Subject | English | Greek |
law | a lawyer entitled to practice before a court | δικηγόρος εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο |
market., fin. | "abnormal" payment practice | "μη συνήθης" πρακτική πληρωμής |
fin. | accepted market practice | αποδεκτή πρακτική αγοράς |
account. | accounting practice | λογιστική μέθοδος |
account. | accounting practice | λογιστική πρακτική |
gen. | actual practice as regards human rights | πραγματικός σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων |
gen. | administrative practices | οι διοικητικές διαδικασίες |
fin., polit. | administrative procedures and practices | διοικητικές διαδικασίες και μέθοδοι |
econ. | Advisory Committee on Restrictive Practices and Dominant Positions | Συμβουλευτική Επιτροπή για τις Συμπράξεις και τις Δεσπόζουσες Θέσεις |
fin. | Advisory Committee on Restrictive Practices and Dominant Positions | συμβουλευτική επιτροπή συμφωνιών και δεσποζουσών θέσεων |
econ. | Advisory Committee on Restrictive Practices and Dominant Positions | Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις |
fin. | Advisory Committee on Restrictive Practices and Dominant Positions in the Field of Concentrations between Undertakings | συμβουλευτική επιτροπή συμφωνιών και δεσποζουσών θέσεων στον τομέα των συνεννοήσεων μεταξύ επιχειρήσεων |
econ., transp. | Advisory Committee on Restrictive Practices and Dominant Positions in the Transport Industry | Συμβουλευτική Επιτροπή για τις Συμπράξεις και τις Δεσπόζουσες Θέσεις στον Τομέα των Μεταφορών |
econ. | Advisory Committee on restrictive practices and monopolies | Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις |
obs., law, econ. | Advisory Committee on restrictive practices and monopolies in the transport industry | Συμβουλευτική επιτροπή για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις στον τομέα των μεταφορών |
commer., polit. | Advisory Committee on the Strengthening of the Common Commercial Policy with regard in particular to Protection against Illicit Commercial Practices | Συμβουλευτική Επιτροπή για την Ενίσχυση της Κοινής Εμπορικής Πολιτικής, ιδίως στον Τομέα της Αμυνας κατά των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών |
polit. | Advisory Committee on unfair pricing practices in maritime transport | Συμβουλευτική επιτροπή για την εξέταση των αθέμιτων πρακτικών καθορισμού ναύλων κατά τις θαλάσσιες μεταφορές |
fin., transp. | Advisory Committee on Unfair Pricing Practices in Maritime Transport | συμβουλευτική επιτροπή για τις αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων κατά τις θαλάσσιες μεταφορές |
econ., transp., nautic. | Advisory Committee on unfair pricing practices in maritime transport | Συμβουλευτική επιτροπή για τις αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων κατά τις θαλάσσιες μεταφορές |
commer., polit. | aggressive commercial practice | επιθετική εμπορική πρακτική |
law | agreements, decisions and concerted practices | συμφωνίες,αποφάσεις και κάθε εναρμονισμένη πρακτική |
agric. | agricultural practice | οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις |
market. | all concerted practices which may affect trade | κάθε εναρμονισμένη πρακτική που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο |
market. | all practices designed to secure a privileged position | κάθε πρακτική η οποία έχει ως σκοπό την εξασφάλιση προνομιακής θέσεως |
law, fin. | anti-competitive practice | πράξη που αντιβαίνει τον ανταγωνισμό |
law, fin. | anti-competitive practice | στρέβλωση του ανταγωνισμού |
law, fin. | anti-competitive practice | αντιανταγωνιστική πρακτική |
fin. | best current practice charge | τέλη βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής |
commun. | best current practice interconnection charge | τέλη διασύνδεσης που βασίζονται στην βέλτιστη τρέχουσα πρακτική |
market., commun. | "best current practice" interconnection charge | τέλος διασύνδεσης "βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής" |
commun. | best current practice interconnection charge | τέλη διασύνδεσης "βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής" |
environ. | best environmental practice | καλύτερη περιβαλλοντική πρακτική |
environ. | best environmental practice | βέλτιστη περιβαλλοντική πρακτική |
social.sc. | best practice | καλή πρακτική |
econ., industr. | best practice | βέλτιστη πρακτική |
commun., corp.gov. | best practice | ορθοπραξία |
comp., MS | best practice | βέλτιστη πρακτική (A practice recognized and advocated as an effective or efficient means of achieving desired objectives) |
nat.sc. | best practice | καλύτερη πρακτική |
pharma. | Best Practice Guide | Οδηγός Βέλτιστης Πρακτικής |
gen. | best practice in the field | βέλτιστη επιτόπια πρακτική |
fin. | best practice in the financial industry | καλύτερη πρακτική του χρηματοπιστωτικού τομέα |
econ., industr. | best practices | βέλτιστη πρακτική |
gen. | best practices | δοκιμασμένες πρακτικές |
nat.sc. | bio-natural practice | βιο-φυσική πρακτική |
agric. | bio-rational practice | βιολογικός ορθολογισμός |
econ., patents. | bona fide and established practices | θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου |
law | bona fide and established practices of the trade | θεμιτή και πάγια πρακτική του εμπορίου |
commer. | bundling practice | πρακτική ομαδοποίησης |
econ. | business accounting practice | λογιστική πρακτική των επιχειρήσεων |
gen. | Catalogue of recommendations for the correct application of the Schengen acquis and best practices | Κατάλογος συστάσεων για την ορθή εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν και βέλτιστων πρακτικών' Κατάλογος συστάσεων και βέλτιστων πρακτικών Σένγκεν |
commer. | category of concerted practices | κατηγορία εναρμονισμένων πρακτικών |
IT | certificate practice statement | δήλωση ως προς την πρακτική πιστοποίησης |
IT | certification practice statement | δήλωση ως προς την πρακτική πιστοποίησης |
industr., construct. | change in business practices | αλλαγή των συνηθειών του επιχειρησιακού κόσμου |
econ. | Code of Best Practice in the Supply Chain | Κώδικας για την ορθή πρακτική στην αλυσία εφοδιασμού |
econ., fin. | Code of best practice on the compilation and reporting of data by Member States and the provision of data by the Commission within the context of the Excessive Deficit Procedure | Κώδικας ορθών πρακτικών για την κατάρτιση και την υποβολή στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος |
econ., fin. | Code of best practice on the compilation and reporting of data in the context of the Excessive Deficit Procedure | Κώδικας ορθών πρακτικών για την κατάρτιση και την υποβολή στοιχείων στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος |
ecol., econ. | code of good agricultural practice | κώδικας ορθής γεωργικής πρακτικής |
agric. | code of good agricultural practice | Κώδικας Ορθής Γεωργικής Πρακτικής |
ecol., econ. | code of good agricultural practice | κώδικας καλής συμπεριφοράς στο γεωργικό τομέα |
ecol., econ. | code of good farming practice | κώδικας καλής συμπεριφοράς στο γεωργικό τομέα |
agric. | code of good farming practice | Κώδικας Ορθής Γεωργικής Πρακτικής |
ecol., econ. | code of good farming practice | κώδικας ορθής γεωργικής πρακτικής |
tech., law | Code of Good Practice | κώδικας δεονοτολογίας για εκπόνηση, έκδοση και εφαρμογή προτύπων ; κώδικας δεοντολογίας |
econ., market. | Code of good practice for the preparation, adoption and application of standards | Κώδικας δεοντολογίας για την εκπόνηση έκδοση και εφαρμογή των προτύπων |
tech., law | Code of Good Practice for the Preparation, Adoption and Application of Standards | κώδικας δεονοτολογίας για εκπόνηση, έκδοση και εφαρμογή προτύπων ; κώδικας δεοντολογίας |
gen. | Code of Hygiene Practice for Fresh Meat | Κώδικας των πρακτικών της υγιεινής των νωπών κρεάτων |
agric., food.ind. | code of practice | κώδικας χρήσης |
environ. | code of practice A systematic collection of procedures outlining the established method of application of all relevant laws, rules or regulations to a specific endeavor | κώδικας πρακτικής |
gen. | code of practice | κώδικας πρακτικής |
gen. | Code of Practice for Game | Κώδικας των πρακτικών για τα θηράματα |
transp., polit., UN | Code of Practice for the Safe Loading and Unloading of Bulk Carriers | κώδικας BLU |
med. | code of practice for the vaccination | κώδικας συμπεριφοράς για τον εμβολιασμό |
social.sc., lab.law. | code of practice on measures to combat sexual harassment | κώδικας πρακτικής για τα μέτρα καταπολέμησης της σεξουαλικής παρενόχλησης |
social.sc., environ. | Code of Practice on the Prevention of Major Industrial Accidents | Κώδικας δεοντολογίας για την πρόληψη μειζόνων βιομηχανικών ατυχημάτων |
lab.law. | Code of Practice on the protection of the dignity of women and men at work | κώδικας δεοντολογίας για την προστασία της αξιοπρέπειας των ανδρών και των γυναικών στο εργασιακό περιβάλλον |
transp., environ., UN | Code of Safe Practice for Solid Bulk Cargoes | κώδικας πρακτικών κανόνων του IMO για την ασφαλή μεταφορά στερεών φορτίων χύδην |
transp., environ., UN | Code of Safe Practice for Solid Bulk Cargoes | κώδικας BC |
social.sc., health., min.prod. | Code of Safe Practices for Cargo Stowage and Securing | Συλλογή πρακτικών κανόνων για την ασφαλή στοιβασία και την πρόσδεση των φορτίων |
law, interntl.trade., UN | Code on Restrictive Business Practices | Κώδικας για τις περιοριστικές εμπορικές πρακτικές |
interntl.trade., health., agric. | codes and guidelines of hygienic practice | κώδικες και κατευθυντήριες γραμμές υγιεινής |
food.ind. | Codex Alimentarius, Volume A. Recommended International Code of Practice. General Principles of Food Hygiene | Codex Alimentarius, Τόμος Α : Συνιστώμενος Διεθνής Κώδικας Πρακτικής, Γενικές Αρχές Υγιεινής Τροφίμων |
ed. | coeducational practices | συνεκπαίδευση |
med. | collective medical practice | ιατρική ασκούμενη από ομάδα ειδικών ιατρών |
med. | collective medical practice | άσκηση επαγγέλματος κατά ομάδες |
law, market. | collusive practice | συντεχνιακό μέτρο |
fin. | Committee against Illicit Commercial Practices | επιτροπή κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών |
IT | Committee for implementation of the programme for the monitoring of the eEurope 2005 action plan, dissemination of good practices and the improvement of network and information security Modinis | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος για την παρακολούθηση του σχεδίου δράσης eEurope 2005, τη διάδοση ορθής πρακτικής και τη βελτίωση της ασφάλειας δικτύων και των πληροφοριών Modinis |
fin. | Committee on Anti-Dumping Practices | επιτροπή πρακτικών αντιντάμπινγκ |
econ., market. | Committee on Anti-Dumping Practices | Επιτροπή Πρακτικών Αντιντάμπινγκ |
agric. | Community code of oenological practices and processes | κοινοτικός κώδικας των οινολογικών πρακτικών και επεξεργασιών |
patents. | compatible with fair practice | σύμφωνος προς τα χρηστά ήθη |
gen. | compendium of best practices | συλλογή των βέλτιστων πρακτικών |
gen. | Compendium of Member States' agreed practices within the framework of the Code of Conduct | συλλογή πρακτικών συμπεφωνημένων μεταξύ των κρατών μελών εντός των πλαισίων του Κώδικα Συμπεριφοράς |
law, fin. | concerted practice | συντονισμένη εφαρμογή πρακτικών |
law, fin. | concerted practice | εναρμονισμένη πρακτική |
transp. | concerted practices in the air transport sector | εναρμονισμένες πρακτικές στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών |
gen. | consultant's practice | ιατρική πελατεία με σύμβουλο ιατρό |
econ. | control of restrictive practices | έλεγχος των συμπράξεων |
agric. | crop management practices | τρόποι καλλιέργειας |
agric. | crop management practices | πρακτικές καλλιέργειας |
agric. | cultivation practice | καλλιεργητική πρακτική |
agric. | cultural practices | τρόποι καλλιέργειας |
agric. | cultural practices | πρακτικές καλλιέργειας |
tech. | current testing practice | τρέχουσα πρακτική δοκιμών |
law | customary business practices | συνήθης εμπορική πρακτική |
law | customary business practices | καθιερωμένη εμπορική πρακτική |
fin. | customary practices | συνήθεις πρακτικές |
commer. | database on restrictive commercial practices in non-member countries | βάση δεδομένων για τις περιοριστικές εμπορικές πρακτικές |
interntl.trade. | deceptive practices | αθέμιτες πρακτικές |
comp., MS | deceptive trade practices | παραπλανητικές επιχειρηματικές πρακτικές (Practices that involve misleading or misrepresenting products or services to consumers and customers. In the U.S., these practices are regulated by the Federal Trade Commission at the federal level and typically by the Attorney General's Office of Consumer Protection at the state level) |
fin. | discriminatory currency practices | διακρισιακές νομισματικές πρακτικές |
law, fin. | discriminatory practice | πρακτική που εισάγει διακρίσεις |
market. | discriminatory practices | πρακτική που εισάγει διακρίσεις |
med. | doctor's practice | ιατρική πελατεία |
med. | doctor's practice | άσκησις ιατρικού επαγγέλματος |
market. | dumping or other practices condemned by the Havana Charter | μέθοδοι ντάμπινγκ ή άλλες πρακτικές αποδοκιμαζόμενες από τον Xάρτη της Aβάνας |
commer., polit., econ. | dumping practice | ντάμπινγκ |
commer., polit., econ. | dumping practice | πρακτικές ντάμπινγκ |
gen. | duties applied in practice | πράγματι εγαρμοζόμενος δασμός |
fin. | duty applied in practice | πράγματι εφαρμοζόμενος δασμός |
health. | EC Guide of Good Occupational Health and Safety Practices | Κοινοτικός Οδηγός ορθών πρακτικών επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας |
ed. | educational practice | η διδακτική πρακτική |
ed. | educational practice | παιδαγωγικές πρακτικές |
immigr. | effective in practice | αποτελεσματικός -ή, -ό στην πράξη |
social.sc. | ensuring full equality in practice between men and women in working life | εξασφαλίζω εμπράκτως την πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία |
fin. | Environmental and Social Practices Handbook | εγχειρίδιο καλών περιβαλλοντικών και κοινωνικών πρακτικών |
environ., agric. | environmental practice | περιβαλλοντική πρακτική |
IT, el. | equipment practice | εξάσκηση στον εξοπλισμό |
immigr. | EU plan on best practices, standards and procedures for combating and preventing trafficking in human beings | Σχέδιο της ΕΕ για βέλτιστες πρακτικές, πρότυπα και διαδικασίες για την καταπολέμηση και την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων |
h.rghts.act., health. | eugenic practice | ευγονική πρακτική |
social.sc., lab.law. | European code of good practice on integration into the labour market | ευρωπαϊκός κώδικας καλής πρακτικής όσον αφορά την ένταξη στην αγορά εργασίας |
social.sc. | European code of public health practice | ευρωπαϊκός κώδικας υγειονομικής καταλληλότητας |
stat. | European Statistics Code of Practice | Κώδικας ορθής πρακτικής του Ευρωπαϊκού Στατιστικού Συστήματος |
gen. | exchange of best practice | ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών |
law, econ. | exclusionary practice | πρακτική αποκλεισμού |
econ. | exemption from restrictive-practice authorisation | εξαίρεση από έγκριση σύμπραξης |
law | existing practices regarding the issue and design of banknotes | υπάρχουσες πρακτικές σχετικά με την έκδοση και την όψη των τραπεζογραμματίων |
environ., el. | Expert Group on a Code of Practice for international transactions involving radioactive waste | ομάδα εμπειρογνωμόνων για του "Κώδικα πρακτικής για τις διεθνείς συναλλαγές όπου υπεισέρχονται ραδιενεργά απόβλητα" |
ed., IT | expert system based on good practice | σύστημα εμπειρογνωμοσύνης με βάση την ορθή πρακτική |
law | fail to put into practice the recommendations of the Council | μην εφαρμόζω τις συστάσεις του Συμβουλίου |
arts. | fingering practice | εξάσκηση των δακτύλων |
health. | first-aid practice | πρακτική πρώτων βοηθειών |
forestr. | forestry practice | δασική πρακτική |
environ. | forestry practice The farming of trees to ensure a continuing supply of timber and other forest products. Foresters care for existing trees, protecting them from fire, pests and diseases, and felling where trees are overcrowded or dying and when ready for cropping. They also plant new areas (afforestation) and replant felled areas (reafforestation) | δασοκομική πρακτική |
environ. | forestry practice | δασοκομική πρακτική |
law, fin. | fraudulent practice | παραπλανητικές πρακτικές |
law, fin. | fraudulent practices | παραπλανητικές πρακτικές |
met. | furnace practice operation | λειτουργία καμίνου |
health. | general medical practice | ιατρείο γενικής ιατρικής |
account. | generally accepted accounting practice | γενικώς παραδεκτή λoγιστική πρακτική |
account. | generally accepted accounting practice | γενικώς παραδεκτή λoγιστική αρχή |
invest. | Generally Accepted Principles and Practices | γενικώς αποδεκτές αρχές και στρατηγικές |
invest. | Generally Accepted Principles and Practices | αρχές του Σαντιάγο |
agric. | good agricultural practice | ορθή γεωργική πρακτική' κατάλληλη εφαρμογή των γεωργικών τεχνικών |
agric. | good agricultural practices | ορθή γεωργική πρακτική' κατάλληλη εφαρμογή των γεωργικών τεχνικών |
health., nat.sc. | good clinical practice | ορθή εργαστηριακή πρακτική |
health., nat.sc. | good clinical practice | ορθή πρακτική κλινικών δοκιμών |
health., nat.sc. | good clinical practice | ορθή κλινική πρακτική |
pharma. | Good Clinical Practice | ορθή κλινική πρακτική |
health. | good clinical practice in the conduct of clinical trials on medicinal products for human use | ορθή κλινική πρακτική στη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών στα φάρμακα που προορίζονται για τον άνθρωπο |
med. | good clinical practices | καλές κλινικές πρακτικές |
health., industr. | good distribution practice | ορθή πρακτική διανομής |
mater.sc. | good innovation practice | ορθή πρακτική σε θέματα καινοτομίας |
health., pharma. | Good Laboratory Practice | ορθή εργαστηριακήπρακτική |
health., nat.sc., chem. | good laboratory practice | ορθή εργαστηριακή πρακτική |
environ., chem. | good laboratory practices | ορθή εργαστηριακή πρακτική |
mater.sc. | good laboratory practices | Ορθή Εργαστηριακή Πρακτική |
pharma. | good manufacturing practice | κανόνες ορθής παρασκευαστικής πρακτικής |
pharma. | good manufacturing practice | κανόνες καλής παρασκευής |
econ., pharma. | good manufacturing practice | καλή παρασκευή ; ορθή παρασκευαστική πρακτική |
commer., industr. | Good Manufacturing Practice | ορθή παρασκευαστική πρακτική |
industr. | good manufacturing practice standard | πρότυπο καλής κατασκευής GMP |
law | good practice in mutual legal assistance in criminal matters | ορθή πρακτική κατά την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων |
med. | group practice | άσκηση επαγγέλματος κατά ομάδες |
med. | group practice | ιατρική από ομάδα ειδικών ιατρών |
med. | group practice | ιατρική ασκούμενη από ομάδα ειδικών ιατρών |
health. | Group Practice Scheme Ordinance | ιατρικό καθεστώς της ομαδικής ιατρικής |
health. | guide to good hygiene practice | οδηγός ορθής υγιεινής πρακτικής |
health. | Guide to good manufacturing practice for medicinal products | οδηγός σχετικά με τους κανόνες καλής παρασκευής των φαρμάκων |
pharma. | Guide to good manufacturing practice for medicinal products | Οδηγός κανόνων καλής παρασκευής φαρμακευτικών προϊόντων |
agric. | harvesting practice | μέθοδος συγκομιδής |
med. | hospital practice | νοσοκομειακή πρακτική |
law, fin. | Hungarian Act LVII of 1996 on the Prohibition of Unfair and Restrictive Market Practices | ουγγρικός νόμος LVII 1996 για την απαγόρευση των αθέμιτων και περιοριστικών εμπορικών πρακτικών |
market. | illicit commercial practices | αθέμιτες εμπορικές πρακτικές |
transp., nautic., environ. | IMO Code of Safe Practice for Solid Bulk Cargoes | Κώδικας Ασφαλούς Πρακτικής Στερεών Φορτίων Χύμα |
econ., patents. | in accordance with honest practices in industrial or commercial matters | σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία και το εμπόριο |
law | in legal practice and theory | στη νομολογία και στη θεωρία |
met. | in practice a temperature difference, or undercooling, is required for solidification | στην πρακτική για την στερεοποίηση είναι αναγκαία η επιβράδυνση ή η υπόψυξη |
met. | in practice, steels contain numerous foreign nuclei | πρακτικά,οι χάλυβες περιέχουν αναρίθμητους αλλόχθονες πυρήνες |
gen. | inability to practice one's profession | ανικανότητα άσκησης του επαγγέλματός του |
IT | Information technology - Code of practice for information security management ISO-17799 | Τεχνολογία πληροφοριών - Κώδικας πρακτικής για διαχείριση ασφαλείας πληροφοριών ISO-17799 |
commer., polit., UN | Intergovernmental Group of Experts on Restrictive Business Practices | Διακυβερνητική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για την Περιοριστική Εμπορική Πρακτική; Διακυβερνητική Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τις περιοριστικές εμπορικές πρακτικές |
law, agric. | International Code of Oenological Practices International Vine and Wine Office | Διεθνής Κώδικας οινολογικών πρακτικών |
agric., health., anim.husb. | International Code of Practice for Ante-Mortem and Post-Mortem Judgment of Slaughter Animals and Meat | Διεθνής Κώδικας των πρακτικών για την προ και μετά τη σφαγή αξιολόγηση των ζώων προς σφαγή και των κρεάτων |
transp., avia. | international standards and recommended practices | διεθνή πρότυπα και συνιστώμενες πρακτικές |
econ., market. | investigation of circumvention practices | διερεύνηση των πρακτικών καταστρατήγησης |
commun., IT | Iridium Systems Practices | πρακτικές του συστήματος Iridium |
law | joint practice | συλλογική άσκηση του επαγγέλματος |
law | judicial practice | δικαστική πρακτική |
gen. | law enforcement practices | πρακτικές στηv εφαρμoγή τoυ vόμoυ |
law | lawyer entitled to practice | δικηγόρος εγγεγραμμένος σε δικηγορικό σύλλογο |
lab.law. | local employment practice | εργατικό έθιμο |
gen. | local practice | τοπικές συνήθειες |
law, fin. | management-practice audit | έλεγχος των πρακτικών διαχείρισης |
market. | marketing practice | αθέμιτη εμπορική πρακτική |
econ. | measures or practices which interfere with the purchaser's free choice of supplier | τα μέτρα ή κάθε πρακτική που εμποδίζουν την ελεύθερη επιλογή του προμηθευτού από τον αγοραστή |
law, health. | Medical Group Practice Scheme Ordinance | διάταγμα περί ιατρικής Group Practice Scheme |
med. | medical practice | πρακτική εξάσκηση του ιατρικού επαγγέλματος |
med. | medical practice | ιατρικό επάγγελμα |
med. | medical practice | άσκηση ιατρικού επαγγέλματος |
commer., polit. | misleading commercial practice | παραπλανητική εμπορική πρακτική |
fin. | monetary practices of an exceptional nature | νομισματικές πρακτικές εξαιρετικού χαρακτήρα |
int. law. | Montreux Document on Pertinent International Legal Obligations and Good Practices for States related to Operations of Private Military and Security Companies during Armed Conflict | έγγραφο του Montreux σχετικά με τις συναφείς διεθνείς νομικές δεσμεύσεις και τις ορθές πρακτικές κρατών, οι οποίες αφορούν επιχειρήσεις ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών και ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας σε ένοπλες συγκρούσεις |
IT | multiannual programme 2003-2005 for the monitoring of the eEurope 2005 Action plan, dissemination of good practices and the improvement of network and information society | πολυετές πρόγραμμα 2003-2005 για την παρακολούθηση του σχεδίου δράσης eEurope 2005, τη διάδοση ορθής πρακτικής και τη βελτίωση της ασφάλειας των δικτύων και των πληροφοριών MODINIS |
econ. | national practices | εθνικές πρακτικές |
commun. | network code of practice | κώδικας πρακτικής δικτύου |
fin., environ. | non-discriminatory timber trade practice | πρακτικές απαλλαγμένες διακρίσεων στο εμπόριο ξύλου |
law | normal practice | συνήθης πρακτική |
nat.sc., agric. | oenological practice | οινολογική κατεργασία |
agric., food.ind. | oenological practice | οινολογική πρακτική |
agric. | oenological practices | oινολογικές επεξεργασίες; οινολογικές κατεργασίες |
agric. | paludicultural practice | πρακτική καλλιέργειας ελωδών εκτάσεων |
ed. | period of supervised practice for the purpose of qualification adjustment | πρακτική άσκηση προσαρμογής |
fin. | policies and practices of the Fund | πολιτική και πρακτική του Δ.N.Tαμείου |
gen. | practice ammunition | πυρομαχικά ασκήσεων |
gen. | practice cartridge | φυσίγγι για ασκήσεις βολής |
transp., avia. | practice forced landing | πρακτική αναγκαστικής προσγείωσης |
crim.law. | practice of denying quarter | δήλωση ότι δεν θα υπάρξει έλεος |
law | practice of the government of the United Kingdom to fund its borrowing requirement by the sale of debt to the private sector | πρακτική της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου να χρηματοδοτεί τις δανειακές της ανάγκες με την πώληση κρατικών ομολόγων στον ιδιωτικό τομέα |
cultur. | practice piece | κομμάτι μουσικής για άσκηση |
law | practice prevailing | ισχύουσα πρακτική |
commer. | practice, process or work for which there is insufficient due cause or economic justification other than the imposition of the duty | πρακτική, διαδικασία ή εργασία, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού |
h.rghts.act. | practices similar to slavery | πρακτική παρεμφερής προς την δουλεία |
econ. | predatory practices | πρακτική ξεπουλήματος' αρπακτική πρακτική; εξοντωτική τιμολογιακή πολιτική |
econ. | predatory pricing practice | πρακτική ξεπουλήματος' αρπακτική πρακτική; εξοντωτική τιμολογιακή πολιτική |
econ. | pricing practices | πρακτική καθορισμού τιμών |
fin. | provisions laid down by law, regulation, administrative action or common practice | νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ή συναλλακτικά ήθη |
transp. | publication of prohibited practice | δημοσίευση απαγορευμένων πρακτικών |
health. | radiotherapeutic practice | ακτινοθεραπευτική πράξη |
IT, transp. | recommended practice | υποδεικνυόμενη πρακτική |
tax. | recommended practice | συνιστώμενη πρακτική |
fin. | restrictive business practice | περιοριστική εμπορική πρακτική |
econ. | restrictive business practices | περιοριστική εμπορική πρακτική |
econ. | restrictive business practices | μονοπωλιακή εμπορική πρακτική |
law | restrictive practice | περιοριστική πρακτική |
econ. | restrictive-practice authorisation | άδεια σύμπραξης |
econ. | restrictive-practice notification | δήλωση σύμπραξης |
fin. | restrictive practices | συμπράξεις |
law | Restrictive Practices Court | Δικαστήριο Περιοριστικών Πρακτικών |
fin. | restrictive trade practice | περιοριστική εμπορική τακτική |
environ. | restrictive trade practice | περιοριστική πρακτική εμπορίου |
environ. | restrictive trade practice Business operation or action that confines or limits the free exchange of goods and services within a country or between countries, which may include discrimination, exclusive dealings, collusion agreements or price fixing | περιοριστική πρακτική εμπορίου |
econ. | restrictive trade practice | σύμπραξη |
stat., fin., econ. | rules and practices governing the collection, compilation and distribution of statistics | κανόνες και πρακτικές που διέπουν τη συλλογή, επεξεργασία και διανομή των στατιστικών στοιχείων |
law | rules and practices governing the collection, compilation and distribution of statistics | κανόνες και πρακτικές που διέπουν τη συλλογή,επεξεργασία και διανομή των στατιστικών στοιχείων |
fin. | rules and practices of the Fund | κανόνες και πρακτική του Δ.N.Tαμείου |
transp., avia. | safe operational practices | Ασφαλείς πρακτικές λειτουργίας |
industr. | safe working practice | προφύλαξη κατά την εκτέλεση εργασιών |
law | salaried practice | άσκηση επαγγέλματος με την ιδιότητα του εμμίσθου |
gen. | Schengen catalogue of recommendations and best practices | Κατάλογος συστάσεων για την ορθή εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν και βέλτιστων πρακτικών' Κατάλογος συστάσεων και βέλτιστων πρακτικών Σένγκεν |
health., ed. | specific training in general medical practice | ειδική εκπαίδευση στη Γενική Ιατρική |
fin. | standard of good practice | πρότυπα "καλής πρακτικής" |
fin. | standard procedures and practices | πρότυπες διαδικασίες και πρακτικές |
law | statement of good practice | δήλωση ορθής πρακτικής |
social.sc. | Supplementary Convention on the Abolition of Slavery, the Slave Trade, and Institutions and Practices Similar to Slavery | Συμπληρωματική Σύμβαση "διά την κατάργησιν της δουλείας, της εμπορίας των δούλων και παρεμφερών προς την δουλείαν θεσμών και πρακτικής" |
life.sc., construct. | supporting soil conservation practices | ανεγνωρισμέναι μέθοδοι συντηρήσεως εδαφών |
fin. | tariff practice | πρακτική τιμολόγησης |
tech. | testing practice,current- | τρέχουσα πρακτική δοκιμών |
law | the long-established legal practices and procedures | οι παραδοσιακές αρχές που διέπουν την εφαρμογή του δικαίου |
pharma. | the principles of good manufacturing practice for medicinal products | οι αρχές της ορθής πρακτικής για την παρασκευή των φαρμακευτικών προϊόντων |
fin. | trade practice | εμπορικές συνήθειες |
stat., fin., econ. | transaction practices | συναλλακτικές πρακτικές |
law, busin. | tying practice | δεσμευμένες πωλήσεις |
law, busin. | tying practice | πρακτική δέσμευσης |
commer., polit. | unfair commercial practices | αθέμιτες εμπορικές πρακτικές |
commer., polit. | Unfair Commercial Practices Directive | οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές |
commer., polit. | Unfair Commercial Practices Directive | Οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού ΕΚ αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου |
market. | unfair competitive practices | αθέμιτη πρακτική ανταγωνισμού |
law, tax. | unfair pricing practice | αθέμιτη δασμολογική πρακτική |
econ., transp., nautic. | unfair pricing practices | αθέμιτες πρακτικές καθορισμού ναύλων |
commer., polit. | unfair sales practice | αθέμιτες εμπορικές πρακτικές |
fin. | unfair trading practice | αθέμιτη εμπορική πρακτική |
environ., agric. | unsustainable production practices | μη αειφορικές πρακτικές παραγωγής |
agric. | usual good farming practice | ορθή γεωργική πρακτική' κατάλληλη εφαρμογή των γεωργικών τεχνικών |
social.sc. | voluntary code of good practice | προαιρετικός κώδικας δεοντολογίας |
med. | wild practice | πρωτόγονη πρακτική |
agric., food.ind. | wine-making practice | οινολογική πρακτική |
law | without prejudice to any practice | δεν θίγω τα έθη |
ed., lab.law. | workshop practice | πρακτική εκπαίδευση |