Subject | English | Greek |
IT | non-programmed stoppage | απρογραμμάτιστη στάση |
IT | pre-programmed electronic computer | ηλεκτρονικός υπολογιστής με ενσωματωμένο πρόγραμμα |
med. | programmed aging | προγραμματισμένη γήρανση |
gen. | programmed aid | προγραμματιζόμενη βοήθεια |
IT, dat.proc. | programmed algorithm handler | αυτόματο |
IT, transp. | programmed braking | κατευθυνόμενο φρενάρισμα |
commun. | programmed call placement | προγραμματισμένη τοποθέτηση κλήσης |
med. | programmed cell death | προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος |
med. | programmed cell death | απόπτωση |
IT | programmed check | προγραμματισμένοι έλεγχοι |
IT | programmed check | έλεγχος από πρόγραμμα |
transp. | programmed combustion engine | προγραμματισμένος κινητήρας καύσης |
IT, earth.sc. | programmed constant line current | προγραμματιζόμενο σταθερό ρεύμα γραμμής |
IT, el. | programmed control | προγραμματισθείσα ρύθμιση |
IT, el. | programmed control | προγραμματισθείς έλεγχος |
el. | programmed exchange of energy | προγραμματισμένη ανταλλαγή ενεργείας |
commun. | programmed guidance | προγραμματισμένη οδήγηση |
IT | programmed halt | Προγραμματισμένη αναστολή |
IT, dat.proc. | programmed input/output channel | δίαυλος εισόδου/εξόδου καθοδηγούμενη από πρόγραμμα |
IT | programmed input/output channel | Προγραμματισμένος δίαυλος εισόδου-εξόδου |
IT | programmed interlock | προγραμματισμένες κλειδαριές |
el. | programmed I/O | προγραμματισμένη I/O |
IT | programmed jump | Προγραμματισμένο άλμα |
IT | programmed keyboard | Προγραμματισμένο πληκτρολόγιο |
econ. | programmed learning | αυτοματοποιημένη διδασκαλία |
IT | programmed locks | προγραμματισμένες κλειδαριές |
IT | programmed logic | Προγραμματισμένο λογικό κύκλωμα |
agric. | programmed mashing | προγραμματισμένη ζυθοποίηση |
commun. | programmed multiplexed recording | προγραμματισμένη πολυπλεκτική εγγραφή |
transp. | programmed non-scheduled service | προγραμματισμένη έκτακτη πτήση |
IT | programmed operating zone | ζώνη προγραμματισμένης λειτουργίας |
IT | programmed reduction | προγραμματισμένη ελάττωση |
IT, transp. | programmed stop | κατευθυνόμενο φρενάρισμα |
IT | programmed stoppage | προγραμματισμένη στάση |
commun., IT | programmed tracking | προγραμματισμένη ιχνηλάτηση |
IT, transp. | programmed train driving | οδήγηση με προγραμματισμένη πορεία |
el., construct. | unavailability factor of plant due to programmed maintenance | συντελεστής μη διαθεσιμότητας του εργοστασίου λόγω προγραμματισμένης συντήρησης |