Subject | English | Greek |
tech., industr., construct. | arm pieces wool | μαλλί από την άκρη του ώμου |
IT, industr., construct. | automated transport of fabric pieces | αυτόματη μεταφορά τεμαχίων υφάσματος |
met. | bending test piece | δοκίμιο κάμψης |
mater.sc. | to break to pieces | ραγίζω |
mater.sc. | to break to pieces | θραύω |
mater.sc., industr., construct. | cask taken to pieces | βαρέλι πολλαπλών εξαρτημάτων |
mater.sc., industr., construct. | cask taken to pieces | αποσυναρμολογημένο ξύλινο βαρέλι |
met. | checking with thickness pieces | έλεγχος με τεμάχια μέτρησης πάχους |
cultur. | collector's piece | κομμάτι συλλογής |
cultur. | collector's piece | αντικείμενο συλλογής |
law, fin. | collectors'pieces and antiques | καθεστώς αντικειμένων τέχνης,αρχαιολογικών αντικειμένων και αντικειμένων για συλλογές |
agric. | cord length of wood pieces | μήκος χορδής ξυλοτεμαχίων |
agric. | to cut up into smaller pieces | κόβω σε φέτες |
met. | cylindrical test-piece | κυλινδρικό δοκίμιο |
met. | deformation along the axis of the test piece | αξονική επιμήκυνση του δοκιμίου |
industr., construct. | delustring in the piece | θάμπωμα κομματιού υφάσματος |
met. | distance from the quenched end of the test piece | απόσταση από το βαμμένο άκρο του δοκιμίου |
industr., construct., chem. | edge weld on pieces with raised edges | μετωπική ραφή συγκολλήσεως σε κομμάτια με ανυψωμένα άκρα |
agric., mech.eng. | end piece | εξάρτημα στο τέλος της αρδευτικής γραμμής |
mech.eng. | end piece holder | συγκράτηση απόληξης |
phys.sc., tech. | eye-piece | προσοφθάλμιος φακός |
phys.sc., tech. | eye-piece | προσοφθάλμιος |
med. | Fab piece | τμήμα Fab |
med. | Fab piece | τμήμα σύνδεσης αντιγόνου |
industr., construct. | fabric in the piece | ύφασμα σε τόπια |
mech.eng. | foot piece | κάτω τμήμα αεροσυμπιεστικής αντλίας |
fish.farm. | herring pieces | τεμάχια ρέγγας |
tech., met. | impact test on a notched test piece resting on two supports | αμφίπλευρα εδραζόμενο |
agric., industr., construct. | kiln sample a representative piece of timber so placed in the charge that it can easily be removed for determining the progress of seasoning | σανίς αναγνωρίσεως ξηραντηρίου |
fish.farm. | length of the extension piece of the net | μήκος του κομματιού επιμήκυνσης του διχτυού |
fish.farm. | lengthening piece | κομμάτι επιμήκυνσης |
fish.farm. | lengthening piece | κόψες |
industr., construct. | long individual piece of solid parquet | μακρά περσίς παρκέτου |
industr., construct. | lower cap end-piece | πλάκα του αντιστροφέα |
chem. | lyre type expansion piece | συμψηφιστής διαστολής |
chem. | lyre type expansion piece | αντισταθμιστικός βρόχος |
met. | magnetic cross-section of test piece | μαγνητική εγκάρσια διατομή δοκιμίου |
industr. | mail pieces per minute | αριθμός ταχυδρομικών αντικειμένων ανά λεπτό |
gen. | meat in pieces of less than 100 grams | κρέας σε τεμάχια μικρότερα των εκατό γραμμαρίων |
mech.eng. | mechanical distributor for continuous presentation of work pieces | μηχανικός διανεμητής τεμαχίων για εργαστήρια |
industr., construct. | nogging piece | κιγκλίδωμα τοίχου |
met. | nozzle with orifice protection pieces | έκκεντρο ακροφύσιο κοπής |
med. | Okazaki piece | τμήμα Okazaki |
met. | orientation of the test pieces | προσανατολισμός των δοκιμίων |
fin. | original issue broken down into "pieces" with fixed nominal values | η αρχική έκδοση επιμερίζεται σε "τεμάχια" με σταθερές ονομαστικές αξίες 1 |
commun. | piece hand | στοιχειοθέτης με το κομμάτι |
mech.eng. | piece of a machine | μηχανικό κομμάτι |
met. | piece of work | προς κατεργασία κομμάτι |
market., lab.law. | piece rate | μισθός κατά μονάδα εργασίας |
empl. | piece rate | αμοιβή με το κομμάτι |
market., lab.law. | piece wage | αμοιβή με το κομμάτι |
forestr. | piece work | εργασία με το κομμάτι |
econ., lab.law. | piece work | αμοιβή ανάλογα με την απόδοση |
econ. | piece work pay | αμοιβή επί τη αποδόσει |
fin. | piece-work pay scheme | σύστημα κατ΄αποκοπήν αμοιβών |
market., lab.law. | piece-work payment | αμοιβή με το κομμάτι |
market., lab.law. | piece-work payment | μισθός κατά μονάδα εργασίας |
market., lab.law. | piece work remuneration | αμοιβή με το κομμάτι |
market., lab.law. | piece work remuneration | μισθός κατά μονάδα εργασίας |
agric., industr. | pieces of leaf | τεμάχια φύλλων |
mech.eng., el. | pole piece | πόλος |
mech.eng., el. | pole piece | πέδιλο πόλου |
met. | prismatic test piece | πρισματικό δοκίμιο |
forestr. | rotten piece of wood | σάπιο κομμάτι ξύλου |
tech., met. | rough- or fine-machined test pieces | δοκίμια χοντρικής ή λεπτής μηχανουργικής επεξεργασίας |
IT, industr., construct. | sewing from one side of the work piece only | γάζωμα από τη μια μόνο πλευρά του τεμαχίου |
met. | sheet piling corner piece | πεπλατυσμένος σιδηροπάσσαλος-κόγχη Προορίζεται για την κατασκευή γωνιών.Χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό πεπλατυσμένοι σιδηροπάσσαλοι διπλωμένοι,είτε πεπλατυσμένοι σιδηροπάσσαλοι τους οποίους ψαλιδίζουμε κατά μήκος.Τα στοιχεία που προκύπτουν μ'αυτό τον τρόπο στη συνέχεια συγκολλούνται ή συνδέονται με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματιστεί γωνία |
mech.eng. | shim piece | διάταξη σφήνωσης |
industr., construct. | short individual piece of laminated parquet | κοντή φυλλιδωτή περσίς παρκέτου |
industr., construct. | short individual piece of solid parquet | κοντή περσίς παρκέτου |
agric. | short piece of log | τμήμα κορμού δέντρου |
agric. | short piece of log | κύλινδρος |
met. | short proportional test piece | βραχύ αναλογικό δοκίμιο |
industr., construct. | side-piece core | εσωτερικός οπλισμός για βραχίονες γυαλιών |
met. | single piece work | κατασκευή ανά μονάδα |
met. | slip deformation is reflected by the formation of a relief on the surface of the piece | η παραμόρφωση με ολίσθηση εκδηλώνεται στην επιφάνεια των τεμαχών με τον σχηματισμό ανάγλυφου |
mech.eng. | slotted piece | αυλακωτό στοιχείο |
met. | some pieces are termed "squares":the bloom and the billet | ορισμένα ημικατεργασμένα προϊόντα είναι τετράγωνης διατομής:οι κορμοί και τα πρίσματα |
industr., construct. | spring-piece foot | πόδι στήριξης |
tech., industr., construct. | spring piece of a ring spinning frame | ράγα τραβηκτικών συστημάτων δακτυλιοφόρου κλώστριας |
agric. | stems and pieces | στίποι και τεμάχια |
mech.eng. | T piece | γωνία σχήματος Τ |
mech.eng., construct. | T-piece | σύνδεσμος ταυ |
mech.eng., construct. | T piece | σύνδεσμος ταυ |
agric. | tail-piece | ουρά αναστρεπτήρα |
agric. | tail-piece | επέκταση αναστρεπτήρα |
mech.eng., construct. | Tee piece union | σύνδεσμος ταυ |
tech., met. | tensile pull curves obtained by loading and unloading the test-piece | καμπύλες εφελκυσμού που προκύπτουν φορτίζοντας και αποφορτίζοντας το δοκίμιο |
met. | test piece for the upsetting test | δοκίμιο για δοκιμή σύνθλιψης |
met. | test piece free of defects | ακέραιο δοκίμιο |
met. | test piece taken from the core | δοκίμιο προερχόμενο από τον πυρήνα |
met. | test piece with at least one rolling skin | δοκίμιο με μία τουλάχιστο επιφάνεια έλασης |
met. | thickness range of test pieces | περιοχή πάχους των δοκιμίων |
agric. | to turn the piece | αναδεύει την στοιβάδα |
environ. | wastes from casting of ferrous pieces | Απόβλητα από τη χύτευση σιδηρούχων τεμαχίων |
environ. | wastes from casting of ferrous pieces | απόβλητα από τη χύτευση σιδηρούχων τεμαχίων |
environ. | wastes from casting of non-ferrous pieces | Απόβλητα από χύτευση μη σιδηρούχων τεμαχίων |
environ., met. | wastes from casting of non-ferrous pieces | απόβλητα από χύτευση μη σιδηρούχων τεμαχίων |
industr., construct. | weathered pieces | πολυκαιρισμένα κομμάτια |
tech., met. | welded or unwelded test-pieces in the form of constrained jones test specimens | συγκολλημένα ή μη συγκολλημένα δοκίμια σε μορφή δοκιμίων JONES υπό τάση |
lab.law. | work at piece-rates | εργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν |
law | work at piece rates | εργασία αμειβόμενη με το κομμάτι |
social.sc. | work at piece rates | εργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν |
mech.eng. | work piece | κατεργαζόμενος οδοντωτός τροχός |
met. | work-piece | προς κατεργασία κομμάτι |
met. | work piece | προς κατεργασία κομμάτι |