committee on the Adaptation to Technical Progress of Roadworthiness Tests | Επιτροπή για την προσαρμογή του τεχνικού ελέγχου των οχημάτων στην τεχνική πρόοδο |
stat. | complete class of tests | πλήρης κλάση ελέγχων |
commun. | coupling loss of a test fixture | απώλεια σύζευξης μιας ιδιοδιάταξης δοκιμής |
commun. | coupling loss variation of a test fixture | μεταβολή της απώλειας σύζευξης μιας ιδιοδιάταξης δοκιμής |
met. | deformation along the axis of the test piece | αξονική επιμήκυνση του δοκιμίου |
med. | deltoid test of Bronisch | δοκιμασία του δελτοειδούς κατά Bronisch |
transp., tech. | direction of travel of the test vehicle | τροχιά του οχήματος δοκιμής |
transp., tech. | direction of travel of the test vehicle | διεύθυνση πορείας του οχήματος δοκιμής |
met. | distance from the quenched end of the test piece | απόσταση από το βαμμένο άκρο του δοκιμίου |
chem., met. | drop test with a solution of potassium hexacyanoferrate III solution | δοκιμή σταγόνας με διάλυμα εξακυανοσιδηρικούΙΙΙκαλίου |
IT, dat.proc. | end-of-iteration test | έλεγχος ολοκλήρωσης της επαναληπτικής διεργασίας |
IT, dat.proc. | end-of-loop test | έλεγχος τέλους του βρόχου |
IT, dat.proc. | end-of-loop test | έλεγχος ολοκλήρωσης βρόχου |
gen. | Estimation of the loss of absorptive power by colorant drop test | Εκτίμηση της απώλειας της ροφητικής ικανότητας - Δοκιμή κηλίδας χρωστικής |
commun. | exiting point of a test case | σημείο περάτωσης της περίπτωσης δοκιμής |
met. | hardening of Jominy test piece | σκλήρυνση δοκιμίου Jominy |
met. | hardness HRc plotted against distance from the end of an end quench test specimen | σκληρότητα HRC συναρτήσει της απόστασης από το άκρο ενος δοκιμίου ελέγχου του ψυχρού άκρου |
transp., tech. | head of the test dummy | κεφαλή του ανδρεικέλου δοκιμών |
commun. | identification of the test item | αναγνώριση του δοκιμίου |
transp., tech., law | identification-of-colours test | δοκιμή προσδιορισμού χρωμάτων |
transp., nautic., tech. | International Code for Application of Fire Test Procedures | Διεθνής κώδικας FTP |
transp., nautic., tech. | International Code for Application of Fire Test Procedures | Διεθνής κώδικας για την εφαρμογή διαδικασιών δοκιμών πυρός |
med. | labelled form of test substance | "σεσημασμένη" μορφή της δοκιμαζόμενης ουσίας |
el. | level of the test signal | στάθμη σήματος δοκιμής |
interntl.trade. | limitations on the total number of service operations or on the total quantity of service output expressed in terms of designated numerical units in the form of quotas or the requirement of an economic needs test | περιορισμοί ως προς το συνολικό αριθμό πράξεων στον τομέα των υπηρεσιών ή ως προς τη συνολική ποσότητα των παραγομένων υπηρεσιών, οι οποίοι εκφράζονται με καθορισμένες αριθμητικές μονάδες υπό μορφή ποσοστώσεων ή εξέτασης των οικονομικών αναγκών |
earth.sc., tech. | loading test of structures in situ | τοπική δοκιμή φόρτισης της κατασκευής |
earth.sc. | loss of cooling accident test | δοκιμή για την περίπτωση απώλειας ψύξης |
gen. | loss-of-flow test | δοκιμή ελλείψεως ροής |
met. | magnetic cross-section of test piece | μαγνητική εγκάρσια διατομή δοκιμίου |
agric., health., anim.husb. | Manual of Diagnostic Tests and Vaccines for Terrestrial Animals | Εγχειρίδιο Διαγνωστικών Δοκιμών και Εμβολίων για Χερσαία Ζώα |
health. | manual of standards for diagnostic tests and vaccines | εγχειρίδιο προδιαγραφών για τις διαγνωστικές δοκιμές και τα εμβόλια |
UN | Manual of Tests and Criteria | Εγχειρίδιο Δοκιμών και Κριτηρίων |
nat.sc. | mass of the test substance desorbed | μάζα της εκροφημένης υπό δοκιμή ουσίας |
gen. | Methods of test for linseed oil and similar materials | Μέθοδοι δοκιμών λινελαίου και παρεμφερών υλικών |
med. | mode of action of the test substance | τρόπος δράσεως της δοκιμαζομένης ουσίας |
met. | modulus of rupture in a transverse test | μέτρο θραύσης σε εγκάρσια δοκιμή |
earth.sc. | operation of sound source during test | λειτουργία πηγής θορύβου κατά τη διάρκεια δοκιμής |
met. | orientation of the test pieces | προσανατολισμός των δοκιμίων |
econ., fin. | out-of-sample test | δοκιμή εκτός δείγματος |
commun. | out-of-service test | δοκιμή εκτός λειτουργίας |
IT, el. | periodic start of the preventive test programmes | περιοδική ενεργοποίηση των προγραμμάτων προληπτικών δοκιμών |
IT, el. | periodic start of the preventive test programs | περιοδική ενεργοποίηση των προγραμμάτων προληπτικών δοκιμών |
earth.sc. | precalculation of tests | υπολογισμός εκ των προτέρων αποτελεσμάτων δοκιμών |
gen. | Preparation of test specimens by machining | Παρασκευή δοκιμίων με μηχανική κατεργασία |
stat. | relative efficiency of a test | σχετική αποτελεσματικότητα |
stat. | relative efficiency of a test | σχετική αποτελεσματικότητα ελέγχου |
tech. | resonance frequency of the test set-up | συχνότητα συντονισμού του συγκροτήματος δοκιμής |
el. | section of a test pattern | τμήμα ενός προτύπου δοκιμής |
med. | short test of calcium metabolism | σύντομος απολογισμός του ασβεστιούχου μεταβολισμού |
transp., tech. | shunting test of a wagon | δοκιμή φορτηγού βαγονιού σε πρόσκρουση |
stat. | significance level of a test | επίπεδο σημαντικότητος ενός τεστ |
stat. | significance level of a test | επίπεδο σημαντικότητας |
stat. | significance level of a test | στάθμη σημαντικότητας |
stat. | size of a test | μέγεθος ελέγχου |
math. | size of a test | μέγεθος ενός ελέγχου |
med. | slide test of Diamond and Abelson | εξέταση Diamond και Abelson επάνω σε αντικειμενοφόρα πλάκα |
gen. | Space heaters - Determination of thermal output - Test method using air-cooled closed booth | Θερμαντικά σώματα χώρων - Προσδιορισμός της θερμικής ισχύος - Μέθοδος δοκιμής με χρήση αερόψυκτου κλειστού θαλάμου |
gen. | Space heaters - Determination of thermal output - Test method using open booth | Θερμαντικά σώματα - Προσδιορισμός της θερμικής ισχύος - Μέθοδος δοκιμής με χρήση ανοιχτού θαλάμου δοκιμής |
met. | specific type of test | ειδική δοκιμή |
math. | strength of a test | ισχύς |
math. | strength of a test | ισχύς ενός ελέγχου |
med. | string-of-bead test | δοκιμασία του κομπολογιού |
med. | system of endowment tests | σύστημα δοκιμασιών διά τας ικανότητας και δεξιότητας |
tech., el. | test call of the subscriber-to-subscriber type | δοκιμαστική κλήση τύπου συνδρομητή προς συνδρομητή |
tech., el. | test call of type 1 | δοκιμαστική κλήση τύπου 1 |
nat.sc., agric. | test fields to permit annual post-control of seed | συγκριτικοί αγροί για να επιτραπεί ένας ετήσιος μετέλεγχος των σπόρων |
el. | test for operating direction of relay | δοκιμή της κατευθυντηρίου λειτουργίας ηλεκτρονόμου |
med. | test for the in vivo survival of red cells | εξέταση επιβιώσεως in vivo των ερυθροκυττάρων |
gen. | Test method for the incombustibility of materials used for marine structures | Μέθοδος δοκιμής ακαυστότητας υλικών ναυτικών κατασκευών |
fin., account. | test of controls | δειγματοληπτικός έλεγχος συμφωνίας |
stat., scient. | test of difference | τεστ διαφοράς |
med. | test of drugs | φαρμακευτικός έλεγχος |
stat., scient. | test of equivalence | τεστ ισοδυναμίας |
med. | test of expression | δοκιμασία έκφρασης |
fin. | test of goodness of fit | έλεγχος προσαρμογής των εκτιμώμενων στατιστικά θεωρητικών τιμών προς τα αρχικά δεδομένα |
market. | test of innovations developed by chain | δοκιμή των καινοτομιών που αναπτύχθηκαν για το δίκτυο |
agric. | test of milking | έλεγχος της ταχύτητας άμελξης |
life.sc. | test of multitemporal classification | δοκιμή πολυχρονικής κατάταξης |
health. | test of non-sensitization to tuberculin | δοκιμή μη ευαισθητοποίησης σε φυματίνη |
stat. | test of normality | έλεγχος Κανονικότητας |
stat. | test of normality | τεστ κανονικότητας |
med. | test of personality | δοκιμασία της προσωπικότητος |
med. | test of personality | δοκιμασία χαρακτήρος |
med. | test of personality factors | δοκιμασία των παραγόντων της προσωπικότητος |
med. | test of personality factors | δοκιμασία 16-P-F του Cattell |
med. | test of physical condition | δοκιμασία φυσιολογικής καταστάσεως |
med. | test of pneumonic function | δοκιμασία της αναπνευστικής λειτουργίας |
law | test of public policy | λόγος που βασίζεται στη δημόσια τάξη |
transp., tech., law | test of resistance to abrasion | δοκιμή αντίστασης σε τρίψιμο |
transp., tech., law | test of resistance to chemicals | δοκιμή αντοχής σε χημικές ουσίες |
environ., agric. | test of resistance to detonation | δοκιμή εκρηκτικότητας |
transp., tech., law | test of resistance to high temperature | δοκιμή αντοχής σε υψηλή θερμοκρασία |
transp., tech., law | test of resistance to simulated weathering | δοκιμή αντίστασης σε προσομοιωμένη επίδραση του καιρού |
transp., tech., law | test of resistance to the environment | δοκιμή αντίστασης στην επίδραση του περιβάλλοντος |
transp., tech., law | test of resistance to the environment | δοκιμή αντοχής στο περιβάλλον |
stat., scient. | test of significance | έλεγχος σημαντικότητας |
stat. | test of significance | στατιστική ανάλυση |
met. | test of the suitability for cutting | έλεγχος καταλληλότητας για κοπή |
lab.law. | test of vocational inclinations | τεστ επαγγελματικών κλίσεων |
lab.law. | test of vocational inclinations | δοκιμές επαγγελματικών ροπών |
met. | test piece free of defects | ακέραιο δοκίμιο |
met. | test piece free of defects | δοκίμιο χωρίς ελαττώματα |
transp., tech. | test section of track | περιοχή δοκιμών |
industr., construct. | test to detect changes in the dimensions of textile samples | δοκιμή που προορίζεται για τη μέτρηση των αλλαγών των διαστάσεων στα υφάσματα |
earth.sc., tech. | the turbulence in the test section is measured with the aid of a hot-wire anemometer | οι στρόβιλοι στο χώρο της δοκιμής μετρούνται με τη βοήθεια ανεμομέτρου θερμού σύρματος |
met. | thickness range of test pieces | περιοχή πάχους των δοκιμίων |
chem. | UN Recommendations on the Transport of Dangerous Goods, Manual of tests and Criteria | συστάσεις του ΟΗΕ για τη μεταφορά επικίνδυνων αγαθών, εγχειρίδιο δοκιμών και κριτήρια |
commun. | volume centre of a test sample | κέντρο όγκου ενός υπό δοκιμή δείγματος |
tech., met. | welded or unwelded test-pieces in the form of constrained jones test specimens | συγκολλημένα ή μη συγκολλημένα δοκίμια σε μορφή δοκιμίων JONES υπό τάση |